Το Κυπριακό ζήτημα: Η πρώτη περίοδος και η στάση του ελληνικού αστικού κράτους-Του Αποστόλη Σερέτη

Η Κύπρος, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη σύσταση του ΟΗΕ με τις αρχές του, άρχισε να υιοθετεί το αίτημα για αυτοδιάθεση. Απειλές και προσκόμματα υπήρξαν από την αποικιακή κυβέρνηση. Η Κινεζική Επανάσταση, ο πόλεμος της Κορέας και η άνοδος του αντιαποικιοκρατικού κινήματος την περίοδο αυτή, υπήρξαν καταλυτικοί παράγοντες για την υιοθέτηση των ιδεών της ανεξαρτησίας και της αυτοδιάθεσης. Ωστόσο αυτή η κατάσταση δημιουργούσε τριγμούς στο στρατόπεδο του ΝΑΤΟ, όπου οι ΗΠΑ έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη δυσαρέσκεια της Μεγάλης Βρετανίας και την αμφιταλάντευση της Ελλάδας για να προστατέψουν τη συνοχή της συμμαχίας και να αποκρούσουν τη σοβιετική επιρροή.

            Το 1947 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο γηραιός Μακάριος Β΄, ο οποίος στην ενθρόνισή του εκφώνησε ένθερμο λόγο υπέρ της ένωσης και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το «Εθναρχικόν Συμβούλιον προς προώθησιν του Εθνικού Ενωτικού Αγώνος». Το 1948 επίσης εκλέχτηκε Μητροπολίτης Κιτίου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ και πρώτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά την ανεξαρτησία. Ο γηραιός Εθνάρχης Μακάριος Β΄ με εγκύκλιο στις 8/12/1949, έπειτα από την περιφρονητική άρνηση της Αγγλίας προς το αίτημα του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση, πέραν και του γεγονότος ότι πάνω από 30.000 Κύπριοι είχαν στρατευθεί εθελοντικά κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1950, το 95,7% ψήφισε υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα και οι τόμοι του Δημοψηφίσματος παραδόθηκαν από ειδική αντιπροσωπεία στην Ελληνική Βουλή και στον ΟΗΕ.[1]

            Το Δημοψήφισμα που οργάνωσε το Εθναρχικό Συμβούλιο είχε τη σύμφωνη γνώμη και συμμετοχή του ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού) το οποίο είχε νωρίτερα θέσει το αίτημα για εθνική αποκατάσταση και Ένωση με την Ελλάδα. Το δημοψήφισμα εξέφρασε τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων όταν ωστόσο ο Δήμαρχος της Λευκωσίας παρέδωσε στο Γεώργιο Παπανδρέου τους τόμους δημοψηφίσματος, ο ίδιος απάντησε ότι η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν τον δε αμερικάνικον και δι’αυτό δεν ημπορεί λόγω του Κυπριακού να κινδυνεύσει να πάθει ασφυξίαν. Γρήγορα έγινε αντιληπτό στους Ελληνοκύπριους αλλά και στους Έλληνες ότι οι επιφυλάξεις που είχαν εκφράσει οι δυνάμεις του Κέντρου προς τη διεθνοποίηση του Κυπριακού, ενισχύθηκαν με την εκλογική επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού και του Α. Παπάγου.[2]

           

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, μετέπειτα πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (16 Αυγούστου 1960 – 3 Αυγούστου 1977 μέχρι το θάνατο του)

Ο νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄, ανέλαβε την προεδρία της Εθναρχίας και την ηγεσία του εθνικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων. Ο ίδιος ο Μακάριος λίγο μετά την εκλογή του, μετέβη το Μάρτιο του 1951 στην Αθήνα όπου συζήτησε για το Κυπριακό στη σύγκλιση του τότε Συμβουλίου Αρχηγών Κομμάτων. Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, Πλαστήρας, Σοφοκλής Βενιζέλος και Παπάγος, δεν δεσμεύτηκε να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία για τη διεθνοποίηση του Κυπριακού με το επιχείρημα ότι η χώρα μόλις είχε βγει από τον εμφύλιο και προείχε η αγαστή συνεργασία με το ΝΑΤΟ για τη κατοχύρωση της ασφάλειας της και την οικονομική της ανάπτυξη.[3]

            Η κυπριακή ηγεσία αντέδρασε στους δισταγμούς και την απροθυμία της ελληνικής πλευράς να αναλάβει δράση. Έτσι κινητοποίησε την ελληνική κοινή γνώμη. Πραγματοποιήθηκαν ομιλίες, συλλαλητήρια, φοιτητικές και εργατικές κινητοποιήσεις, ανακοινώσεις στο τύπο ώστε να ασκήσει πίεση στις ελληνικές κυβερνήσεις. Την περίοδο εκείνη που το αντιαποικιοκρατικό κίνημα είχε ξεσπάσει από τους εξαρτημένους λαούς με την υποστήριξη και της ΕΣΣΔ, ο Μακάριος εκτιμούσε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έφερνε τελικά το θέμα στον ΟΗΕ και ότι ο διεθνής οργανισμός θα ανταποκρινόταν άμεσα στα προσδοκίες των Κυπρίων για δικαίωση. Η εκτίμηση αυτή του Μακαρίου στηριζόταν στο ψήφισμα της 16ης Δεκεμβρίου 1952 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη του όφειλαν να προάγουν το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση και να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού στα εδάφη που είχαν υπό τη διοίκηση τους με τη διενέργεια δημοψηφίσματος.[4]

            Η Μεγάλη Βρετανία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήθελε να διατηρήσει το στρατηγικό έλεγχο της Μέσης Ανατολής κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να διατηρήσει τις βάσεις της στο Σουέζ, το Ιράκ και τη Κύπρο. Την ίδια περίοδο η άνοδος του αραβικού εθνικισμού εξαπλωνόταν. Αποτέλεσμα αυτής της εξάπλωσης ήταν η επανάσταση των Ελεύθερων Αξιωματικών στην Αίγυπτο στις 23 Ιουλίου 1952. Αυτό σήμαινε ότι η Τουρκία θα αναλάμβανε να αντικαταστήσει την παλιά αποικία στον αμυντικό σχεδιασμό της περιοχής. Έτσι η Κύπρος αναβαθμίστηκε για τη Μεγάλη Βρετανία αφού τον Ιούλιο του 1954 μεταφέρθηκε στη Λευκωσία το κέντρο διοίκησης Μέσης Ανατολής. [5]

            Τον Μάιο και τον Ιούλιο του 1952 ξεσπάνε στην Ελλάδα νέες μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια που εξελίσσονται σε αγανάκτηση και κατηγορίες κατά των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, σε συνέχεια των κινητοποιήσεων του Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Η κυβέρνηση απάντησε με τη καταστολή των διαδηλωτών. Τελευταία αντίδραση ήταν η βουβή διαμαρτυρία των Ελλήνων για το Κυπριακό στις 4 Ιουλίου. Οι προσπάθειες του Μακάριου όμως να πείσει τη κυβέρνηση  να εισάγει το θέμα στον ΟΗΕ ήταν άκαρπες. Ο Βενιζέλος επέμεινε στην ελληνική θέση ότι η ατμόσφαιρα δεν ήταν κατάλληλη με τον ίδιο να απαντάει σε σκληρή γλώσσα στο Μακάριο λέγοντας του: μπορείτε να κάμετε ότι θέλετε αλλά δεν πρόκειται σεις να διευθύνετε την εξωτερικήν πολιτική της Ελλάδος.[6]

Φοιτητικό συλλαλητήριο υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Φωτ. Θωμάς Ιωνάς / Ν.Ε. Τόλης (www.kathimerini.gr)

            O Αμερικανός διπλωμάτης Τσάρλς Γιοστ, σε εκτενή αναφορά που έστειλε στο State Department, αποκαλύπτει τη δύσκολη θέση στην οποία ερχόταν η ελληνική κυβέρνηση με τις κινήσεις του Μακαρίου καθώς επίσης και το γεγονός ότι η Ελλάδα αδυνατούσε να χαράξει πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική, εξαρτώμενη πλήρως από τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ.

            Αυτό πέρα από τα υπόλοιπα ιστορικά γεγονότα, διαφαίνεται και στο Κυπριακό ζήτημα. Συγκεκριμένα, ο Γιοστ αναφέρει για την επικοινωνία του με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Στ. Στεφανόπουλο ότι: «…Ο Υπουργός Εξωτερικών ζήτησε βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να αποτρέψει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο από το να θέσει το Κυπριακό Ζήτημα στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.  Ο Στεφανόπουλος δήλωσε ότι ο στρατάρχης Παπάγος, ενώ έχει προσπαθήσει μέχρι τώρα να υποβαθμίσει το Κυπριακό, ανησυχεί ολοένα και περισσότερο, βάσει πρόσφατων αναφορών, για την κατάσταση εκεί (στη Κύπρο) την οποία ο Στεφανόπουλος χαρακτήρισε ως «καταπίεση» και «δουλεία». Ο Παπάγος πιστεύει ότι η μόνη μέθοδος αντιμετώπισης ενός προβλήματος που έχει οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας είναι η άμεση και μυστική διαπραγμάτευση με τους Βρετανούς. Προτείνει κατά την επικείμενη επίσκεψη του Ήντεν στην Ελλάδα για να προσεγγίσει τον Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών σε προσωπική βάση…Σκοπεύει να προτείνει στους Βρετανούς να παραχωρήσουν αμέσως στους Κυπρίους σύνταγμα το οποίο θα τους παρέχει ορισμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης και το οποίο θα ολοκληρωθεί σε δύο ή τρία χρόνια με δημοψήφισμα στο οποίο οι Κύπριοι θα είχαν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ ανεξαρτησίας, ενσωμάτωσης στην Ελλάδα ή κάποιου καθεστώτος εντός της Κοινοπολιτείας…Πριν από λίγο καιρό, ο Κύρου πλησίασε τον Μακάριο, τον παρότρυνε να εγκαταλείψει την έκκληση προς τον ΟΗΕ με την αιτιολογία ότι χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ απλώς θα κατέληγε σε αποτυχία και θα ωφελούσε τους Σοβιετικούς και πίστευε ότι η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε μια προσέγγιση υψηλού επιπέδου με τους Βρετανούς. Ο Μακάριος απέρριψε την έκκληση του Κύρου και έκτοτε διέρρευσε στον κυπριακό τύπο ότι οι συζητήσεις υψηλού επιπέδου εξετάζονται, θέτοντας σε κίνδυνο τις προοπτικές επιτυχίας τους.  Ο Στεφανόπουλος φοβάται ότι, εάν ο Μακάριος προχωρήσει στην προσφυγή χωρίς την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης μπορεί να κατηγορήσει δημόσια τον Παπάγο για προδοσία Κυπρίων, κάτι που θα είχε σοβαρότερη επίπτωση στη θέση της κυβέρνησης Παπάγου στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, εάν η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίξει την προσφυγή, οι διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς θα ήταν αδύνατες και η πιθανή αποτυχία προσφυγής θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού στον ΟΗΕ. Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα ατυχές όταν η κυβέρνηση αυξάνει τις ελληνικές δυνάμεις στην Κορέα. Επομένως, ζητεί επειγόντως από τις ΗΠΑ να προσπαθήσουν να πείσουν τον Μακάριο να αποσύρει την έκκλησή του «προς το παρόν» με την αιτιολογία ότι ο χρόνος δεν είναι ώριμος, ότι η προσφυγή θα αποτύχει υπό τις παρούσες συνθήκες και ότι οι Κομμουνιστές στα Ηνωμένα Έθνη και στην Κύπρο θα επωφεληθούν από αυτήν την αποτυχία .  Θα συνιστούσαμε στο Υπουργείο να αποδεχθεί το αίτημα του Υπουργού Εξωτερικών πως επειδή είναι πιθανό το σοβιετικό μπλοκ να υποστηρίξει την προσφυγή του Μακάριου, φαίνεται ότι είναι προς το συμφέρον τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της κυβέρνησης Παπάγου και των Βρετανών ότι το ζήτημα της Κύπρου δεν θα τεθεί σε καμία μορφή ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών αυτή τη στιγμή…»[7]

            Είναι γεγονός δηλαδή, ότι η ελληνική κυβέρνηση έβαζε σε δεύτερη μοίρα την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος ώστε να διατηρήσει τη θέση της στο ΝΑΤΟ, ενώ παράλληλα πιεζόταν από την ελληνική κοινή γνώμη, την Αριστερά που άρχισε να ενισχύεται και τους Ελληνοκύπριους και το Μακάριο. Ο φόβος της σοβιετικής επιρροής είναι πολύ έντονος και ο διπλωματικός εγκλωβισμός της ελληνικής πλευράς είναι φανερός. Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ απάντησε στις επιστολές της βασίλισσας Φρειδερίκης στις 7 Απριλίου 1954 ότι η δεδομένη στιγμή δεν είναι η κατάλληλη για τα συμφέροντα της Ελλάδας όσο και της Μεγάλης Βρετανίας είτε ακόμη και για τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ για συζήτηση για τη μεταβολή στη διακυβέρνηση της Κύπρου. Η Κύπρος είναι ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Μεσογείου και ότι η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ανατρέπει τις θέσεις της Μεγάλης Βρετανίας στη Μέση Ανατολή, ενθαρρύνει το αντιαποικιακό κίνημα αλλά και τις προσπάθειες των Αμερικάνων να την εκτοπίσουν οριστικά από την περιοχή. Τον Αύγουστο του 1954 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής μειονότητας Φαζίλ Κιουτσούκ και μετέπειτα πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δήλωσε ότι η Κύπρος έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία και να αφήσουν οι Άγγλοι στους Τούρκους τη διαχείριση του αιτήματος των Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση ενώ είχε υποστηρίξει ότι η Κύπρος είναι ιδιοκτησία της Τουρκίας, αγνοώντας πλήρως την πολιτική θέληση των κατοίκων της μεγαλονήσου. Οι Άγγλοι ενώ όλα αυτά τα παρακολουθούσαν, προβάλλουν ήδη στο προσκήνιο το τουρκικό παράγοντα σαν ισότιμο με την Ελλάδα στο θέμα της Κύπρου από τα τέλη Απριλίου του 1954.[8]

            Την 20η Αυγούστου του 1954, η ελληνική κυβέρνηση καταθέτει προσφυγή στα Ηνωμένα Έθνη για την εφαρμογή υπό την αιγίδα του Διεθνούς Οργανισμού, της αρχής της ισότητας δικαιωμάτων και αυτοδιαθέσεων των λαών εις τον πληθυσμό εις τον πληθυσμό της νήσου Κύπρου. Ο Παπάγος κατά τη διάρκεια της προσφυγής παρέθεσε στοιχεία από τις πρόσφατες στατιστικές των βρετανικών αποικιακών αρχών σύμφωνα με τις οποίες ο πληθυσμός ήταν 511.000 κάτοικοι, το 80,2% ήταν Έλληνες, το 17,9% Τούρκοι και το 1,9% διάφορες άλλες εθνότητες.[9]

            Το Κυπριακό αναδεικνύεται σε μείζον εθνικό θέμα και άρχισε να καθορίζει ολοκληρωτικά πέρα από τις εξωτερικές και τις εσωτερικές εξελίξεις. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1954 το Κυπριακό ενεγράφη στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ με 9 ψήφους υπέρ, 3 κατά από την Αγγλία, τη Γαλλία και την Αυστραλία και 3 αποχές από τις ΗΠΑ, Κολομβία και την Ολλανδία. Η ουδετερότητα των ΗΠΑ οφειλόταν στο σχεδιασμό τους για τη μη ικανοποίηση της Ελλάδας καθώς επίσης και στη μη διατάραξη των σχέσεων τους με τη Βρετανία.[10]

            Η ελληνική κυβέρνηση ανησυχούσε για την αμερικανική στάση στις κινήσεις της, γιατί εκτός από το ότι οι ΗΠΑ ήταν ο νούμερο 1 σύμμαχος της Ελλάδας αλλά και γιατί οι ΗΠΑ επηρέαζαν και την πλειοψηφία των κρατών μελών του ΟΗΕ. Με την άνοδο των Ρεπουμπλικάνων το 1953 στην εξουσία, οι ΗΠΑ εγκαινίασαν μια πιο σκληρή στάση απέναντι στα αντιαποικιακά κινήματα, ειδικά από τη στιγμή που στη Μεσόγειο με τη συμφωνία των βάσεων στην Ελλάδα είχαν εξασφαλίσει την επιρροή τους. Στις 23 Οκτωβρίου όπου πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Παπάγου με τον Ντάλλες, έπειτα και από πληροφορίες έγινε γνωστό ότι οι Αμερικάνοι ενεργούσαν στα παρασκήνια για να καταψηφιστεί η ελληνική προσφυγή και επηρέαζαν άλλες αντιπροσωπείες. Η βασική γραμμή του Ντάλλες σε όλα τα διεθνή ζητήματα είναι ο αντικομμουνισμός και η απώθηση της σοβιετικής επιρροής και γι’ αυτό φοβάται την εκμετάλλευση του Κυπριακού και των αντιθέσεων ανάμεσα σε συμμάχους του ΝΑΤΟ από τον ανατολικό συνασπισμό. Είναι γεγονός ότι η εικόνα που επικρατεί στα τέλη του 1954 και στις αρχές του 1955, καταδεικνύει την ενίσχυση της Αριστεράς και την ενίσχυση του αντιαμερικανισμού. Η αδιαλλαξία της Αγγλίας και ειδικά η αντίθετη προς το αίτημα της Κύπρου για ένωση στάση των Αμερικάνων, έβλαψε το Συναγερμό και τα άλλα συντηρητικά στοιχεία και άρχισε να ενισχύει την Αριστερά.[11]

            Η προσφυγή ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Το σχετικό ψήφισμα στις 15/12/1954 με ψήφους 50 υπέρ και 8 αποχών, ο ΟΗΕ έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να εξετάσει περαιτέρω το θέμα. Μεγάλες κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια ξέσπασαν στη Κύπρο καθώς και απεργίες.[12] Στην Ελλάδα το ίδιο απόγευμα πλήθος λαού διαδηλώνει στην Πλατεία Συντάγματος υπέρ της ένωσης με τη Κύπρο και κατά των Άγγλων και των Αμερικάνων. Ο Παπάγος ωστόσο είχε προειδοποιήσει ότι οποιεσδήποτε αντισυμμαχικές κινητοποιήσεις θα χτυπιούνταν από τις αρχές, επέτρεψε όμως το συλλαλητήριο για να δείξει στη διεθνή κοινή γνώμη ότι η προσφυγή εκφράζει τη θέληση του ελληνικού λαού. Όταν διαδηλωτές κινήθηκαν προς την αγγλική πρεσβεία, χτυπήθηκαν από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και από πυροσβεστικές αντλίες. Οι διαδηλωτές απάντησαν με πέτρες και ξύλα με τις μάχες να κρατάνε πάνω από τέσσερεις ώρες. Πολλά τραμ της αγγλικής εταιρείας ΠΑΟΥΕΡ δέχτηκαν επιθέσεις ενώ πραγματοποιήθηκαν πάνω από 40 συλλήψεις.[13]

            Οι ΗΠΑ πέτυχαν με τη στάση τους στον ΟΗΕ, να εξασφαλίσουν την αγγλική υποστήριξη στην αντικινεζική πολιτική τους στην Άπω Ανατολή, αναγκάζοντας την ελληνική εξωτερική πολιτική σε αναδίπλωση αποσύροντας την πρόταση της. Πέρα από την αρχική διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, από τις 14 Δεκεμβρίου 1954 και για τις επόμενες μέρες, μία τεράστια έκρηξη αντιαμερικανισμού έλαβε χώρα σε όλη την Ελλάδα. Η οργή σε Αθήνα και Λευκωσία στράφηκε πλέον περισσότερο κατά των Αμερικάνων ενώ λιθοβολισμοί σημειώθηκαν και στο Αμερικανικό Κέντρο Πληροφοριών. Η οργή της νεολαίας έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν έγινε γνωστή η απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής του ΟΗΕ. Το πρωί της 16ης Δεκεμβρίου γίνεται μεγάλη φοιτητική συγκέντρωση στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Αφού άκουσαν τους ομιλητές και ενέκριναν ψήφισμα για το Κυπριακό, οι φοιτητές ξεχύθηκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας με αντιαμερικανικά και αντιαγγλικά συνθήματα. Φτάνοντας στο αμερικανικό προξενείο και αντιπροσωπεία τους έδωσε αντίγραφο του ψηφίσματος τους. Οι διαδηλωτές όταν είδαν τον πρόξενο να βγαίνει στο μπαλκόνι του Προξενείο και να γελάει εξαγριώνονται και πετάνε πέτρες κατά του κτιρίου και των χωροφυλάκων σπάζοντας τα τζάμια του Προξενείου και της αμερικανικής βιβλιοθήκης με ορισμένους να εισβάλλουν μέσα στο κτίριο της αμερικανικής βιβλιοθήκης. Συλλαλητήρια για το Κυπριακό άρχισαν να ξεσπούν και σε άλλες επαρχιακές πόλεις όπως τη Νάουσα, τη Δράμα, την Αλεξανδρούπολη, στην Πάτρα και τα Χανιά.[14]

            Η κυβέρνηση ανησύχησε ειδικά για τις κινητοποιήσεις της Θεσσαλονίκης όπου σημειώθηκαν καταστροφές σε αμερικανικά κτίρια. Ο αναπληρωτής του υπουργού Βόρειας Ελλάδας επισκέφτηκε τον Αμερικανό πρόξενο εκφράζοντας τη λύπη του ενώ ο Παπάγος διαβεβαίωσε τον Κάννον ότι θα τιμωρηθούν οι πρωταίτιοι για τα επεισόδια. Στις 17 Δεκεμβρίου νέες διαδηλώσεις ξέσπασαν στην Αθήνα με μαθητές και φοιτητές να διαδηλώνουν στην οδό Πανεπιστημίου και να συγκρούονται με αστυνομικές δυνάμεις έξω από το Μετοχικό Ταμείο με κεντρικό σύνθημα Κάτω οι Αμερικανοί. Η εξέγερση που ξέσπασε το Δεκέμβριο του 1954 στην Ελλάδα απλώνεται όλο και περισσότερο και η στάση των ΗΠΑ και των άλλων συμμάχων στον ΟΗΕ κλιμακώνει την οργή στην Ελλάδα και τη Κύπρο. Ο πρώην βουλευτής της ΕΠΕΚ Λουκής Ακρίτας ζήτησε μέχρι και τη καταγγελία της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας. Όπως αναφέρει ο Ριζοσπάστης, όταν οι διαδηλωτές κινήθηκαν προς τη βρετανική πρεσβεία, αντιμετωπίστηκαν από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, που προσπάθησαν να τους αναχαιτίσουν με κλομπ και πυροσβεστικές αντλίες. «Οι συγκρούσεις στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας είχαν αρκετούς τραυματίες, αστυνομικούς και διαδηλωτές, ενώ έγιναν 40 συλλήψεις διαδηλωτών. Το ΚΚΕ στήριξε τις λαϊκές κινητοποιήσεις».

Συγκεντρώσεις στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1954, με αίτημα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (φωτ:www.sigmalive.com)

Παρά τις διπλωματικές προσπάθειες της κυβέρνησης και του βασιλιά να ανακόψουν το κύμα οργής των Ελλήνων κατά των Άγγλων και των ΗΠΑ λόγω του Κυπριακού. Όμως η επιμονή των Άγγλων να κρατήσουν τη Κύπρο και να αναγνωρίσουν ως ισότιμο συνομιλητή τη Τουρκία και οι Αμερικάνοι και άλλοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ με την αλληλεγγύη που επέδειξαν στη βρετανική αποικιακή πολιτική, τροφοδότησαν ακόμα περισσότερο αυτό το κύμα οργής. Η κατάσταση ήταν ίδια και στη Κύπρο, όπου στις 16 Δεκεμβρίου είχε ξεσπάσει 24ωρη απεργία με μαχητικές διαδηλώσεις στη Λευκωσία και τη Λεμεσό. Στη Λευκωσία ειδικότερα, φοιτητές έσκισαν βρετανικές σημαίες και επιτέθηκαν στην Αστυνομία ενώ έσπασαν τζάμια και έπιπλα του αμερικανικού προξενείου και του Βρετανικού Γραφείου Πληροφοριών ενώ στη Λεμεσό βρετανικά στρατιωτικά τμήματα πυροβόλησαν διαδηλωτές τραυματίζοντας τρεις. Η κατάσταση προμήνυε ένοπλη σύγκρουση. [15]

            Το 1955 ωστόσο οι εξελίξεις στο Κυπριακό υπήρξαν ραγδαίες. Οι εξελίξεις όμως αυτές προκάλεσαν και άνοιξαν κι άλλες πληγές. Στις 3 Ιανουαρίου του 1955 ο Μακάριος επισκέφθηκε ξανά την Αθήνα επιστρέφοντας από τη Νέα Υόρκη για να εξασφαλίσει τη δέσμευση του Παπάγου ότι θα προχωρήσει σε νέα προσφυγή.

            Η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας η οποία έθεσε ως εγγυήτρια δύναμη τη Τουρκία στη Κύπρο, η αντίθεση των ΗΠΑ στην επίλυση του Κυπριακού και η ενίσχυση της Τουρκίας στο ζήτημα, όχι μόνο διόγκωσαν ακόμα περισσότερο το αντιαμερικανικό αίσθημα που είχε κατακλύσει την ελληνική κοινή γνώμη αλλά κλιμακώθηκαν με ένοπλο αγώνα ενώ κάτω από ένα πολύ έντονο διπλωματικό παρασκήνιο, μία μεγάλη καταστροφή έμελλε να λάβει χώρα σε λίγους μήνες. Αυτή η καταστροφή θα ήταν και το τέλος του Ελληνισμού στη Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.

 

Βιβλιογραφία – Αρχειακό Υλικό

[1] Συλλογικό, Χρονικό του 20ου αιώνα, σελ.773
[2] Γιανουλόπουλος Ν.Γιάννης, Ο μεταπολεμικός κόσμος, Ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963), Παπαζήσης, Αθήνα 1992, σελ. 330
[3] Γιάννης Δ.Σακκάς, Η Ελλάδα, το Κυπριακό και ο αραβικός κόσμος 1947-1974: Διπλωματία και στρατηγική στη Μεσόγειο την εποχή του Ψυχρού πολέμου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα Ιανουάριος 2012, σελ.115
[4] Ο.π, σελ.115
[5] Ο.π, σελ116
[6] Συλλογικό, Χρονικό του 20ου αιώνα, ο.π, σελ.806
[7] https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1952-54v08/d358, FRUS, 1952–1954, Eastern Europe; Soviet Union; Eastern Mediterranean, Volume Viii, Telegram, The Chargé in Greece (Yost) to the Department of State, Athens, August 26, 1953, p.676-677
[8] Σπύρος Λιναρδάτος Σπύρος, Από τον εμφύλιο στη Χούντα, τόμος Β΄1952-1955: Η τριετία του Συναγερμού, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978, σελ.194-196
[9]Ο.π, σελ.205
[10] Σακκάς Δ.Γιάννης, ο.π, σελ.118
[11] Λιναρδάτος Σπύρος, ο.π, σελ.215-218, 222
[12] Συλλογικό, Χρονικό του 20ου αιώνα, ο.π, σελ.840
[13] Λιναρδάτος Σπύρος, ο.π, σελ.206
[14] Λιναρδάτος Σπύρος, ο.π, σελ.254-256
[15] Ο.π, σελ.256-260

YOU MIGHT ALSO LIKE