Λένιν και κράτος: Το κρίσιμο 1917 και η σοσιαλιστική οικοδόμηση – Του Αποστόλη Σερέτη

          H μεγάλη έκρηξη της επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1917 στη Ρωσία βρήκε τον Λένιν ακόμη εξόριστο στην Ελβετία. Έπειτα από πολλές περιπέτειες γύρισε στην Πετρούπολη όπου διατύπωσε τις περίφημες «θέσεις του Απριλίου» με τις οποίες χάραζε το πρόγραμμα για την ανατροπή της φιλελεύθερης δημοκρατικής κυβερνήσεως που είχε ανέβει στην εξουσία τον Φεβρουάριο του 1917 και για το πέρασμα της επαναστάσεως στην σοσιαλιστική φάση της. Τα δέκα σημεία αυτού του μανιφέστου αποσαφήνισαν το κομμουνιστικό πρόγραμμα που θα υιοθετούνταν το μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, με ελάχιστες τροποποιήσεις όπως ήταν η κατάργηση της αστυνομίας, του στρατού και όλων των αξιωματούχων του κράτους, κατάσχεση της περιουσίας των γαιοκτημόνων (όλη η γη θα άνηκε στο κράτος), δημιουργία μίας μεγάλης εθνικής τράπεζας. Ο έλεγχος της παραγωγής και η διανομή των αγαθών θα μεταφέρονταν στην εξουσία των Σοβιέτ. Στην πραγματικότητα οι Θέσεις του Απρίλη επιζητούσαν να λύσουν το πρόβλημα της εξουσίας που μοιράζονταν τα Σοβιέτ και η κυβέρνηση. Κατά τη γνώμη του Λένιν, θα ήταν ανώφελο να υπάρξει μια μεταβατική περίοδος που θα χαρακτηριζόταν από κοινοβουλευτικό καθεστώς το οποίο θα υποστήριζε το προλεταριάτο. Υπέρμαχος της ολοκληρωτικής αντίθεσης με την προσωρινή κυβέρνηση, ο Λένιν στιγμάτισε τη δημοκρατική, αστική φάση της Επανάστασης και απαίτησε ολοκληρωτική εξουσία στα Σοβιέτ. Όμως η επιθυμία που είχε εκφράσει ο Λένιν για τη διάλυση της θεσμικής ισορροπίας αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση ως δάκτυλος ξένων δυνάμεων και ο ίδιος κατηγορήθηκε ότι ήταν Γερμανός πράκτορας. Αυτούς τους μήνες έγραψε και το περίφημο έργο του «Κράτος και επανάσταση». Το έργο του αυτό το διέκοψε για να προετοιμάσει και να κατευθύνει την θρυλική εξέγερση του Οκτώβρη, η οποία κατέληξε στον σχηματισμό της πρώτης σοβιετικής κυβερνήσεως και την ίδρυση του πρώτου εργατικού σοσιαλιστικού κράτους, με επικεφαλής τον ίδιο.

         Το 1917 η κατάσταση στη Ρωσία μύριζε μπαρούτι. Όταν ξέσπασε ο Ά Παγκόσμιος πόλεμος, το 1914, η Ρωσία ήταν συνδεδεμένη στενά με την Γαλλία, λόγω μιας ναυτικής συμμαχίας που είχε επιστεγάσει συμβάσεις και εμπορικές συμφωνίες οι οποίες είχαν συναφθεί τη δεκαετία του 1890. Η Ρωσία διέθετε επίσης σημαντικά βελτιωμένες σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία χάρη στο Ρωσοβρετανικό Σύμφωνο της 18ης Αυγούστου του 1907, το οποίο αφορούσε στις ζώνες επιρροής στην Ασία (Ιράν, Αφγανιστάν, Θιβέτ) και εξασφάλιζε συμφέροντα από κοινού στην περιοχή και από τις δύο χώρες.

        Η Ρωσία πολέμησε στο πλευρό στο πλευρό της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Τον πρώτο χρόνο του πολέμου υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν συνολικά 150.000 Ρώσοι στρατιώτες και πάνω από ένα εκατομμύριο αιχμαλωτίστηκαν. Από την άλλη οι αγροτικές μάζες και το αστικό προλεταριάτο επιδείκνυαν βαθιά και αμοιβαία μνησικακία. Οι διαμαρτυρίες και οι απεργίες ήταν χρόνιες όμως καταπνίγηκαν με βαναυσότητα και με στέρηση πολιτικών ελευθεριών που σχετίζονταν με τις ενώσεις. Οι στρατιώτες στασίαζαν και αρνούνταν να πυροβολήσουν τους διαδηλωτές και η αστυνομία έχανε τους άντρες της. Παντού γινόταν λόγος για εξέγερση, ξεσηκωμό και επανάσταση.

       Τον Φεβρουάριο του 1917 έγινε η πρώτη επανάσταση. Το χάος είχε επεκταθεί ραγδαία. Σε όλη τη χώρα οργανώνονταν μεγάλες απεργίες, αυθόρμητες και αυτόνομες λαϊκές εξεγέρσεις ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι στρατιώτες έστρεφαν τα όπλα στους αξιωματικούς τους. Οι πολιτικοί χλευάζονταν και δεχόντουσαν επιθέσεις επειδή ήταν μέρος μιας κυβέρνησης που ήταν ανίκανη να κυβερνήσει τη χώρα. Τα τρόφιμα λιγόστευαν συνεχώς και ο πεινασμένος λαός είχε ήδη αρχίσει να επηρεάζεται από την αντιπολεμική προπαγάνδα του τύπου που ελεγχόταν από την άρχουσα τάξη. Στα μέσα του ίδιου μήνα είχε υπολογιστεί πως είχαν απομείνει προμήθειες σε αλεύρι που αρκούσαν για μονάχα δέκα μέρες. «…Στις 22 Φεβρουαρίου, εργάτες που διαμαρτύρονταν για μαζικές απολύσεις παρέλυσαν το εργοστασιακό συγκρότημα Πουτίλοφ με ανταπεργία, αναγκάζοντας τον τσάρο να επιστρέψει εσπευσμένα από το αρχηγείο του. Περίπου 90.000 απεργούντες εργάτες ενώθηκαν με την πορεία των γυναικών. Την επόμενη μέρα, οι τάξεις των απεργών είχαν αυξηθεί σε περίπου 200.000 ανθρώπους, ενώ πολλοί περισσότεροι βρίσκονταν στους δρόμους. Μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου, σχεδόν όλοι οι εργάτες είχαν προχωρήσει σε απεργία. Η 27η Φεβρουαρίου ήταν η αναπόφευκτη μέρα της πρώτης επανάστασης εκείνου του χρόνου. Προηγήθηκαν πολυάριθμες ανταρσίες στο στρατό και εν συνεχεία στρατιώτες και εργάτες κατέλαβαν το οχυρό Πέτρου και Παύλου και ελευθέρωσαν όλους τους πολιτικούς κρατούμενους. Επιπλέον λαφυραγώγησαν το οπλοστάσιο διαφεύγοντας με όπλα και πυρομαχικά. Μέσα σε λίγες ώρες το Πέτρογκραντ (Αγία Πετρούπολη) είχε περιέλθει στην εξουσία των επαναστατών…» (ΑNTONELLA SALOMONI , 2006, σελ.47-48)

        Η κατάσταση είχε ξεφύγει. Η κατάσταση στο μέτωπο με τους Γερμανούς ήταν αποκαρδιωτική. Η ανεπαρκής διακυβέρνηση της χώρας από τον τσάρο, είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία του ρωσικού στρατού να κερδίζει μάχες ενώ επιβαρύνθηκε με πολύ βαριές και ταπεινωτικές ήττες από τους Γερμανούς. «…Σε μερικές περιπτώσεις, στρατιώτες στέλνονταν στο μέτωπο χωρίς τουφέκια. Ακόμα, ο ιματισμός του στρατού ήταν ανεπαρκής, ενώ η υγειονομική περίθαλψη σπάνιζε. Το σιδηροδρομικό δίκτυο κατέρρευσε, δημιουργώντας έλλειψη τροφίμων όχι μόνο για τον στρατό αλλά και για τις πόλεις…»  (Ε.Μ. BURNS, 2006, σελ.818)

           Ο τσάρος μετά την επανάσταση του 1905 μέχρι και την σύντομη θητεία του Αλέξανδρου Κερένσκι, που ήταν μέλος του Σοσιαλεπαναστατικού Κόμματος, όλοι σχεδόν οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί ήταν αστοί φιλελεύθεροι. Αυτοί με τη σειρά τους, ήλπιζαν να μετατρέψουν τη ρωσική απολυταρχία σε συνταγματική μοναρχία όπως στη Μεγάλη Βρετανία.

          Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει μια σειρά παραχωρήσεων. Το πιο σημαντικό όμως που κατάφεραν οι εργάτες και οι στρατιώτες ήταν να εξασφαλίσουν μια συνέχεια ανάμεσα στην επανάσταση του Ιανουαρίου του 1905 και του Φεβρουαρίου του 1917. Όλα τα σοβιέτ που δημιουργήθηκαν μετά τον Φεβρουάριο, τόσο στις πόλεις, όσο και στην επαρχία, στηρίχτηκαν στο μοντέλο του Σοβιέτ του Πέτρογκραντ, και έφεραν τις ίδιες αρμοδιότητες δηλαδή έλεγχο του στρατού ξηράς και του ναυτικού, έλεγχο των δρόμων και των σιδηροδρόμων, έλεγχο του ταχυδρομείου και του τηλέγραφου. Έτσι δημιουργήθηκε ένα πολύ ισχυρό δίπολο εξουσίας. Από την μία πλευρά ήταν η προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκι, η νόμιμη έκφραση της βούλησης του λαού στη τελευταία Δούμα και από την άλλη τα σοβιέτ, που πρόβαλλαν μια πιο άμεση, τοπική και επομένως αυθεντικότερη εκπροσώπευση του λαού. «…Μέσα στο πλαίσιο του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, η επανάσταση του Φεβρουαρίου απειλούσε να προκαλέσει πιθανό καταστροφικό αντίκτυπο στη Γερμανική και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Το μίασμα της πολιτικής ελευθερίας, που αποσπάτο βίαια από την απολυταρχική μοναρχία της Ρωσίας, μπορούσε να χαρίσει μια νέα ορμή στους συμμάχους κατά τον πόλεμο. Διαβλέποντας αυτή την πιθανότητα, η γερμανική κυβέρνηση επέτρεψε σ’ ένα τεθωρακισμένο τρένο που μετέφερε κυρίως μπολσεβίκους επαναστάτες, μαζί με τον Λένιν, να διασχίσει την χώρα με κατεύθυνση τη Ρωσία. Οι Γερμανοί ήταν καλά ενημερωμένοι για τις θέσεις των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών σχετικά με τη συνέχιση των εχθροπραξιών, και είχαν παρατηρήσει την εξέλιξη τους, με ιδιαίτερη προσοχή από την αρχή της Επανάστασης. Υπολόγιζαν στις αποσταθεροποιητικές επιρροές της ειρηνόφιλης προπαγάνδας των μπολσεβίκων σε έναν λαό που ήταν ήδη εχθρικός προς τον πόλεμο…» (ΑNTONELLA SALOMONI, 2006, σελ.52)

            Στις 16 Απριλίου 1917, ο Λένιν εκφώνησε τις περιβόητες Θέσεις του Απρίλη στις οποίες αποτυπώνεται όλο το πλάνο και ο στρατηγικός σχεδιασμός των μπολσεβίκων οι οποίοι ήθελαν να βαθύνουν την επανάσταση εκτιμώντας ότι η κεντρώα κυβέρνηση που προέκυψε δεν θα σταματούσε τον πόλεμο και δεν θα υλοποιούσε τα αιτήματα της Φεβρουαριανής επανάστασης. Ο Λένιν συνοπτικά συνόψισε τις θέσεις του στα εξής 10 σημεία:

1.Καταδικάζει την Προσωρινή Κυβέρνηση σαν αστική και συνιστά “καμία υποστήριξη” γι’ αυτήν, καθώς “πρέπει να φανερωθεί το απόλυτο ψεύδος των υποσχέσεών της”. Καταδικάζει τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως “ληστρικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο” και τον “επαναστατικό αμυνιτισμό” των αλλοδαπών σοσιαλ-δημοκρατικών κομμάτων, ζητώντας την επαναστατική ηττοπάθεια.

2.Υποστηρίζει ότι η Ρωσία “περνάει από το πρώτο στάδιο της επανάστασης – το οποίο, λόγω της ανεπαρκούς ταξικής συνείδησης και οργάνωσης του προλεταριάτου, έδωσε την εξουσία στα χέρια της αστικής τάξης – στο δεύτερο στάδιο, το οποίο πρέπει να βάλει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και των φτωχότερων τμημάτων της αγροτιάς”.

3.Αναγνωρίζει ότι οι Μπολσεβίκοι είναι μειοψηφία στα περισσότερα σοβιέτ ενάντια στο “μπλοκ όλων των μικροαστικών οπορτουνιστικών στοιχείων, από τους Σοσιαλ-Καντέτ και τους Σοσιαλ-Επαναστάτες μέχρι την Οργανωτική Επιτροπή (Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, κλπ), τον Στεκλόφ, κλπ, κλπ, που έχουν υποκύψει στην επιρροή της αστικής τάξης και διοχετεύουν την επιρροή της μέσα στο προλεταριάτο”.

4.Ζητάει να μην εγκαθιδρυθεί κοινοβουλευτική δημοκρατία και την αποκαλεί “βήμα προς τα πίσω”. Ζητάει, αντίθετα, την “δημοκρατία των Σοβιέτ των Εργατών, των Εργατών γης και των Αγροτών Βουλευτών σε όλη την χώρα, από πάνω ως κάτω”.

5.Ζητάει την “κατάργηση της αστυνομίας, του στρατού, και της υπαλληλίας” και για “την αμοιβή όλων των υπαλλήλων, που όλοι τους θα είναι αιρετοί και ανακλητοί ανά πάσα στιγμή, να μην υπερβαίνει την μέση αμοιβή ενός καλού εργάτη”.

6.Ζητάει “Το βάρος της έμφασης στο αγροτικό πρόγραμμα να μεταφερθεί στα Σοβιέτ των Βουλευτών Εργατών γης”, την κατάσχεση όλων των κτημάτων, και την “εθνικοποίηση όλης της γης της χώρας και την διάθεσή της από τα τοπικά Σοβιέτ των Εργατών γης και των Αγροτών Βουλευτών. Την δημιουργία ιδιαίτερων Σοβιέτ Βουλευτών από Φτωχούς Αγρότες. Την δημιουργία ενός υποδειγματικού αγροκτήματος σε κάθε ένα από τα μεγάλα κτήματα (που κυμαίνονται σε μέγεθος από 100 ως 300 ντεσιατίνες, ανάλογα με τις τοπικές και άλλες συνθήκες, και τις αποφάσεις των τοπικών οργάνων) κάτω από τον έλεγχο των Σοβιέτ των Βουλευτών Εργατών γης και για λογαριασμό της κοινωνίας”.

7.Ζητάει την “άμεση συγχώνευση όλων των τραπεζών στην χώρα σε μία και μόνο εθνική τράπεζα, και την άσκηση ελέγχου πάνω σε αυτήν από το Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών”.

8.Δηλώνει ότι “δεν είναι άμεσος στόχος μας να “φέρουμε” τον σοσιαλισμό, αλλά μόνο να βάλουμε την κοινωνική παραγωγή και την διανομή των προϊόντων άμεσα κάτω από τον έλεγχο των Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών”.

9.Απαριθμεί τους κομματικούς στόχους ως εξής:

α) Άμεση σύγκληση του συνεδρίου του κόμματος,

β) αλλαγή της ονομασίας του Κόμματος, και

γ) διόρθωση του ξεπερασμένου μίνιμουμ προγράμματός μας

δ) αλλαγή του προγράμματος του κόμματος, κυρίως δε:

● Στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού και του ιμπεριαλιστικού πολέμου, και

● Σχετικά με την στάση μας απέναντι στο κράτος και το αίτημά μας για “κράτος-κομμούνα”,

10.Ζητάει μια νέα “επαναστατική Διεθνή, μια Διεθνή ενάντια στους σοσιαλσωβινιστές και ενάντια στο ‘Κέντρο’ ”. Αυτή αργότερα έγινε η Κομιντέρν (Τρίτη Διεθνής), που σχηματίστηκε το 1919. (Β.Ι.Λένιν, 2017, σελ.9-13)

        Το αίτημα του λαού και του στρατού για ειρήνη είχε ισχυροποιηθεί περισσότερο από ποτέ.  Οι μάζες του λαού ήταν απελπιστικά εξαντλημένες από τα χρόνια των δυσκολιών του πολέμου. Τον Μάιο του 1917, η κυβέρνηση όμως αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο η Ρωσία στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Αυτή η κίνηση προκάλεσε αντιδράσεις από τον λαό, οι οποίες όμως πήραν τέτοια έκταση, σε σημείο που ανάγκασαν την κυβέρνηση να παραιτηθεί. Ο Κερένσκι, ανέλαβε πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης που αποτελούνταν από μετριοπαθείς σοσιαλιστές. Η αποτυχία αυτής της κυβέρνησης επιβεβαίωσε την πεποίθηση του Λένιν ότι η μετριοπάθεια των μενσεβίκων και των υπόλοιπων σοσιαλδημοκρατών δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του λαού ούτε στο συμφέρον της πλειοψηφίας. Η αστική τάξη είχε αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο αυτών των κομμάτων, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν ακόμα περισσότερο από τον λαό. «…Ο Κερένσκι και οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές, παρά και ενάντια στη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία μπήκαν και εκπρόσωποι των εύπορων τάξεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν για πάντα την εμπιστοσύνη του λαού οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλιστές-επαναστάτες…» (Τζων Ριντ, 1963, σελ.35)

        Βέβαια ένας σημαντικός παράγοντας της αποτυχίας του Κερένσκι είναι η βασική αδυναμία της αστικής τάξης στη Ρωσία. Η αστική τάξη στη Ρωσία δεν διαδραμάτιζε κάποιο σημαντικό ρόλο συγκριτικά πάντα με την αστική τάξη της Γαλλίας στην επανάσταση του 1789, η οποία μπόρεσε να επιβληθεί στους ριζοσπάστες Ιακωβίνους του Ροβεσπιέρου.

         Παρά την πτώση της κυβέρνησης την οποία αντικατέστησε ο Κερένσκι είναι ότι ο λαός δεν σταμάτησε να διεκδικεί. Η κίνηση να τοποθετηθεί ο Κερένσκι πρωθυπουργός δεν εξομάλυνε την κατάσταση όπως νόμιζε ο τσάρος. Οι μάζες των εργατών, των αγροτών πίστευαν πως η πρώτη πράξη ακόμα δεν είχε τελειώσει. Ταυτόχρονα η κατάσταση στο μέτωπο ήταν δραματική. Οι στρατιώτες άρχισαν να μην εκτελούν εντολές των αξιωματικών και δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση. «…Στο μέτωπο οι στρατιωτικές επιτροπές συγκρούονταν συνεχώς με τους αξιωματικούς, που δεν μπορούσαν να συνηθίσουν, με κανένα τρόπο, να φέρονται προς τους στρατιώτες σαν σε ανθρώπινα όντα. Στα μετόπισθεν οι εκλεγμένες αγροτικές επιτροπές πιάνονταν επειδή επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης για τη γη. Στα εργοστάσια οι εργάτες πάλευαν ενάντια στις απολύσεις και τα λοκ-άουτ. Κάτι περισσότερο. Στους πολιτικούς πρόσφυγες, που επέστρεφαν, δεν επέτρεπαν να μπουν στη χώρα και τους θεωρούσαν σαν ανεπιθύμητους πολίτες. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που έπιαναν και έκλειναν στη φυλακή ανθρώπους που ήρθαν από το εξωτερικό, για την επαναστατική τους δράση στα 1905…» (ο.π, σελ.34 )

       Μέσα στο πλαίσιο του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, η επανάσταση του Φεβρουαρίου απειλούσε να προκαλέσει πιθανό καταστροφικό αντίκτυπο στη Γερμανική και Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Το μίασμα της πολιτικής ελευθερίας, που αποσπάτο βίαια από την απολυταρχική μοναρχία της Ρωσίας, μπορούσε να χαρίσει μια νέα ορμή στους συμμάχους κατά τον πόλεμο. Διαβλέποντας αυτή την πιθανότητα, η γερμανική κυβέρνηση επέτρεψε σ’ ένα τεθωρακισμένο τρένο που μετέφερε κυρίως μπολσεβίκους επαναστάτες, μαζί με τον Λένιν, να διασχίσει την χώρα με κατεύθυνση τη Ρωσία. Οι Γερμανοί ήταν καλά ενημερωμένοι για τις θέσεις των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών σχετικά με τη συνέχιση των εχθροπραξιών, και είχαν παρατηρήσει την εξέλιξη τους, με ιδιαίτερη προσοχή από την αρχή της Επανάστασης. Υπολόγιζαν στις αποσταθεροποιητικές επιρροές της ειρηνόφιλης προπαγάνδας των μπολσεβίκων σε έναν λαό που ήταν ήδη εχθρικός προς τον πόλεμο.

Οι Μπολσεβίκοι προπαγάνδιζαν συνεχώς την αναδιανομή της γης και τον έλεγχο των εργοστασίων από τους εργάτες. Την περίοδο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Κορνίλοφ, ήταν η μόνη πολιτική δύναμη της Ρωσίας που στήριξε τις στρατιωτικές επιτροπές και στις συνδιασκέψεις  των σοσιαλιστών του επαναστατικού κόμματος και των σοσιαλδημοκρατών, δεν πήραν θέση κατευναστική ούτε μετρίασαν τις απόψεις και τις θέσεις τους. Παρέμειναν σταθεροί στις διεκδικήσεις τους και οργάνωναν τους εργάτες στις μεγάλες πόλεις με κυρίαρχη την Πετρούπολη και το Σοβιέτ της. Χάρη σε αυτό το κατόρθωμα, το κύρος του κόμματος αυξήθηκε σημαντικά και έτσι οι μαχόμενοι μπολσεβίκοι δεν άργησαν να κερδίσουν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των μεγαλύτερων πόλεων. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1917, ο Λέων Τρότσκι, που μόλις είχε βγει από τη φυλακή, εκλέχτηκε πρόεδρος του Σοβιέτ του Πέτρογκραντ.             

       Ο Λένιν εκείνη την περίοδο είχε διατυπώσει σε πολλές ομιλίες και συναντήσεις καθώς και σε κείμενα του πως η επιτυχία της Επανάστασης δεν εξαρτιόταν από πολιτιστικά ζητήματα. Αντίθετα η Επανάσταση, κομματιάζοντας την ιστορική συνέχεια, ήταν αυτή που θα δημιουργούσε τις απαραίτητες υλικές συνθήκες για τη ριζική αντιμετώπιση της οπισθοδρομικότητας και την αλλαγή της νοοτροπίας του λαού. Οι άνθρωποι, βάση και των αντικειμενικών συνθηκών στη Ρωσία, δεν μπορούσαν να αλλάξουν μέσα από την προοδευτική εξέλιξη της νοοτροπίας και την αργή αποσύνθεση των παλιών τρόπων. Υπήρχαν άμεσα προβλήματα και ανάγκες. Μόνο η Επανάσταση μπορούσε να τα κατορθώσει όλα αυτά.        

         Στη διάρκεια της νύχτας της 24ης προς 25ης Οκτωβρίου, οι κοκκινοφρουροί κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις μέσα στην πρωτεύουσα: το κέντρο τηλεφωνικών επιχειρήσεων, τα ταχυδρομεία, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, τα υπουργεία και την Εθνική Τράπεζα. Ο Λένιν βρισκόταν στο αρχηγείο του κόμματος των μπολσεβίκων, στο Ινστιτούτο Σμόλνι, απ’ όπου διεκπεραιώνονταν οι διαταγές. Αφού εξάντλησε όλες τις εναλλακτικές λύσεις, ο Κερένσκι αναγκάστηκε να διαφύγει. Στις 26 Οκτωβρίου, στις 2:10 π.μ, οι στρατιώτες της Επανάστασης έθεσαν υπό τον έλεγχο τους τα Χειμερινά Ανάκτορα, την κατοικία των Ρομανόφ και κατήργησαν τα υπουργεία της προσωρινής κυβέρνησης. Λίγες ώρες μετά ανακοινώθηκε επίσημα η ανάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ. Οι μπολσεβίκοι είχαν διακηρύξει από τον Απρίλιο του 1917 ότι η Επανάσταση, το τέλος των εχθροπραξιών που θα οδηγούσε σε περίοδο δημοκρατικής ειρήνης και η εξέγερση του προλεταριάτου σε όλη την Ευρώπη, ήταν δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας. Επομένως, δεν ήταν σύμπτωση ότι η πρώτη απόφαση της νέας κυβέρνησης των εργατών, των αγροτών και των στρατιωτών, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ήταν να κηρύξουν ειρήνη στις 26 Οκτωβρίου του 1917. Την ίδια μέρα ορίστηκε ένα Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού (Σοβναρκόμ) για να ολοκληρώσει το ρόλο της «προσωρινής κυβέρνησης εργατών και αγροτών μέχρι τη σύγκληση μιας Συντακτικής Συνέλευσης». Αποτελούνταν από 15 Λαϊκούς Κομισάριους, πρόεδρος ήταν ο Λένιν, κομισάριος Εξωτερικών Υποθέσεων ο Λέων Τρότσκι ενώ ο Στάλιν ήταν κομισάριος για τις Εθνότητες. Στο διάστημα ανάμεσα στο Νοέμβριο του 1917 και στον Ιανουάριο του 1918 εμφανίστηκαν νέα υπουργεία, όπως αυτό των Κοινωνικών Υπηρεσιών υπό τη διοίκηση της Αλεξάντρας Κολοντάι. (Τζων Ριντ,1963, σ.50-55)

      Στις 26 Οκτωβρίου επίσης εκδόθηκε διάταγμα του Λένιν το οποίο εγκρίθηκε από τους Λαϊκούς Κομισάριους, το οποίο ονομάστηκε «Διάταγμα για τη Γη». Έδινε μορφή νομιμότητας στην αγροτική επανάσταση που οι χωρικοί είχαν ήδη περατώσει. Διακήρυττε ότι τα δικαιώματα των μεγάλων γαιοκτημόνων είχαν καταργηθεί και ότι η ρωσική γη ήταν εφεξής στη διάθεση των αγροτικών επιτροπών και των Σοβιέτ των αγροτών κάθε περιοχής. Έδινε επίσης, στα Σοβιέτ των αγροτών την εντολή να καθορίσουν «τη φύση και το μέγεθος των κτημάτων στα οποία θα γινόταν κατάσχεση καθώς και να διατηρήσουν την τάξη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απαλλοτρίωσης της περιουσίας των μεγαλύτερων γαιοκτημόνων και να διασφαλίσουν την πλέον σθεναρή υπεράσπιση αυτών των γαιών που είχαν γίνει πλέον περιουσία του λαού. (Τζων Ριντ, 1963, σ.65)

     Η εθνικοποίηση της γης, που αποφασίστηκε από τους μπολσεβίκους, οδήγησε στην εκχώρηση περίπου 150 εκατομμυρίων εκταρίων στο λαό. Στα επόμενα δύο χρόνια, η απαλλοτρίωση της γης συνεχίστηκε χωρίς διακοπή και με επιταχυνόμενο ρυθμό. Τον Μάρτιο του 1919 όλη σχεδόν η ρωσική γη βρισκόταν στα χέρια των αγροτών. Οι μπολσεβίκοι γνώριζαν καλά τους κινδύνους αυτής της μαζικής αγροτικής επανάστασης σε σχέση με το ευρύτερο κίνημα της σοσιαλιστικής επανάστασης.

     Ο Λένιν είχε υποστηρίξει επαναστατικά κινήματα της Αριστεράς στην Ευρώπη, στέλνοντας χρήματα και παρέχοντας ηθική υποστήριξη στους ριζοσπάστες Γερμανούς μαρξιστές Κάρολο Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1919, καθώς και στο βραχύβιο σοβιετικό καθεστώς του μπολσεβίκου Μπέλα Κουν στην Ουγγαρία την ίδια χρονιά. Ωστόσο είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό στα γραπτά του το γεγονός     ότι οι θέσεις του Λένιν για το κράτος και τη μορφή του μετατοπίζονται. Το πρώτο διάστημα που ξεκίνησε να γράφει το Κράτος και Επανάσταση βλέπουμε το μίσος του για το κράτος ως θεσμό καταπίεσης μίας τάξης σε μία άλλη ωστόσο με τα γεγονότα που ακολούθησαν αναγνωρίζει το μεταβατικό του χαρακτήρα  και την αναγκαιότητα του. Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση των ταξικών ανειρήνευτων αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμβιβαστούν. (Β.Ι.Λένιν, 2016, σελ.13)

Ο Λένιν υποστηρίζει ότι οι Μπολσεβίκοι θέτουν ως τελικό σκοπό τους τη κατάργηση του κράτους, δηλαδή κάθε οργανωμένης και συστηματικής βίας, οποιασδήποτε βίας πάνω στους ανθρώπους γενικά. Για τον Λένιν η δικτατορία του προλεταριάτου και το μεταβατικό σοσιαλιστικό κράτος, είναι η επίφαση της Δημοκρατίας διότι λειτουργούν εις βάρος μίας μικρής μειοψηφίας που καταπιέζει τους πολλούς. Δημοκρατία για τη τεράστια πλειονότητα του λαού και καθυπόταξη με τη βία, δηλαδή αποκλεισμός των εκμεταλλευτών, των καταπιεστών του λαού από τη δημοκρατία, αυτή είναι η παραλλαγή της δημοκρατίας κατά τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, σε μία εποχή όπου δεν θα υπάρχουν τάξεις δηλαδή δεν θα γίνονται διακρίσεις ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας ως προς τη σχέση τους με τα κοινωνικά μέσα παραγωγής. Β.Ι.Λένιν,2016, σελ.107

Ο Ρώσος επαναστάτης προσπαθεί να διασαφηνίσει τη διαφορά όμως του κράτους ως θεσμικό όπλο καταπίεσης της αστικής τάξης στους καταπιεστές της από το μεταβατικό προσωρινό σοσιαλιστικό κράτος. Στο καπιταλισμό έχουμε κράτος με την καθαυτό έννοια του όρου, μία ιδιαίτερη μηχανή για την καθυπόταξη μιας τάξης από κάποια άλλη και μάλιστα της πλειονότητας από τη μειονότητα… Κατά τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό είναι ακόμη αναγκαία η καθυπόταξη, αλλά πρόκειται πλέον για καθυπόταξη της μειονότητας των εκμεταλλευτών από την πλειονότητα αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση. Ο ιδιαίτερος μηχανισμός, η ιδιαίτερη μηχανή καταπίεσης, το κράτος είναι ακόμη αναγκαίο αλλά πρόκειται πλέον για κράτος μεταβατικό, δεν είναι πλέον κράτος με την καθαυτό έννοια του όρου, γιατί η καθυπόταξη της μειονότητας των εκμεταλλευτών από την πλειονότητα των χθεσινών μισθωτών δούλων είναι ένα σχετικά εύκολο, απλό και φυσικό έργο, που θα στοιχίσει πολύ λιγότερο αίμα απ΄ότι η κατάπνιξη των εξεγέρσεων των δούλων, των δουλοπάροικων, των μισθωτών εργατών. (Β.Ι.Λένιν, 2016:108-109)

Πηγές- Βιβλιογραφία

Τζων Ριντ:10 μέρες που συγκλόνισαν το κόσμο, εκδ. Πολίτης, 1963

Β.Ι.Λενιν: Κράτος και Επανάσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 2016

Ε.Μ. BURNS, «Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι», εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006

Einstein: An Intimate Study of a Great Man. Dimitri Marianoff, Palma Wayne

YOU MIGHT ALSO LIKE