Παπαφλέσσας: Προσωπογραφία ενός αιρετικού κι αντιφατικού κληρικού – Του Οδυσσέα Σουρίλα
O Γρηγόριος Δικαίος ή πιο γνωστός ως Παπαφλέσσας ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές αλλά και πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821. Μια έντονη προσωπικότητα η οποία διαπνεόταν από πατριωτικά αισθήματα αλλά και μεγάλες βλέψεις, οι οποίες παραλίγο να στοιχίσουν πολλές φορές στον ίδιο αλλά και στην επανάσταση. Ήταν ο άνθρωπος που μέσα από μεγαλοστομίες, μυθεύματα και φημολογίες, κατάφερε να ανάψει την φλόγα της Επανάστασης, αλλά και ο ίδιος που δημιούργησε πολλές έχθρες ανάμεσα σε προεστούς και στρατιωτικούς με την μανία που είχε για την εξουσία. Η ηρωική του θυσία στο Μανιάκι, σε αυτή τη Λεωνίδειο μάχη, ήταν αυτή που έσωσε την υστεροφημία του στις κατοπινές γενιές.
Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το έτος 1788. Το κανονικό του όνομα ήταν Γεώργιος Δικαίος και είχε 28 αδέρφια. Όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία τον παραδώσανε σ’ έναν καλόγερο να του μάθει τα πρώτα γράμματα. Ο καλόγερος όμως στο τέλος δεν τον άντεξε να και αποφάνθηκε ότι ο νέος αποζητούσε ανώτερη μόρφωση. Έτσι κατά το έτος 1808 τον στέλνουν στη σχολή της Δημητσάνας.
Ο δρόμος που έβλεπε ως πιθανότερος για να αντισταθεί στον τύραννο ήταν αυτός του κληρικού και δη του μοναχού. Κατά το έτος 1816 πήγε να μονάσει στο μοναστήρι της Βελανιδιάς έξω απ’ την Καλαμάτα. Εκεί βρήκε αμέσως μπελάδες, αφού έδειξε ιδιαίτερη αγάπη στις κοπέλες από τα γύρω χωριά.
Ύστερα από λίγο καιρό αποφάσισε να περάσει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας. Εκεί, όμως, ήρθε σε σύγκρουση με τον τοπικό Αγά, αφού διεκδικούσε εκτάσεις του μοναστηριού. Τότε ο Δικαίος κατέστρωσε ένα πανούργο σχέδιο. Έπρεπε νύχτα να σκάψουν λάκκους στα γειτονικά χωράφια του Αγά που θα τους γέμιζαν με κάρβουνα και θα άφηναν το μέρος να χορταριάσει. Τότε θα ξαναφέρνανε στη μέση τη διαφορά και θα έλεγαν πως ξέρανε που είναι τα σύνορα από τους προκατόχους τους στο μοναστήρι. Πράγματι έφτασε ο καιρός και οι καλόγεροι κάλεσαν τον Αγά και του έδειξαν τα σύνορα. Αυτό το τελευταίο είχε ως αποτέλεσμα την οργή του, ο αφού έχανε με αυτό τον τρόπο και μέρος από τα κτήματά του.
Κατά το έτος 1817 ένα συνοικέσιο χάλασε στην περιοχή και οι κακές γλώσσες έλεγαν πως ευθύνη είχε και ο Παπαφλέσσας. Ο Χουσεΐν έτρεξε αμέσως στην Τρίπολη να ζητήσει στρατιώτες για να βγάλουν από τη μέση τον ραδιούργο αυτό καλόγερο. Ο Παπαφλέσσας βλέποντας τον κίνδυνο αποφάσισε να αφήσει τον Μοριά και να πάει στην Κωνσταντινούπολη όπου ήταν το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο μιας και ό ίδιος ήθελε αξιώματα.
Πρώτα πήγε στη Ζάκυνθο. Γνωρίστηκε με πολλές σημαίνοντες προσωπικότητες και προ πάντων με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, η σχέση τους όμως δεν ήταν και η καλύτερη από εκείνη την εποχή. Ύστερα από κάποιο διάστημα έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Οι έμπειροι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες που ζούσαν εκεί δεν μπορούσαν να γελαστούν από τον Παπαφλέσσα. Του άφησαν όμως περιθώριο κίνησης, επειδή είχαν ανάγκη τις υπηρεσίες ενός τέτοιου ανθρώπου. Και ο Παπαφλέσσας όμως συμμαζεύτηκε όσο μπορούσε και πήρε τα πιστά του μητροπολίτη Δέρκων. Κατάλαβε όμως πως αυτά δεν έφταναν. Έπρεπε να αποκτήσει και μόρφωση. Πήρε δάσκαλο τον Αινιάν και άρχισε σοβαρότερες μελέτες. Τελικά χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης.
Μετά από λίγο καιρό ο Αναγνωστόπουλος, τον μύησε στην Φιλική Εταιρεία. Ένθερμος πατριώτης και χωρίς κανέναν φόβο ταξιδεύει στις Ηγεμονίες με τον τίτλο του Πατριαρχικού Έξαρχου και μυεί πολλούς στο μυστικό της Εταιρείας. Οι βλέψεις του όμως δεν είχαν περιορισμό, δεν ήθελε απλά να είναι άλλο ένα μέλος, ήθελε να ‘ναι ο αρχηγός της Οργάνωσης. Μια μέρα πήγε σπίτι του Αναγνωστόπουλου έχοντας κρυμμένο ένα μαχαίρι και τον απείλησε πως θα τον σκοτώσει και ότι θα έλεγε στον σουλτάνο για την ύπαρξη και την δράση της Εταιρείας. Τότε ο Αναγνωστόπουλος του αποκαλύπτει πως η Αρχή δεν είναι μόνο αόρατος, αλλά και ανύπαρκτος. Προσπαθεί να θέσει τον Καποδίστρια επικεφαλής της επανάστασης, μετατρέπει το σπίτι του σε επαναστατικό κέντρο και καθημερινά μυεί όσα πιο πολλά άτομα μπορεί.
Τον Σεπτέμβριο του 1820 φτάνει στον Παπαφλέσσα το νέο πως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δέχθηκε την αρχηγία. Ο ενθουσιασμός του ανάβει και πηγαίνει να τον συναντήσει. Στον Υψηλάντη προκαλεί τεράστια εντύπωση ο δυναμικός του χαρακτήρας, το πολιτικό του δαιμόνιο, η πειθώ που έχει στον λόγο του και κυρίως η αυτοθυσία του.
Ο Παπαφλέσσας πρωτοστατεί στα συμβούλια και βγάζει πύρινους λόγους. Για να επιτύχει το σκοπό του φτάνει στο σημείο να δείξει πλαστά γράμματα από τον Μοριά, σύμφωνα με τα οποία οι αρχηγοί ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν την Επανάσταση. Έτσι, ο Υψηλάντης παίρνει την μεγάλη απόφαση να στείλει τον Παπαφλέσσα στον Μοριά να ξεσηκώσει τον λαό.
Στο δρόμο προς την Πελοπόννησο πρώτος σταθμός ήταν η Μυτιλήνη. Ύστερα πηγαίνει στην Ύδρα όπου συμφωνεί με τον Μιαούλη και τους άλλους καπετάνιους την συμμετοχή τους στον αγώνα. Όταν έφτασε στην Πελοπόννησο έμεινε στο Άργος. Κατάλαβε όμως πως διέτρεχε κίνδυνο. Έστειλε στον αδερφό του Νικήτα να τον συναντήσει εκεί με τη συνοδεία μερικών ανδρών. Στο Άργος έμενε στην Μητρόπολη. Εμφανίστηκε στην περιοχή ως Πατριαρχικός έξαρχος. Μόλις έφτασε ο Νικήτας του έδωσε τούρκικα ρούχα και όπλα και πέρασαν στον Άγιο Γεώργιο της Κορινθίας. Εκεί έμειναν στο σπίτι του Οικονομόπουλου. Έπειτα πήγαν στην Κόρινθο.
Από κει με τη συνοδεία του πήγε στη Βόστιτσα (Αίγιο). Την έλευσή του την είχαν μάθει οι πρόκριτοι της περιοχής και αποφάσισαν να τον συναντήσουν εκεί. Η πρώτη συνέλευση του Παπαφλέσσα με τους προεστούς έλαβε χώρα στις 26 Ιανουαρίου. Εκεί συζητήθηκαν τα εξής θέματα: α) αν το έθνος όλο είναι έτοιμο για τον αγώνα β) ποια είναι τα αναγκαία για τον αγώνα, πόσα υπάρχουν, πόσα λείπουν και που θα τα έβρισκαν. γ) ποια είναι η δύναμη του έθνους. δ) με ποιον τρόπο πρέπει να γίνει η αρχή και πότε. ε) αν είναι καλύτερα να γίνει η επανάσταση παντού την ίδια μέρα στ)ποια δύναμη κρύβεται πίσω από τον ξεσηκωμό ζ) αν θα βοηθήσουν οι Έλληνες της διασποράς . Οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς αυτά τον ρώτησαν. Αν και βρέθηκε σε δύσκολη θέση, έδωσε τις κατάλληλες απαντήσεις, αλλά δεν έγινε πιστευτός.
Ο Παπαφλέσσας ύστερα για να τους πείσει άρχισε να τους αραδιάζει ψέματα. Η αντίσταση όμως που συνάντησε από τους προκρίτους είναι σκληρή. Εξίσου μεγάλη ήταν η μάχη που έδωσε κυρίως με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Οι πρόκριτοι αρχικά σκέφτηκαν να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στις αρχές, φοβούμενοι μήπως αποτύχει ο αγώνας. Τότε σκάφτηκαν να καλέσουν τον Παπαφλέσσα στο Μέγα Σπήλαιο, με αυτόν το σκοπό στο μυαλό. Κατάλαβε όμως το σχέδιο τους και είπε να συνεχιστεί εκεί η συνέλευση.
Μετά τη συνέλευση πέρασε στην Μεσσηνία. Έγραψε επιστολές με τις οποίες προετοίμαζε τον δρόμο για την Επανάσταση και μια επιστολή προς τον Ξάνθο. Μαζί με την επιστολή έστειλε και έναν δικό του να συναντήσει την Αρχή. Ενώ βρισκόταν στο Άγρυλο , μαθεύτηκε ότι ο Πασάς στην Τρίπολη είχε δώσει εντολή στον Μαυρομιχάλη να δολοφονήσει τον Κολοκοτρώνη και τον ίδιο. Τελικά συναντήθηκε με τον Μαυρομιχάλη και είχαν την ίδια άποψη.
Στα μέσα Μάρτη έφτασε στον Αλμυρό το πλοίο με τα πολεμοφόδια που είχαν στείλει οι Έλληνες από το Αϊβαλί και τη Σμύρνη. Μόλις το πλοίο έφτασε οι αρχηγοί έστειλαν περί τους 200 άνδρες και αρκετά ζώα. Το τελωνείο του Αλμυρού βρισκόταν κάτω από την δικαιοδοσία του Μπέη της Μάνης, οπότε ο Παπαφλέσσας έστειλε τον αδερφό του να πληρώσει τον Μαυρομιχάλη με ένα αρκετά ψηλό ποσό.
Στις 22 Μάρτη τα μανιάτικα στρατεύματα βρισκόταν έξω από την πόλη της Καλαμάτας. Και ο Αρναούτογλου, ο Βοεβόδας της πόλης, τους ετοίμαζε υποδοχή μεγάλη. Την επόμενη μέρα το πρωί, συναντήθηκαν στην Καλαμάτα όλοι οι οπλαρχηγοί και ξεκαθάρισαν στον απεσταλμένο των Τούρκων ότι δεν πρόκειται να ανεχτούν άλλο τους Τούρκους. Αφού πέρασαν τρεις ώρες οι Τούρκοι παρέδωσαν τα όπλα. Όλοι οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν έξω από τον ναό των Αγίων Αποστόλων για να ευλογήσουν τα όπλα.
Η τεράστια φωτιά της επαναστάσεως άναψε πλέον. Ο Παπαφλέσσας βιάζεται να την διαδώσει παντού. Υπογράφει μαζί με τον Κολοκοτρώνη την πρώτη πατριωτική προκήρυξη προς τους Αρκάδες. Σύντομα όμως ήρθε σε σύγκρουση μαζί του. Επίσης, ο Κολοκοτρώνης διορίστηκε αρχιστράτηγος των στρατευμάτων, ώστε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του για την πολιορκία της Τρίπολης και ο Πλαπούτας γίνεται υπαρχηγός. Ο Παπαφλέσσας όμως, σε κανέναν δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα να διορίζει αρχιστράτηγους και πόσο μάλλον στους προεστούς.
Ο Δικαίος επέστρεψε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη μετά από λίγο καιρό, το οποίο μετά τις λαμπρές νίκες σε Δολιανά και Βαλτέτσι, είχε μεταφερθεί στη Ζαράκοβα. Όταν πληροφορήθηκε πως ετοιμαζόταν να γίνει η συνέλευση των Καλτετζών δεν είχε πλέον κρατημό. Έτρεχε στα χωριά της Καρύταινας και στρεφόταν με άσχημους χαρακτηρισμούς εναντίον των κοτζαμπάσηδων. Στη Ζαράκοβα ο Παπαφλέσσας ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Καννέλο Δεληγιάννη. Μετά την Άλωση της Τρίπολης μετέχει στη συνέλευση της Πιάδας, όπου γίνεται Γερουσιαστής.
Κατά τη διάρκεια της εισβολής του Δράμαλη στην Πελοπόννησο εκστράτευσε και αυτός μαζί με τον Κολοκοτρώνη. Πολέμησε στου Μαλανδρινού υπό τις διαταγές του και αργότερα υπό τον Υψηλάντη στον Άγιο Σώστη και το Αγιονόρι στις 28 Ιουλίου 1822.
Στην συνέλευση του Άστρους, διορίζεται υπουργός των εσωτερικών και της αστυνομίας. Από αυτήν την θέση δημιούργησε πολλές αντιπαλότητες με τους προεστούς αλλά και με τον Κολοκοτρώνη τον οποίο ενδόμυχα ζήλευε. Μεσολαβούν οι εμφύλιες διαμάχες και νομίζει πως θα σταματήσουν αν φυλακίσει τα άτομα της αντίπαλης παράταξης, ακόμα και τους αρχηγούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς φυλακίζει και τον Κολοκοτρώνη. Βλέποντας αργότερα τον κίνδυνο να πλησιάζει με την επιδρομή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο συμβούλευσε να τους βγάλουν όλους από την φυλακή αλλά ήταν αργά. Ο Κουντουριώτης δεν ήθελε να ακούσει την συμβουλή του υπουργού του.
Ο Παπαφλέσσας γνωρίζοντας στην κατάσταση που είχε περιέλθει ο αγώνας και γνωρίζοντας ότι το φρόνημα των Ελλήνων είχε καταπέσει πήρε την μεγάλη απόφαση να αντιπαραταχθεί ο ίδιος στον Ιμπραήμ. Ζήτησε, λοιπόν, από την Κυβέρνηση να τον διορίσουν αρχιστράτηγο της εκστρατείας.
Μόλις παίρνει την αρχιστρατηγία γράφει σε πολλούς φίλους του καπεταναίους να τον βοηθήσουν. Επίσης, προσέμενε βοήθεια από τα στρατεύματα της Στερεάς και της Πελοποννήσου που βρίσκονταν υπό τις οδηγίες του Υδραίου Σκούρτη. Σκοπός του ήταν να κάνει μία δύο μάχες με τον Ιμπραήμ και να φανεί νικητής. Τότε θα ζητούσε γενική αμνηστία για όλους τους φυλακισμένους και κυρίως για τον Κολοκοτρώνη.
Φεύγει από το Ναύπλιο τέλη Απριλίου και οδεύει προς την Τρίπολη. Στο δρόμο απάντησε τους μεγάλους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας, τον Καραϊσκάκη, τον Τζαβέλλα, τον Μπότσαρη, τον Καρατάσο, μα δεν καταφέρνει να τους πείσει να πολεμήσουν μαζί του.
Φτάνοντας στην Μεσσηνία αναζητά να βρει ένα μέρος το οποίο θα είναι τόσο ψηλά που θα μπορεί να βλέπει το Νιόκαστρο. Μετά από υποδείξεις ο Παπαφλέσσας ξεκινάει με τους άντρες του για το Μανιάκι. Μόλις φτάνουν γίνεται συμβούλιο. Εκεί δεν τους μιλάει για νίκη, αλλά για αυτοθυσία. ———Τελικά έμεινε στο Μανιάκι να περιμένει τον εχθρό με λιγότερους από χίλιους στρατιώτες. Τη νύχτα της 19ης Μαΐου προς την 20ην συγκέντρωσε όλο το στράτευμα του και χωρίς να τους δώσει πολλές ελπίδες τους εξήγησε πώς έχει η κατάσταση. Σε όσους είχαν παιδιά και οικογένειες τους παρότρυνε να φύγουν. Κανένας όμως από τους στρατιώτες δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει κι έτσι αναγκάστηκε ο ίδιος να στείλει πίσω κάποιους από αυτούς.
Ο Παπαφλέσσας ήλπιζε μέχρι την τελευταία στιγμή ότι θα έρθουν να τον βοηθήσουν, όμως δεν εμφανίστηκε κανένας. Μετά την ανατολή του ηλίου εμφανίστηκε ο στρατός του Ιμπραήμ που αποτελούνταν από 6 χιλιάδες πεζούς και 3 χιλιάδες ιππείς. Κόντευε μεσημέρι όταν ξαφνικά ακούστηκαν τρομπέτες. Ο πασάς πρόσταζε να τραβηχτούν οι Αιγύπτιοι. Ο Ιμπραήμ έκανε συμβούλιο με τους αρχηγούς του. Οι οπλαρχηγοί μαζεύτηκαν κι αυτοί στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Ο Αιγύπτιος στρατηγός είχε αποφασίσει μαζική έφοδο.
Τέσσερις εφόδους έκαναν οι Αιγύπτιοι μέχρι που μπήκαν μέσα στο πρώτο ταμπούρι, αυτό του Παπαφλέσσα. Οι εχθροί σπάνε και το δεύτερο ταμπούρι, αυτό του Δημήτρη Φλέσσα. Οι μόνοι που βαστάνε ακόμα είναι οι Μανιάτες στο τρίτο ταμπούρι και ο Αιγύπτιος στρατηγός στέλνει όλες τις δυνάμεις του. Τελικά πέφτει κι αυτό το ταμπούρι και οι Αιγύπτιοι τους σκοτώνουν όλους.
Η μάχη αυτή ήταν από τις φονικότερες της επανάστασης. Χίλιοι διακόσιοι Αιγύπτιοι νεκροί και σχεδόν όλοι οι Έλληνες. Όταν τέλειωσε η μάχη ο Ιμπραήμ πήγε στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα κι έψαξε να βρει το σώμα του, το οποίο βρέθηκε τελικά χωρίς κεφάλι. Όταν το βρήκαν ο Ιμπραήμ διέταξε τους στρατιώτες του να τον σηκώσουν, να ξεπλύνουν τα αίματα από τα γένια του και να τον στηρίξουν στην αγριαχλαδιά που βρισκόταν στο ταμπούρι. Τότε ο Ιμπραήμ αγκάλιασε και φίλησε τον νεκρό Παπαφλέσσα και παρέλασε μπροστά του μαζί με τους αξιωματικούς του στους οποίους είπε ότι τέτοιοι πατριώτες και γενναίοι ήρωες είναι κρίμα να χάνονται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Παναγιώτης Αργυρόπουλος, «Οι Ήρωες του Μανιακίου», τυπογραφείο Βουγιούκα, Καλαμάτα 1912
Μελάς Σπύρος, «Ματωμένα Ράσα», εκδ. Μπίρης, Αθήνα 1975
Παρασκευόπουλος Χρήστος, «Ο Παπαφλέσσας και το Μανιάκι», Καλάμαι,1938
Φωτάκος, «Βίος του πάπα Φλέσσα», Τύποις Νομιμότητος, Αθήνα 1868
- 88
- 1739