Το Ναυτικό στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 – Tου Αποστόλη Σερέτη
Όταν το 1821 ξέσπασε η επανάσταση, οι συγκρούσεις ήταν ανεξέλεγκτες. Αυτό το οποίο διαφαινόταν από την αρχή της Επανάστασης ήταν ότι οι χερσαίες επιχειρήσεις δεν θα είχαν επιτυχία αν δεν ελεγχόταν η θάλασσα. Και αυτό διότι θα ήταν εύκολος ο ανεφοδιασμός των οθωμανικών στρατευμάτων και κάστρων. Θα υπήρχαν χώροι για αποβάσεις και ανοιχτοί δρόμοι για αποκλεισμούς απελευθερωμένων παραθαλάσσιων περιοχών. Έτσι η δημιουργία ναυτικής πολεμικής επαναστατικής δύναμης ήταν επιτακτική ανάγκη. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ξεκίνησε η σύγχρονη ιστορία του πολεμικού μας ναυτικού.
Αυτό το οποίο πρέπει να επισημανθεί είναι πως οι επαναστάτες δεν διέθεταν πολεμικά πλοία ούτε κάποιο οργανωμένο στόλο. Όπως στη στεριά αντάρτες ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο έτσι και στη θάλασσα ξεκίνησαν «κλέφτικες» επιχειρήσεις. Η ειδοποιός όμως διαφορά είναι πως στη θάλασσα του Αιγαίου και στα ελληνικά νησιά υπήρχε ένα ιδιαίτερα έμπειρο έμψυχο δυναμικό με πολύ μεγάλη πείρα. Χρόνια πριν την επανάσταση του 1821, με την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, επετράπη το δικαίωμα της χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος. Χρησιμοποιώντας τη ρωσική σημαία και τη χορήγηση αδείας επιτηδεύματος, σε όσους ύψωναν τη ρωσική σημαία, από τον διοικητή της Οδησσού, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων πλοιοκτητών αναπτύχθηκε θεαματικά. «…Από τους 20.000 κατοίκους που είχε η Ύδρα πριν της Επανάσταση, οι 5.000 ήταν ναυτικοί, οι 4.000 ναυπηγοί και καραβομαραγκοί. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πλοίων δεν ήταν εξ ολοκλήρου στα χέρια μιας μικρής ομάδας προσώπων ή οικογενειών… Η Ναυτική σχολή που ιδρύθηκε στην Ύδρα το 1749 είχε σαν βασική αρχή την κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου με ευρεία και χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς λαϊκή συμμετοχή. Τούτο εντατικοποίησε την αποταμίευση και δραστηριοποίησε την επενδυτικότητα καθώς και πολλαπλασίασε τον αριθμό των ανθρώπων που ασχολήθηκαν με την ναυτιλία…. Όπως και στα περισσότερα νησιά όπως τα Ψαρά, οι Σπέτσες, η Σάμος, η Χίος, έτσι και στην Ύδρα που ήταν η ναυαρχίδα της ελληνικής ναυτιλίας και κινητήριος μοχλός του επαναστατικού ελληνικού στόλου, κάθε πλοίο χτιζόταν με συμμετοχή προσώπων, οικογενειών ή επαγγελματικών συστημάτων» [1].
Την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων, με τον αποκλεισμό της Γαλλίας και την έξαρση της πειρατείας στη Μεσόγειο, οι Έλληνες ναυτικοί απέκτησαν εμπειρίες πολέμου μέσα από κλοιούς λιμανιών που έσπασαν, από συγκρούσεις με πειρατές και έτσι ενίσχυσαν κι άλλο την δυναμική τους στη θάλασσα. «…Το 1813 στην Ύδρα υπήρχαν 120 πλοία με 45 ναυτικούς και 20 κανόνια το καθένα. Όταν ξέσπασε η επανάσταση η Ύδρα διέθεσε στον Αγώνα 186 μικρότερα και μεγάλα πλοία με δύναμη πυρός 27.000 κανονιών» [2].
Έτσι το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο που είχε συσσωρευτεί από μεγάλες ναυτικές οικογένειες σε συγκεκριμένα νησιά, ανέπτυξε τις πολεμικές του δραστηριότητες και με την έναρξη της Επανάστασης τα ναυτικά νησιά ήταν έτοιμα να προσφέρουν έμπειρους ναυτικούς, εξοπλισμένα σκάφη αλλά κυρίως πολύ σημαντικά κεφάλαια στον Αγώνα.
Ανδρέας Μιαούλης, ναύαρχος και πολιτικός, διοικητής ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση του 1821.
Επομένως γεννήθηκαν οι πρώτοι ναυμάχοι, οι πρώτοι ναύαρχοι και ένα πολεμικό ναυτικό που δεν άργησε να δείξει τις ικανότητες στη θάλασσα του Αιγαίου. Εξέχουσες προσωπικότητες του ελληνικού πολεμικού στόλου ήταν ο κορυφαίος ίσως ναύαρχος του στόλου κατά την διάρκεια της επανάστασης Ανδρέας Μιαούλης ο οποίος πρόσφερε σημαντικό χρηματικό ποσό για τη δημιουργία πολεμικού στόλου αλλά και μετά την επανάσταση έδρασε πολιτικά με αποκορύφωμα την ανταρσία της Ύδρας κατά του Καποδίστρια, που αποτελεί ένα αρκετά αρνητικό κεφάλαιο για την ιστορία του μεγάλου ναυτικού. Ο Υδραίος ναυτικός υπήρξε από τους σημαντικότερους ναυάρχους στην μέχρι τώρα νεότερη πολεμική ναυτική ιστορία και το όνομά του συνδέθηκε με κρίσιμες ναυμαχίες όπως στην Πάτρα το 1822, στο Αρτεμίσιο το 1823, στα Ψαρά το 1824 ενώ εκδίωξε τον αιγυπτιακό στόλο από το Μεσολόγγι το 1826 και βοήθησε στον ανεφοδιασμό της πόλης. Αυτό το οποίο πρέπει να αναφερθεί είναι πως ο τάφος του βρίσκεται στη σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Αναφορά επίσης πρέπει να γίνει και στον πυρπολητή από τα Ψαρά Ανδρέα Παπανικολή, ο οποίος κατέστρεψε τουρκικό δίκροτο στη ναυμαχία της Ερεσού στις 27 Μαΐου του 1821 ενώ συμμετείχε και στη ναυμαχία του Γέροντα. Προς τιμήν του δόθηκε το όνομα του σε υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού το οποίο διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ένας ακόμη θρύλος της ιστορίας του πολεμικού ναυτικού της Επανάστασης ήταν ο Ψαριανός πυρπολητής του οθωμανικού στόλου Κωνσταντίνος Κανάρης. Ήταν καθοριστικός για την εξέλιξη των συγκρούσεων διότι τον Ιούνιο του 1822 πυρπόλησε τη ναυαρχίδα του πασά Καρά Αλή στη Χίο προκαλώντας τον θάνατο του ίδιου του Οθωμανού ναυάρχου και 2000 περίπου ναυτών. Πυρπόλησε πολλά τουρκικά δίκροτα παρασύροντας εκατοντάδες πληρώματα στο βυθό της θάλασσας ενώ καθοριστική ήταν και η κίνησή του να ανατινάξει τουρκική φρεγάτα με 600 ναύτες στη Σάμο ενώ είχε σχεδιάσει και την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στην Αλεξάνδρεια. Ο Κανάρης δεν διετέλεσε μόνο ναύαρχος αλλά και πρωθυπουργός.
Ένας ακόμα εξέχων επαναστάτης ήταν και ο πλοίαρχος Λάζαρος Κουντουριώτης. Διέθεσε τεράστια ποσά για το σκοπό της Επανάστασης ενώ όπως αποδείχτηκε, οι απόγονοι του Υδραίου ναυτικού υπηρέτησαν με αυταπάρνηση το πολεμικό ναυτικό με κορυφαίο ίσως τον σπουδαίο Παύλο Κουντουριώτη, που στην περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων έκανε το πολεμικό ναυτικό πανίσχυρο στο Αιγαίο όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο.
Μια τελευταία αξιομνημόνευτη προσωπικότητα ήταν και η καπετάνισσα από τις Σπέτσες, Μπουμπουλίνα, η οποία διέθεσε σε μία έξαρση ανιδιοτέλειας και γενναιότητας, όλη της την περιουσία, χρήματα και πλοία στην Επανάσταση. Από νωρίς είχε δείξει την αγάπη της για τα πλοία και τη θάλασσα και η πορεία της ζωής της το επιβεβαίωσε αυτό. Διακρίθηκε στην πολιορκία του Ναυπλίου με το θρυλικό πλοίο της «Αγαμέμνων». Με τέτοιες δυνατότητες στη θάλασσα, τόσο έμπειρα και σκληροτράχηλα πληρώματα, ναυτικά κέντρα όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες αλλά και τέτοιες ηγετικές προσωπικότητες όπως κάποιες από αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω, το νεοσύστατο ελληνικό πολεμικό ναυτικό ήταν αδύνατο να μην έχει επιτυχίες στη θάλασσα.
Έτσι λοιπόν την άνοιξη του 1821 ξεκινά η νεότερη ναυτική πολεμική ιστορία για την περιοχή μας σύμφωνα με την ευρύτερη θεώρηση του όρου »κρατικός πολεμικός στόλος», αν και ήταν ένας ξεκάθαρα επαναστατικός στόλος δίχως να αποκλείουμε τη κεντρική λήψη αποφάσεων, που άλλοτε υπήρχε και άλλοτε απουσίαζε. . Στην αρχή της Επανάστασης οι Ελληνικές δυνάμεις διέθεταν περίπου 300 οπλισμένα εμπορικά πλοία στα οποία εργάζονταν 12.000 ναύτες. Οι μισοί περίπου από αυτούς προέρχονταν από τις Σπέτσες, την Ύδρα και τα Ψαρά. Οι κάτοικοι των Σπετσών, Ψαρών και Ύδρας, είχαν μετατρέψει τα εμπορικά τους πλοία σε πολεμικά και τα νησιά τους από κοιτίδες του εμπορίου της Μεσογείου και του Αιγαίου σε αξιοσέβαστες ναυτικές πολεμικές βάσεις τον Απρίλιο του 1821. Από την αρχή των ναυτικών επιχειρήσεων ο ελληνικός στόλος εξασφάλισε υπεροχή στη θάλασσα και κράτησε ελεύθερα τα ελληνικά παράλια. Απόρροια του ελέγχου των παράλιων ήταν η αποτυχία του τουρκικού στόλου να τροφοδοτήσει στο Ναύπλιο τη μεγάλη στρατιά του πασά Δράμαλη, κάτι που προκάλεσε την τελική του ήττα. «…Οι Έλληνες έκαναν συχνά χρήση πυρπολικών και διακρίνονταν για την τόλμη και τη ναυτική τους εμπειρία. Ανάμεσα στους μπουρλοτιέρηδες ξεχώρισαν οι Παπανικολής (ανατίναξη εχθρικού δικρότου στις 27 Μαΐου 1821 στην Ερεσό) και ο Κανάρης (ανατίναξη τουρκικής ναυαρχίδας στις 6-7 Ιουνίου 1821 έπειτα από τις σφαγές της Χίου)» [3].
Χωρίς την βοήθεια του ελληνικού στόλου τα παράλια της Πελοποννήσου θα έμεναν στους Οθωμανούς και θα εφοδίαζαν τα κάστρα τους ενώ παράλληλα δεν θα είχε διαδοθεί η Επανάσταση στο Αιγαίο και στις βορειότερες περιοχές, ούτε θα είχε επιτευχθεί η αντιμετώπιση των τουρκοαιγυπτιακών επιθέσεων κυρίως στα πρώτα χρόνια.
Δυστυχώς όμως η διχόνοια δεν άργησε να έρθει. Οι πρώτες επιτυχίες των επαναστατών δημιούργησαν πολλές ελεύθερες ζώνες. Έτσι άρχισαν να ακούγονται φωνές που ζητούσαν την δημιουργία ενός συγκροτημένου κράτους. Οι Μεγάλες Δυνάμεις καλοέβλεπαν τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί και πλέον άρχισαν ένα αγώνα δρόμου για το ποια θα ενσωματώσει στη σφαίρα επιρροής της το ελληνικό κράτος που θα δημιουργούνταν. Έτσι αρκετοί Έλληνες πολιτικοί έδρασαν σαν φερέφωνα των Μεγάλων Δυνάμεων, τάζοντας και επηρεάζοντας αρκετούς οπλαρχηγούς που είχαν την ευρεία λαϊκή αποδοχή. Αυτή η κατάσταση προκάλεσε μεγάλη φθορά στην επανάσταση, φύτεψε τον σπόρο της διχόνοιας και οι συνθήκες απελευθέρωσης απομακρύνθηκαν.
Καθώς λοιπόν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες ήταν απασχολημένοι σε εμφύλιες διαμάχες, ο Σουλτάνος συστηματοποίησε και συντόνισε την οργάνωση και τις επιχειρήσεις του στρατού και του στόλου του μαζί με τη βοήθεια των Αιγυπτίων του Μεχμέτ Αλή, πασά της Αιγύπτου. Όσον αφορά τις θαλάσσιες επιχειρήσεις, ο αιγυπτιακός στόλος είχε ως στόχο την κατάληψη των παραθαλάσσιων περιοχών και των ναυτικών βάσεων της Πελοποννήσου ενώ ο τουρκικός στόλος έπρεπε να αποκτήσει τον έλεγχο των νησιών του Αιγαίου.
Ήδη τον Μάιο του 1822 ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Κρήτης η οποία παραχωρήθηκε στον Μεχμέτ Αλή το 1824. Οι ναυτικοί αγώνες που ακολούθησαν στο ανατολικό Αιγαίο ήταν σκληροί. Ο τουρκικός στόλος κατάφερε μεγάλο πλήγμα στα Ψαρά, νησί που αποτελούσε κύριο ορμητήριο ναυτικών επιχειρήσεων του ελληνικού στόλου.
Το νησί όμως που οι Οθωμανοί και οι Αιγύπτιοι έριξαν όλο το βάρος της προσοχής τους ήταν η Σάμος. Ο έλεγχος του νησιού θα σήμαινε και τον έλεγχο του ανατολικού αιγαίου και μια μεγάλη απώλεια για τον επαναστατικό στόλο. Η αντίσταση των Σαμιωτών και η καίρια και αποτελεσματική συμμετοχή του ελληνικού στόλου απέτρεψαν τις πολλαπλές προσπάθειες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου για αποβίβαση στρατευμάτων στο νησί. «…Πραγματικά σ’ αυτήν την θαλάσσια περιοχή, γύρω από το νησί, κυρίως στο στενό Σάμου και Μικράς Ασίας, αλλά και προς την κατεύθυνση της Ρόδου και της Κρήτης σημειώθηκαν τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1824, οι πιο μεγάλες ναυμαχίες της επανάστασης, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης έδειξε τις ικανότητες του και την ψυχραιμία του και ο ελληνικός στόλος την υπεροχή του» [4].
Παρά τις επιτυχίες του στόλου στο ανατολικό Αιγαίο και την εκτενή ενημέρωση που είχε λάβει η κυβέρνηση Κουντουριώτη για τις σχεδιασμένες επιθέσεις του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, δεν έλαβε κάποια μέτρα. Δυστυχώς σύσσωμη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, ήταν απασχολημένη με τις εσωτερικές αναταραχές και τις κομματικές έριδες και δεν πήρε τα αναγκαία μέτρα για να παρεμποδίσει το πέρασμα του Ιμπραήμ από τον όρμο της Σούδας στη Μεσσηνία. Δυστυχώς όπως αποδείχτηκε μετέπειτα αυτή η ολιγωρία προκάλεσε την πτώση πολλών απελευθερωμένων περιοχών, πολλές ήττες εξαιτίας της μη δυνατότητας διεξαγωγής μάχης κατά παράταξη καθώς επίσης και την πτώση πόλεων κλειδιά όπως το Μεσολόγγι.
Τα επόμενα χρόνια ήταν δύσκολα για την πορεία της επανάστασης και μόνο με ναυτικές επιδρομές μικρής κλίμακας και με αντάρτικες επιχειρήσεις επιτεύχθηκαν κάποια πλήγματα στα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα. Η κρισιμότητα της κατάστασης και οι επεκτατικοί προσανατολισμοί της Αγγλίας, Ρωσίας και Γαλλίας για κυριαρχία στους δρόμους μεταφορών και εμπορίου με τη Μέση Ανατολή στην Ανατολική Μεσόγειο, έφεραν τον στόλο τους στην Ελλάδα. Ο δρόμος για την δημιουργία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους άνοιξε με την ναυμαχία στο Ναυαρίνο που έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1827, στον κόλπο Ναυαρίνο, στη δυτική ακτή της χερσονήσου της Πελοποννήσου στο Ιόνιο Πέλαγος που έληξε με τη συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τον συμμαχικό στόλο. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε και στον πολύ σημαντικό ζωγράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας και αποτύπωσε με πολύ ξεχωριστό τρόπο διάφορες στιγμές των ναυτικών συγκρούσεων της επαναστατικής περιόδου. Ο Κωνσταντίνος Βολονάκης πέθανε το 1907 πάμπτωχος και ξεχασμένος από το κράτος. Ο πίνακας του »Η απόβαση του Καραΐσκάκη στο Φάληρο» πωλήθηκε έναντι 2.000.000 ευρώ…..
Βολανάκης, Η αποβίβαση του Καραΐσκάκη στο Φάληρο, 1895
[1] Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, τόμ. 18ος , Φεβρουάριος 2003, σ.23-27.
[2] ο.π, σ.27.
[3] Α.Ε. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, κγ΄ έκδοση, εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 2005, σ.167.
[4] ο.π, σ.191.
- 40
- 1642