Οι ένοπλοι πριν την επανάσταση του 1821 και η στάση τους απέναντι στον αγώνα – Του Αποστόλη Σερέτη
Σε πολλά βιβλία, ειδικά στο σχολείο, έχουμε διαβάσει πολλές σελίδες και διθυράμβους για τους ξακουστούς κλέφτες και αρματολούς. Ωστόσο η αλήθεια δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι ένοπλοι τις παραμονές της επανάστασης, χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες είχαν ξεχωριστή στάση η κάθε μία απέναντι στον αγώνα, η οποία καθοριζόταν από ορισμένα συμφέροντα.
Η πρώτη κατηγορία ενόπλων, ήταν οι κλέφτες αλλιώς χαίνηδες ή ζορμπάδες. Ο τόπος διαβίωσης τους ήταν το βουνό και γενικά οι ορεινές περιοχές. Γενικότερα, βασικό χαρακτηριστικό της άσκησης οθωμανικής εξουσίας, είναι πως δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον ορεινό χώρο. Αυτό επέτρεψε στους κλέφτες που έβγαιναν στην παρανομία να έχουν μία σχετική αυτονομία στα βουνά. Ασχολούνταν με τη κτηνοτροφία και η φορολόγηση τους ήταν αδύνατη ενώ οργανώνονταν σε μικρές ομάδες, τα μπουλούκια, 12-15 ατόμων υπό την ηγεσία του πρωτοκλέφτη, του επονομαζόμενου καπετάνιου.
Ήταν επαγγελματίες ληστές, ζούσαν με τρόφιμα και ρούχα που έπαιρναν από τους φτωχούς χωρικούς. Οι επιθέσεις εναντίον πλούσιων και ισχυρών ήταν σπάνιες λόγω της προσωπικής φρουράς που διέθεταν αλλά και της προστασίας της οθωμανικής εξουσίας, ενώ συνήθως στόχος ήταν οι έμποροι και οι περιηγητές. Οι χριστιανοί κλέφτες ήταν Έλληνες, Βλάχοι και Αρβανίτες. Κάποιες φορές, ορισμένοι από τους κλεφτοκαπετάνιους, απέκτησαν μεγάλη δύναμη με επιδρομές εναντίον χωριών, κωμοπόλεων, με επιθέσεις σε καραβάνια στα δερβένια. Η Οθωμανική εξουσία τότε προσπαθούσε να τους εξοντώσει ή να τους προσεταιριστεί.
Οι ένοπλοι που προσεταιριζόταν η Οθωμανική εξουσία ονομάζονταν αρματολοί. Η Οθωμανική εξουσία ανέθετε τη τήρηση της τάξης στις ορεινές περιοχές, στα λεγόμενα αρματολίκια ή τη φύλαξη ορεινών περασμάτων στους αρματολούς. Έτσι οι πρώην ελεύθεροι κλέφτες γίνονταν προσκυνημένοι, ωστόσο είναι χαρακτηριστική εκείνα τα χρόνια η ευκολία, όπως μας πληροφορεί ο Στέφανος Παπαγεωργίου στο βιβλίο του Από το γένος στο έθνος, με την οποία γινόταν η αλλαγή ρόλων δηλαδή οι κλέφτες αρματολοί και οι αρματολοί κλέφτες. Αυτό συνέβαινε γιατί δεν ήταν ικανοποιημένοι με την ατομική τους θέση στην ιεραρχία του κοινωνικοοικονομικού συστήματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό αποτελούσε μία παρέκκλιση από το ισλαμικό δίκαιο καθώς η κατοχή όπλων και η άσκηση στρατιωτικού επαγγέλματος απαγορευόταν για τους χριστιανούς υπηκόους.
Επίσης στα τελευταία χρόνια πριν το ξέσπασμα της επανάστασης, παρατηρείται μία επέκταση του αρματολικού φαινομένου από τα Άγραφα, καθώς απολάμβαναν ένα καθεστώς αυτονομίας λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους ενώ η επέκταση του φαινομένου παρατηρήθηκε και στο Κορινθιακό κόλπο, τη δυτική Ήπειρο, η Μακεδονία και την περιοχή της Ρούμελης. Ζούσαν με έσοδα που προέρχονταν από τη κτηνοτροφία, τη γεωργική παραγωγή και τους λουφέδες (στρατιωτικός μισθός).
Στη κορυφή της στρατιωτικής τους ιεραρχίας ήταν ο καπετάνιος-αρματολός που ήταν ο απόλυτος άρχοντας με τη συνδρομή μιας πολυάριθμης φατρίας, αδελφοποιητών, κουμπάρων, ψυχογιών, υπηρετών και οπλοφόρων, τους οποίους συνέδεαν φιλικοί ή τοπικοί δεσμοί. Ο καπετάνιος όριζε το διάδοχο του ενώ οι μάχες για διαδοχή ήταν σκληρές. Οι καπετάνιοι ζούσαν από τους λουφέδες, τα τέλη διοδίων στα δερβένια, τα αμέτρητα γιδοπρόβατα, τους πολλούς οπλοφόρους, ήταν σημαντική στρατιωτική και πολιτική προσωπικότητα και διακεκριμένο μέλος της χριστιανικής κοινότητας, του ρουμ μιλετ (Ελληνορθόδοξη θρησκευτική κοινότητα). Ουσιαστικά πολλοί καπετάνιοι αρματολοί, διεύρυναν την οικονομική τους επιφάνεια με κτηνοτροφικές, εμπορικές και τοκογλυφικές δραστηριότητες. Σημαντικά αρματολίκια κατείχε η οικογένεια Γάτζου στα Άγραφα, η οικογένεια Λιακατά στη Βόνιτσα.
Η τρίτη και τελευταία κατηγορία ενόπλων, ήταν οι κάποι. Στην Πελοπόννησο δημιουργήθηκαν αντί των αρματολών, δεν ήταν επίσημοι Οθωμανοί αξιωματούχοι αλλά οπλοφόροι που προσλαμβάνονταν μαζί με τις ομάδες τους από ιδιώτες προεστούς, με κύριο καθήκον τους να προστατεύουν τις γαιοκτησίες των προεστών από τις επιδρομές των κλεφτών. Όπως και στη Ρούμελη, έτσι και εδώ, ο ρόλος και τα στρατόπεδα κάπου – κλέφτη, πολλές φορές εναλλασσόταν και κάποιοι πρώην κλέφτες κατέληξαν να γίνουν πολλοί ισχυροί.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Παραμονές της επανάστασης, οι ισχυροί αρματολοί ήταν σε δίλημμα επειδή κατείχαν πολύ σημαντικά προνόμια. Ωστόσο για τους μικρότερους οπλαρχηγούς, η επιλογή ήταν εύκολη λόγω των περιορισμένων προνομίων τους. Επίσης οι νέοι επαγγελματίες όπλων που αναδύθηκαν από τη κάλυψη των αυξημένων στρατιωτικών αναγκών του επαναστατικού αγώνα, προσφέρθηκαν εθελοντικά.
Σε γενικές γραμμές οι κλέφτες στήριξαν πλειοψηφικά την επανάσταση. Για τους αρματολούς και τους κάπους, η δημιουργία της Επαναστατικής Ελληνικής Πολιτείας, δημιουργούσε προοπτικές καθώς στο Οθωμανικό σύστημα οι σημαντικές θέσεις ήταν ουσιαστικά πιασμένες. Οι μεγάλοι καπετάνιοι επέλεγαν με ποιον θα πολεμούσαν ενώ οι μικρότεροι αρματολοί στήριξαν οποιαδήποτε εντολή κατά πλειοψηφία. Οι αρματολοί αντιμετωπίζονταν με ευνοϊκότερο τρόπο από την ελληνική επαναστατική κυβέρνηση. Τέλος, πολλοί αρματολοί πραγματοποιούσαν και διμερείς συμφωνίες με την Οθωμανική εξουσία ή αντίθετα, με τους επαναστάτες. Αυτές οι διμερείς συμφωνίες ονομάζονταν καπάκια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α.Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 2005
Θ.Βερέμης-Γ.Κολιόπουλος, Ελλάς η σύγχρονη συνέχεια, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006
Στ.Παπαγεωργίου, Από το γένος στο έθνος- Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2005
Αποστόλης Σερέτης
- 77
- 2948