Ημέρα Φασίνας – Της Αλεξίας Κουφοπούλου
Ύστερα από ένα κοπιαστικό ταξίδι, ο ξένος είδε, επιτέλους, τα τείχη της Πόλης. Αλλά, δεν ήταν μόνος του στον χωμάτινο δρόμο. Παράλληλα, αλλά αντίθετα, με εκείνον δύο σειρές ανθρώπων που εκτείνονταν μέχρι τις πύλες απομακρύνονταν από την Πόλη. Το κροτάλισμα από τις αλυσίδες στα χέρια και τα πόδια τους αντηχούσε γύρω τους και σηματοδοτούσε την προέλασή τους. Από τους λαιμούς τους κρέμονταν τα ντροπιαστικά σημάδια των εξόριστων. Οδηγίες, ώστε όσοι τους συναντούσαν στο δρόμο να ξέρουν πως καλό θα ήταν να μην συναναστραφούν μαζί τους. Τους ακολουθούσε μια οχλαγωγία από γιουχαΐσματα και κατάρες, καθώς πλήθος ανθρώπων είχε μαζευτεί στα τείχη και τους φώναζε να εξαφανιστούν το συντομότερο από τα όρια της Πόλης. Οι περισσότεροι από αυτούς προχωρούσαν με σκυμμένα κεφάλια, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που φώναζαν βίαια και έβριζαν τους φρουρούς που τους συνόδευαν έξω. Προσπαθούσαν μάταια να ξεφύγουν από τα δεσμά τους, κράδαιναν κάτι λεπτούς φακέλους -ζήτημα αν περιείχαν δύο σελίδες- και ούρλιαζαν πως τους κατηγορούσαν άδικα. Πως η ποινή ήταν λανθασμένη. Πρέπει να είχαν κάνει κάτι τρομερό.
«Επιτέλους! Σε περίμενα πριν το μεσημέρι!» φώναξε ο άνθρωπος στον οποίο είχε ανατεθεί να τον ξεναγήσει στην Πόλη. «Άκρη! Ακόμα δεν έχουν φύγει αυτοί από εδώ; Πόσοι είναι πια;» αναφώνησε απηυδισμένος, σπρώχνοντας για να ανοίξει δρόμο δίπλα από τους αλυσοδεμένους. Υπήρχε αρκετός συνωστισμός στην πύλη εκείνην την ώρα, γιατί η μισή είχε διατεθεί για την απομάκρυνσή τους.
«Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε ο ξένος, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει την περιέργειά του πια.
Ο ξεναγός του κοίταξε προς το μέρος τους. Του ξένου του φάνηκε τόσο σκληρό το βλέμμα του, που δεν θα ήθελε ποτέ να είναι εκείνος ο αποδέκτης του. Στο μυαλό του χοροπηδούσαν όλα τα πιθανά, αποτρόπαια εγκλήματα που μπορεί να είχαν διαπράξει οι εξόριστοι ώστε να μην αξίζουν ούτε τον οίκτο του συμπολίτη τους.
«Να μην ασχολείσαι μαζί τους. Ο μόνος λόγος που δεν τους απαλείφουμε ολοκληρωτικά από την ιστορία της Πόλης μας είναι για να θυμόμαστε και να μην τους ξαναβρούμε ποτέ μπροστά μας».
«Ναι, μα είμαι περίεργος».
Ο ξεναγός τον κοίταξε προσεκτικά, σαν να μετρούσε τον χαρακτήρα του με μια ειδική μεζούρα.
«Δεν είσαι περίεργος. Τους λυπάσαι».
«Και τα δύο ισχύουν, υποθέτω» απάντησε ο ξένος, κάπως διστακτικά, διότι οι σκέψεις του είχαν διαβαστεί σαν ανοιχτό βιβλίο. Περίμενε πως ο ξεναγός του θα τον οδηγούσε μέσα στην Πόλη ώστε να συνεχίσουν τη συζήτησή τους, βλέποντας παράλληλα τα αξιοθέατα. Εντούτοις, εκείνος στυλώθηκε στο χώμα και σταύρωσε τα χέρια του, εμποδίζοντας ουσιαστικά την οπτική επαφή του ξένου με τις πύλες.
«Θα σου πω, λοιπόν. Και βλέπουμε…» του είπε με τραχιά φωνή. Έχασε λίγη από την προηγούμενη φιλική διάθεση που εξέπεμπε και, αν πριν έμοιαζε έστω και λίγο πρόσχαρος, τώρα ήταν εξαιρετικά απόμακρος. Καχύποπτος, αλλά όχι με τον τρόπο που είναι κανείς καχύποπτος με τους ξένους. Έμοιαζε σαν να ήταν στα πρόθυρα να βγάλει κάποιο συμπέρασμα και ο ξένος δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με τη σκέψη πως είχε δώσει κάποια λάθος εντύπωση.
«Βλέπεις, πριν από μερικά χρόνια η Πόλη μας αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Εκείνη η εποχή ήταν σωστή εξαθλίωση για τους πολίτες μας. Πολλοί κατέληξαν από μια λίγο άνετη ζωή στη φτώχεια ή πολύ κοντά της. Αυτοί-» είπε και τους έδειξε με το δάχτυλο, αφού πνίγηκε με τη λέξη, σαν να μην μπορούσε να μιλήσει για αυτούς χωρίς να αφρίσει. Κατάφερε, εντέλει, να συνεχίσει. «Αυτοί, λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι το κατακάθι της κοινωνίας μας. Εκμεταλλεύτηκαν τα προβλήματα και τις δυσκολίες των ανθρώπων, κατάφεραν να αποκτήσουν λίγη εξουσία και έκαναν του κόσμου τις αθλιότητες. Έσπερναν τη διχόνοια και τρομοκρατούσαν τους πολίτες για χρόνια. Όποιος δεν ήταν μαζί τους ήταν ορκισμένος εχθρός τους. Για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους, χρησιμοποιούσαν τη βία σαν πανάκεια. Υποθέτω πως για μερικούς λειτουργούσε αυτή η κατάσταση. Υποθέτω πως αν δεν σε ενδιαφέρει ο πόνος ενός άλλου ανθρώπου, όλα γίνονται πιο εύκολα. Τα χειρότερα τα πάθαιναν οι ξένοι, καλή ώρα σαν του λόγου σου, που είχαν την κακή τύχη να καταλήξουν στην Πόλη μας. Δεν μπορούσαν αυτοί να καταδεχτούν πως υπάρχουν άλλοι άξιοι άνθρωποι στον πλανήτη. Αυτού του είδους οι υποθέσεις λειτουργούν καλύτερα αν πιστεύεις πως μόνο εσύ έχεις το απόλυτο δικαίωμα στη ζωή και πως οι άλλοι είναι δυστυχή ατυχήματα σε αυτόν τον κόσμο, άρα τα δικαιώματά τους είναι συγκυριακά, ανάλογα και με το πώς ή αν σε βολεύουν εσένα».
«Μου φαίνεται πως κατηγορείς μόνο αυτούς, αλλά όπως μου τα λες, μου φαίνεται επίσης πως ο κόσμος τους αποδέχτηκε. Μήπως τους επέλεξε κιόλας;» ρώτησε ο ξένος, που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ανάγκη να παίξει τον δικηγόρο του Διαβόλου. Ο ξεναγός δεν εκτίμησε την όρεξή του για λεκτικούς διαξιφισμούς. Θύμωσε λίγο, αλλά αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον ανήξερο ξένο λογικά και μετρημένα. Εξάλλου, είχε αρχίσει να κατασταλάζει στην απόφασή του να μην του επιτρέψει την είσοδο στην Πόλη. Το τραύμα ήταν φρέσκο.
«Η διπλωματία δεν θα σε βοηθήσει εδώ, ξένε. Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν επιδέχονται συζήτησης και θα σου εξηγήσω τώρα το γιατί. Βλέπεις, δυστυχώς, ένα σημαντικό μέρος των πολιτών μας πάσχει από κάτι που εγώ ονομάζω “χρυσοψαρισμό”. Έχουν μνήμη χρυσόψαρου, οι καημένοι. Ή δεν διαβάζουν αρκετά, πάθηση για την οποία θα φταίει σημαντικά η Πόλη, αν ισχύει. Μερικοί μπορεί να μην ξέρουν καν να διαβάζουν. Δεν εννοώ να μην καταλαβαίνουν τα γράμματα ή τις λέξεις. Εννοώ πως ίσως να μην ξέρουν πώς πρέπει να εξάγουν το νόημα από αυτά που διαβάζουν και, συνακολούθως, να το διαχειριστούν αυτό το νόημα. Όπως και να έχει, έχουν ξεχάσει τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει στο παρελθόν άνθρωποι σαν εκείνους. Μήπως έχεις ξεχάσει και εσύ; Δεν θυμάσαι ότι τότε ο κόσμος είχε κλονιστεί; Τα θεμέλιά του έτριξαν και το πρόσωπό του διαλύθηκε. Αμφισβήτησαν τότε οι άνθρωποι αν ήταν πραγματικά άνθρωποι ή τέρατα. Πώς γίνεται, λοιπόν, να εμφανίζεται μια ομάδα ατόμων σήμερα που θέλει να αναστήσει τα τέρατα; Γιατί αυτό προσπάθησαν να κάνουν, όσο και αν το έκρυψαν με τεχνάσματα, λέγοντας πως “Πάνω από όλα, εμείς θέλουμε το καλό του λαού μας”. Ασχέτως αν αυτό το “καλό” μπορούσε να επιφέρει την καταστροφή κάποιου άλλου. Εμείς ήμασταν πάντα περήφανοι για το σεβασμό μας απέναντι στην ανθρώπινη ζωή και αυτό είναι κάτι που θα θέλαμε να μας αντιπροσωπεύει. Μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι, λοιπόν, με “χρυσοψαρισμό”, αλλά δεν μας εκπροσωπούν, ούτε είναι οι περισσότεροι από εμάς έτσι».
«Και γιατί τώρα; Γιατί περιμένατε τόσον καιρό να τους απομακρύνετε;»
«Η τύχη τους στέρεψε. Έκαναν κάτι ασυγχώρητο, αλλά τα τεχνάσματα δεν λειτούργησαν αυτήν τη φορά. Το τέρας φανερώθηκε και ο κόσμος το είδε και θυμήθηκε. Και τρόμαξε. Συνήθως, οι άνθρωποι για να αντιδράσουν χρειάζονται πρώτα μερικά πτώματα στους δρόμους ή μερικές εκτελέσεις. Και είναι κρίμα. Να πρέπει πρώτα να καεί ο κόσμος για να ανοικοδομηθεί».
«Σίγουρα, όμως, υπάρχουν ακόμη εκείνοι που διαφωνούν».
«Προσπαθούμε να τους ξετρυπώσουμε. Να βρούμε όσους περισσότερους μπορούμε και να τους απομονώσουμε. Δεν είναι εύκολο. Τώρα έχουν πληγωθεί και κρύβονται καλύτερα. Χώθηκαν πίσω στα λαγούμια τους και είμαστε σίγουροι πως περιμένουν υπομονετικά την επόμενη ευκαιρία να ανασυνταχθούν. Κερδίσαμε μια μάχη, αλλά ο πόλεμος είναι μπροστά μας».
«Καταλαβαίνω τι εννοείς. Αλλά δεν είναι λίγο αυστηρή η τιμωρία αυτών εδώ;»
Ο ξεναγός αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. Είχε κουραστεί με τις αμφιβολίες του ξένου. Ήταν εμφανές πως όσο απλά και αν εξηγούσε τα πράγματα, εκείνος επέμενε σε μια άκαιρη αντικειμενικότητα. Και το μόνο που είχε αξία εκείνην την εποχή στην Πόλη ήταν οι αποφασιστικές κινήσεις, οι σίγουρες κρίσεις. Να επέλθει δικαιοσύνη, βαριά και αμετάκλητη, όπως και είχε συμβεί. Αν είχε τη γνώμη του, σίγουρα δεν θα μπορούσε να του την αλλάξει. Αυτό θα ήταν κάπως παρήγορο. Αλλά εκείνος δεν εξέφραζε μια γνώμη. Απλώς κοιτούσε ερωτηματικά από το περιθώριο. Και η Πόλη είχε πληγωθεί πολύ για να έχει την πολυτέλεια να αποδέχεται αντικειμενικές κρίσεις και ελαφριές ποινές για αποτρόπαια εγκλήματα. Δεν μπορούσε να κρύβεται πια και να αποδέχεται τη βαναυσότητα σαν ένα απλό κρυολόγημα. Ο ξεναγός δεν μπορούσε να βοηθήσει τον ξένο, αλλά σίγουρα μπορούσε να προσπαθήσει να του ξεκαθαρίσει τη δική τους θέση.
«Ξένε, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις στις οποίες ο κόσμος όλος πρέπει απλώς να αποφασίσει τι θέλει να είναι. Οι δολοφονίες και τα εγκλήματα κατά του ανθρώπου γενικώς, τυχαίνει να μην μας κάθονται καλά στο στομάχι εμάς. Αν εσύ τα αντέχεις, είσαι ελεύθερος να διαπληκτίζεσαι μέχρι το πρωί για να βρεις συμπόνια για αυτούς εδώ. Από εμάς δεν θα πάρεις καθόλου. Και μην σου κάνουν εντύπωση οι αγριότητες που μπορεί να συναντήσεις στα βιβλία της ιστορίας της Πόλης μας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν ποτέ και είπαν “Ας πεθάνουν όλοι. Ας καεί ο κόσμος. Θα βασιλεύσουμε εμείς, τυραννικά αν χρειαστεί”. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να εξαλείψουν τα πάντα και να διαφεντεύουν από ψηλά το τίποτα. Και πώς να αγαπηθούν αυτοί; Αφού δεν μπόρεσαν ποτέ να αγαπήσουν τον διπλανό τους. Αυτό είναι το πιο χυδαίο τους έγκλημα. Ότι ο ορισμός του ανθρώπου για εκείνους -του ανθρώπου που αξίζει να κατοικεί στη Γη, που αξίζει την αγάπη τους- είναι μια πολύ στενή κατηγορία την οποία αλλάζουν κατά βούληση. Ακόμη και οι πολίτες, τους οποίους υποστήριζαν ότι ήθελαν να βοηθήσουν, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να έπαυαν να ανήκουν σε αυτήν. Άνθρωπος, λοιπόν, είναι όποιος είναι με το μέρος τους και ακόμη και αυτό μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μην αρκεί, γιατί μπορεί να είσαι και το λάθος φύλο ή να έχεις λάθος σεξουαλικό προσδιορισμό, για παράδειγμα. Κοίταξέ τους, τώρα. Εκεί που παρήλαυναν σαν παγώνια, τώρα παρελαύνουν χαριστικά, ίσα για να ξεφύγουν από το εξαγριωμένο πλήθος. Και να μην τους συμπονάς και τόσο πολύ, ξένε. Να είσαι σίγουρος πως δεν θα σου έδειχναν καθόλου οίκτο αν ήταν στη θέση σου. Ήδη εμείς τους δείξαμε αρκετό. Τους εξοστρακίσαμε για να μην τους κρεμάσουμε».
- 39
- 789