Α΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος (264 π.Χ.-241 π.Χ.) – Του Οδυσσέα Σουρίλα
Οι Καρχηδονιακοί πόλεμοι συνολικά ήταν τρεις και διεξήχθησαν ανάμεσα στην αναδυόμενη, εκείνη την εποχή, Ρωμαϊκή Δημοκρατία και την Αυτοκρατορία της Καρχηδόνας, η οποία ήλεγχε, ως τότε, το εμπόριο όλης της Δύσης. Η διάρκεια των πολέμων ήταν από το 264 π.Χ., με διαλείμματα, έως το 146 π.Χ.. Οι πόλεμοι αυτοί ήταν οι μεγαλύτεροι πόλεμοι που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα ως τότε και προκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών αρχαίων, αλλά και σύγχρονων ιστορικών. Τα αίτια που οδήγησαν στο ξέσπασμα της ένοπλης σύρραξης μεταξύ των δυο δυνάμεων της Δύσης, μπορούν να αναζητηθούν στη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της Ρώμης, στην ανάγκη της για απόκτηση νέων εδαφών και στο ποιά από τις δύο θα είχε τον έλεγχο του εμπορίου. Το τέλος τους βρήκε τη Ρώμη να είναι η νέα «υπερδύναμη» της λεκάνης της Μεσογείου, ενώ η Καρχηδόνα καταστράφηκε εκ θεμελίων και έμεινε μια ανάμνηση.
Στο άρθρο αυτό θα γίνει μια παρουσίαση των γεγονότων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου (264 π.Χ.-241 π.Χ.). Oι υπόλοιποι θα παρουσιαστούν σε επόμενα άρθρα. Κύριο πεδίο συγκρούσεων στην ξηρά ήταν η Σικελία και η ίδια η Αφρική, όπου βρισκόταν η Καρχηδόνα. Έντονη όμως, ήταν και η δράση των δυο αντιμαχόμενων πλευρών και στη θάλασσα. Οι μεν Καρχηδόνιοι ήδη είχαν ένα ναυτικό που κυριαρχούσε σε όλη τη δυτική Μεσόγειο, ενώ οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να φτιάξουν ναυτικό, με σκοπό να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους.
Αφορμή του πολέμου στάθηκε η διαμάχη ανάμεσα σε δυο πόλεις της Σικελίας, της Μεσσήνης και των Συρακουσών. Οι μεν ηγεμόνες της Μεσσήνης ζήτησαν την βοήθεια της Συγκλήτου της Ρώμης (Senatus), ενώ οι Συρακούσιοι είχαν συνάψει συμμαχία με τους Καρχηδονίους. Οι Ρωμαίοι δίσταζαν αρχικά να βοηθήσουν την πόλη της Μεσσήνης γιατί γνώριζαν πως αν το έκαναν, τότε θα έρχονταν σε σύγκρουση με τους Καρχηδονίους και φοβόνταν μήπως μια πιθανή ήττα θα οδηγούσε στην καταστροφή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Τελικά όμως αποφάσισαν να στείλουν στη Σικελία υπατική στρατιά, της οποίας προΐστατο ο Άππιος Κλαύδιος Κώδιξ. Αυτός κατάφερε να διώξει μια φρουρά Καρχηδονίων που βρισκόταν στην ακρόπολη της Μεσσήνης και ύστερα στράφηκε εναντίον των Συρακουσών, όπου τύραννος ήταν ο Ιέρων, αλλά δεν κατάφερε να καταλάβει την πόλη.
Το επόμενο έτος του πολέμου, το 263 π.Χ., η κινητικότητα των Ρωμαίων συνεχίστηκε, ενώ οι Καρχηδόνιοι συνέχιζαν να παραμένουν αδρανείς. Στάλθηκαν από τη Ρώμη δυο νέες υπατικές στρατιές, στις οποίες ηγούνταν ο Μάρκος Οτακίλιος Κράσσος και ο Μάνιος Βαλέριος Μάξιμος. Αυτοί κατάφεραν χωρίς να δώσουν κάποια σημαντική μάχη, ή έστω να αντιμετωπίσουν κάποια ενόχληση από αντιπάλους, να καταλάβουν εβδομήντα πόλεις και χωρία του νησιού. Ο Ιέρωνας βλέποντας την οικτρή θέση που βρισκόταν και μη περιμένοντας βοήθεια από τους συμμάχους του, αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση των Ρωμαίων για συμμαχία και προστασία της πόλης για δεκαπέντε χρόνια, παρέχοντας εκατό τάλαντα κάθε έτος. Η συμμαχία αυτή ωφέλησε πάρα πολύ τους Ρωμαίους τα επόμενα χρόνια.
Τον επόμενο χρόνο οι Καρχηδόνιοι αναγκάστηκαν να βγουν από την αδράνεια που είχαν επιδείξει. Έδωσαν λοιπόν, εντολή στον Άννωνα να μεταβή στη Σαρδώ με το στόλο για να παρενοχλεί τα παράλια της Ιταλίας, ενώ στον Αννίβα (όχι ο γνωστός) να πλεύσει προς τον Ακράγαντα, η οποία ήταν η κυριότερη πόλη τους στη Σικελία. Σε αυτή την πόλη συγκέντρωσε εντός τειχών πενήντα χιλιάδες στρατιώτες και έγινε το ορμητήριό του. Από πλευράς των Ρωμαίων εστάλησαν προς αντιμετώπιση στη Σικελία οι Ύπατοι, Λεύκιος Ποστούμιος Μέγελλος και ο Κόϊντος Μαμίλιος Βίτουλος. Αντικειμενικό σκοπό είχαν την ολοκλήρωση της κατάκτησης του νησιού, οπότε και συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους έξω από τον Ακράγαντα και ξεκίνησαν την πολιορκία. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ο Αννίβας το τεράστιο λάθος που είχε κάνει να συγκεντρώσει τόσο μεγάλο στράτευμα εντός της πολύς. Τα τρόφιμα γρήγορα εξαντλήθηκαν, ενώ οι ρωμαϊκές λεγεώνες σιτίζονταν από τον Ιέρωνα. Οι πολιορκημένοι ανέμεναν βοήθεια από τον Άννωνα, ο οποίος όμως έκανε δυο ολόκληρους μήνες να έρθει σε μάχη με τους πολιορκητές. Με αυτούς συγκρούστηκε όταν πλέον ο Αννίβας και οι πολιορκημένοι είχαν φτάσει στο έσχατο σημείο. Κατόρθωσε να σώσει τον Αννίβα αλλά δεν μπόρεσε να σώσει τον Ακράγαντα. Οι Ρωμαίοι τέλεσαν θρίαμβο στην πόλη μετά την κατάληψή της.
Σύντομα όμως στη Ρώμη κατάλαβαν πως για να επικρατήσουν στον πόλεμο πρέπει να φτιάξουν δυνατό στόλο. Τα πρώτα τους πλοία (πεντήρεις) τα παρέλαβαν από τις Συρακούσες. Αλλά αυτό που ήταν δική τους επινόηση και έκρινε πολλές νίκες ήταν οι κόρακες (corvi). Ο Κόρακας ήταν μια γέφυρα, η οποία προσαρμοζόταν κάθετα στην πλώρη του πλοίου και είχε στην άκρη της μια μακριά σιδερένια αιχμή. Ήταν περιστρεφόμενη και την κατάλληλη στιγμή έπεφτε είτε στην πλώρη είτε στο πλάι του αντίπαλου πλοίου, με αυτόν τον τρόπο οι οπλίτες μπορούσαν να επιβιβαστούν στο αντίπαλο πλοίο. Με αυτό τον τρόπο η ναυμαχία γινόταν πεζομαχία. Με αυτή τη νέα εφεύρεση ο στόλος των Ρωμαίων κατάφερε σημαντική νίκη στην πρώτη ναυμαχία εναντίον του στόλου της Καρχηδόνας. Για να μείνει στην ανάμνηση όλων η νίκη στη ναυμαχία των Μυλών, ανεγέρθη στην αγορά στήλη που διακοσμήθηκε με τα έμβολα των πλοίων των εχθρών και έφερε επιγραφή που εξηγούσε το λόγο που φτιάχτηκε.
Τα επόμενα χρόνια ο στόλος της Ρώμης αυξήθηκε στο έπακρο και πλέον αποτελούταν από τριακόσια τριάντα πλοία. Αποφασίστηκε, λοιπόν, από τη Σύγκλητο να μεταφερθεί ο πόλεμος στην Αφρική. Στο στόλο επιβιβάστηκαν τέσσερεις λεγεώνες. Του στόλου αυτού ηγούντο οι ύπατοι, Λεύκιος Μάνλιος Ουόλσων και ο Μάρκος Ατίλιος Ρήγουλος. Οι Καρχηδόνιοι δεν είχαν μείνει άεργοι. Με το στόλο τους παραμόνευαν τους αντιπάλους τους. Οι Ρωμαίοι παραπλέοντας στις δυτικές ακτές της Σικελίας είδαν μπροστά τους τον αντίπαλο στόλο που βγήκε να τους παρεμποδίσει, ο οποίος αποτελούταν από 350 πλοία και ναυάρχους τον Άννωνα και τον Αμίλκα. Οι ύπατοι βλέποντας τον εχθρό χώρισαν τον στόλο τους σε τέσσερα μέρη. Τα τρία σχημάτιζαν τρίγωνο ενώ το τέταρτο ήταν παράλληλο σαν βάση του τριγώνου, σαν οπισθοφυλακή.
Ο στόλος των Ρωμαίων νίκησε αυτών των Καρχηδονίων, οι οποίοι έχασαν 94 πλοία, ενώ ο ρωμαϊκός στόλος έχασε μόνο 24 πλοία. Μετά τη ναυμαχία στο Έκνομο οι Ρωμαίοι συνέχισαν ανενόχλητοι την πορεία τους προς την Αφρική. Ενώ οι ηττημένοι έπλευσαν στον κόλπο της Καρχηδόνας με σκοπό να υπερασπιστούν την πόλη. Οι ύπατοι οδήγησαν τις λεγεώνες τους στο ακρωτήριο Ερμαία και κατέλαβαν την πόλη Ασπίδα που έγινε το ορμητήριό τους. Οι ιθαγενείς αντιμετώπισαν τους Ρωμαίους ως ελευθερωτές. Οι ύπατοι βλέποντας την προθυμία των ντόπιων προαισθάνθηκαν την επιτυχία της εκστρατείας και γι’ αυτό το λόγο ο ένας από τους δυο υπάτους, ο Μάνλιος, έφυγε αφήνοντας στην Αφρική τον Ρήγουλο με σαράντα πλοία, δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες και πεντακόσιους ιππείς.
Ο Ρήγουλος δεν έχασε χρόνο και άρχισε αμέσως την πολιορκία, αλλά πιο πριν έστειλε αγγελιαφόρους στην πόλη για να συζητήσουν για ειρήνη. Ο ύπατος ζητούσε από τους αντιπάλους του τα εξής: την παραχώρηση της Σικελίας και της Σαρδηνίας, την πληρωμή των δαπανών του πολέμου, την πληρωμή ετήσιου φόρου, να μην μπορεί η Καρχηδόνα να κηρύξει πόλεμο χωρίς την άδεια της Ρώμης, να επιστραφούν οι αιχμάλωτοι χωρίς να δοθούν λύτρα. Την ίδια στιγμή οι Καρχηδόνιοι που είχαν πιαστεί από τους Ρωμαίους θα ελευθερώνονταν με απόδοση χρηματικού ποσού και παράδοση όλου του στόλου εκτός από ένα πλοίο. Με αυτά τα αιτήματα θέλησε να εξευτελίσει και να αδυνατίσει την Καρχηδόνα, αλλά δεν είχε λάβει υπόψιν του την θέληση που μπορεί να δείξει ένας λαός για να κρατήσει την ανεξαρτησία του.
Όλες οι έριδες που υπήρχαν στην πόλη κατά τη διάρκεια του πολέμου έπαψαν με μιας και όλοι με ομόνοια προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους. Αποφάσισαν να συνάξουν στρατιά για να αντιπαραβάλουν των εχθρών τους. Γι’ αυτή τη δουλειά έδωσαν εντολή στον Σπαρτιάτη Ξάνθιππο να στρατολογήσει άνδρες και να τους εκπαιδεύσει με βάση τον τρόπο που μάχονταν οι Έλληνες. Το αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στο στρατό ήταν άμεσο. Ο Ρήγουλος νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε, ενώ από το στράτευμα μόνο δυο χιλιάδες κατάφεραν να επιστρέψουν στην πόλη Ασπίδα.
Η Σύγκλητος θέλοντας να βοηθήσει τους εγκλωβισμένους στην Ασπίδα να διαφύγουν από την Αφρική αποφάσισε να στείλει στόλο αποτελούμενο από 350 πλοία για να τους ελευθερώσει. Οι Καρχηδόνιοι βλέποντας τον στόλο ανοίχτηκαν με σκοπό να τους αντιμετωπίσουν επειδή φοβήθηκαν μήπως είχαν έρθει για να πάρουν εκδίκηση για το πάθημα του Ρήγουλου. Έτσι τους τους περίμεναν στο ακρωτήριο Ερμαία. Ηττήθηκαν όμως κατά κράτος αφού έχασαν 114 πλοία. Μπορούν όμως να θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς. Οι Ρωμαίοι μην παρεκκλίνοντας από το σκοπό τους ελευθέρωσαν τους στρατιώτες και επέστρεψαν στη Σικελία. Αλλά εκεί τους βρήκε μεγάλη συμφορά αφού ο στόλος τους καταστράφηκε από τρικυμία και μόνο 80 πλοία έμειναν άθικτα.
Η καταστροφή αυτή οδήγησε τους Ρωμαίους να περιορίσουν την πολεμική σύγκρουση στη Σικελία και να καταλάβουν όλες τις πόλεις που είχαν στα χέρια τους οι αντίπαλοί τους στο νησί. Ταυτόχρονα άρχισαν να δημιουργούν νέο στόλο. Το 254 π.Χ. η δραστηριότητα αυτή έφερε καρπούς, αφού κατέλαβαν την πόλη Πάνορμο και έτσι στους Καρχηδονίους μόνες κτήσεις στο νησί έμειναν το Λιλύβαιο και τα Δρέπανα. Τις συνθήκες για την Ρώμη διευκόλυνε και η εκραγείσα αναταραχή στους κόλπους της αντιπάλου της που σαν αποτέλεσμα είχε την έξωση του Σπαρτιάτη Ξάνθιππου.
Το 251 π.Χ. έκανε την κίνησή της τελικά η Καρχηδόνα. Ο στόλος της, του οποίου αρχηγός ήταν ο Ασδρούβας, φάνηκε στο λιμάνι του Πανόρμου, έχοντας φέρει πολλούς ελέφαντες. Ο Καρχηδόνιος αρχηγός έκανε το λάθος να αφήσει τους ελέφαντες να πλησιάσουν κοντά στα τείχη της πόλεως και να ‘ναι εύκολος στόχος για τους Ρωμαίους τοξότες. Χτυπημένοι από τους Ρωμαίους άρχισαν να αφηνιάζουν και να ποδοπατούν τους Καρχηδόνιους στρατιώτες. Έτσι λοιπόν, δημιουργήθηκε χάος στο στράτευμα κάτι το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο ύπατος Λεύκιος Καικίλιος Μέτελλος, ο οποίος υπερασπιζόταν την πόλη. Εξήλθε των τειχών και έπεσε πάνω στον πανικόβλητο αντίπαλο. Πολλούς εχθρούς τους αιχμαλώτισε, όπως και πολλούς ελέφαντες, οι οποίοι αποτέλεσαν θέαμα για το θέατρο. Μετά τη νέα ήττα στην Καρχηδόνα επικράτησε η φατρία που επιθυμούσε την επικράτηση της ειρήνης.
Έτσι το 250 π.Χ. εστάλησαν αγγελιαφόροι για να συνεννοηθούν για την ειρήνη και την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και ο πόλεμος ξεκίνησε με μεγαλύτερη ορμή. Οι Ρωμαίοι ανέθεσαν την κατάκτηση των φρουρίων Λιλύβαιου και των Δρεπάνων σε στόλο 300 πλοίων και σε δυο υπατικές στρατιές. Η γενναία αντίσταση που συνάντησαν οι ύπατοι στο Λιλύβαιο, το οποίο υπερασπιζόταν ο Ιμίλκων, τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την ιδέα για κατάληψη της πόλης με έφοδο και ξεκίνησαν να την πολιορκούν.
Το 249 π.Χ. η Ρώμη δέχτηκε δυο τρομερά πλήγματα, που άμα τα είχαν εκμεταλλευτεί οι εχθροί τους, θα είχαν μεγάλα προβλήματα. Οι δυο ύπατοι που είχαν εκλεγεί εκείνη τη χρονιά, ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ και ο Λεύκιος Ιούνιος Πούλλος, υπέστησαν δυο παταγώδεις ήττες. Ο πρώτος σε μια προσπάθειά του να καταλάβει με αιφνιδιασμό τα Δρέπανα, άφησε απροστάτευτα τα νώτα του και του επιτέθηκε ο φρούραρχος της πόλης Ατάρβας. Η ήττα ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Από τα 120 πλοία που είχε στη διάθεσή του, διασώθηκαν μόνο 30. Ο έτερος ύπατος, ο Πούλλος, αφού έλαβε εντολή να συνοδεύσει έναν στόλο φορτηγίδων από τις Συρακούσες στο Λιλύβαιο, για να εφοδιάσει τους πολιορκητές, δέχτηκε επίθεση από τον ναύαρχο Καρθάλωνα των Καρχηδονίων και απώλεσε πολλά από τα πλοία του. η δε τρικυμία που ακολούθησε κατέστρεψε όσα από τα πλοία και τις φορτηγίδες που είχαν διασωθεί.
Οι Ρωμαίοι όπως ήταν φυσικό αποθαρρύνθηκαν από τις ήττες τους, αλλά οι εχθροί δεν επωφελήθηκαν του γεγονότος αυτού. Στην Καρχηδόνα είχαν επικρατήσει εκείνο τον χρόνο όσοι ήταν ενάντιοι του πολέμου και δεν έπραξαν σχεδόν τίποτα. Περιορίστηκαν στο να στείλουν στη Σικελία τον Αμίλκα Βάρκα με πλήθος μισθοφόρων, περισσότερο για να ενοχλούν τους εχθρούς από το να τους διώξουν. Ο Αμίλκας διέμεινε επι τρία χρόνια στο όρος Ειρκτή. Εκεί επιτίθονταν στην γύρω από την Πάνορμο περιοχή και τις γύρω ακτές και έτσι μπορούσε να συντηρεί τους στρατιώτες του. Τον τέταρτο χρόνο του στο νησί τελικά μετέβη στην πόλη Έρυκα και από εκεί προστάτευε τα Δρέπανα, από τις επιθέσεις της ρωμαϊκής φρουράς που υπήρχε κοντά.
Η Σύγκλητος το 243 π.Χ. αποφάσισε με ιδίαις δαπάνες να φτιάξουν στόλο με σκοπό να επισπεύσουν τα τέλος του πολέμου. Ο πατριωτισμός ήταν μεγάλος και ουσιαστικά αυτός είναι αυτός που έφερε την τελική νίκη. Το 241 π.Χ. ο στόλος ήταν έτοιμος. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ο Γάιος Λουτάτιος Κάτλος, στέλνεται μετά 200 πεντήρων, στη σικελική θάλασσα, για να πετύχει καίρια πλήγματα στα Δρέπανα και τον Έρυκα και να έρθει σε μάχη εκ του συστάδην με τον εχθρό αν εμφανιζόταν. Ο εχθρικός στόλος εμφανίστηκε κοντά στις Αιγούσες και ηττήθηκε κατά κράτος. Οι Καρχηδόνιοι έχασαν 50 πλοία και οι Ρωμαίοι κυρίευσαν 70 με όλους τους άνδρες τους.
Η νέα αυτή ήττα της είχε σαν αποτέλεσμα να καταρρακωθεί η ψυχολογία των στρατιωτών αλλά και των Καρχηδονίων που είχαν μείνει στην Αφρική. Ο Αμίλκας βλέποντας πως η κατάσταση δεν μπορούσε να αλλάξει και ότι το αποτέλεσμα είχε κριθεί αποφάσισε να συμβουλέψει την κυβέρνησή του να δρομολογήσει συνθήκη ειρήνης με τους Ρωμαίους. Η Ρώμη εκμεταλλευόμενη την οικτρή κατάσταση των αντιπάλων της κατάφερε να επιβάλει βαρύτερους όρους. Η συνθήκη προέβλεπε την οριστική αποχώρηση των Καρχηδονίων από τη Σικελία καθώς και την πληρωμή εντός είκοσι ετών 2200 ταλάντων. Ο δήμος των Ρωμαίων όμως αύξησε αυτό το ποσό κατά χίλια και μείωσε το χρόνο αποπληρωμής στα δέκα χρόνια. Επιπροσθέτως, η Ρώμη πήρε όλα τα νησιά που βρίσκονταν ανάμεσα στη Σικελία και την Ιταλία. Στην υπογραφή των συνθηκών συμμετείχαν και οι σύμμαχοι των δυο χωρών.
Αυτό είναι το τέλος του πρώτου εκ των τριών Καρχηδονιακών πολέμων. Των μεγαλύτερων ίσως πολέμων που είχε βιώσει ο κόσμος ως τότε. Μετά από 23 χρόνια έχουμε τον 2ο η Ανιββαϊκό πόλεμο, όπου θα γίνει φανερό το άστρο δυο μεγάλων στρατηγών της αρχαιότητας. Από τη μία πλευρά έχουμε τον Αννίβα για τους Καρχηδονίους και από την άλλη, αυτή της Ρώμης, έχουμε τον Πόπλιο Κορνήλιο Σκιπίωνα τον επονομαζόμενο Αφρικανό, ο οποίος κατάφερε να κερδίσει τους Καρχηδονίους στη μάχη της Ζάμα 202 π.Χ..
Βιβλιογραφία
Bertolini Francisco, Ρωμαϊκή Ιστορία: Από Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι Καταλύσεως της Δυτικής Αυτοκρατορίας, εκδ. Πελεκάνος, 2012
Κωτούλας Ιωάννης, Καρχηδονιακοί Πόλεμοι, Στρατιωτική Ιστορία, εκδ. Περισκόπιο, 2004
Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία, εκδ. Παπαζήσης, 2010
- 93
- 2487