Vincent van Gogh – Του Δημήτρη Αντώνενα

Τα πρώτα χρόνια

Στην Ολλανδία στο χωριό Ζουντερτ, στις 30 Μαρτίου του 1853, γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της σύγχρονης εποχής, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Υπήρξε ο μεγαλύτερος από τα συνολικά επτά παιδιά, ενώ φαίνεται πως έπασχε από κατάθλιψη ήδη από νεαρή ηλικία. Ήρθε σε επαφή με τη ζωγραφική όταν ο θείος του πρότεινε μια θέση εκπαιδευόμενου στον οίκο Goupil & Cie, της Χάγης. Κατ αυτόν τον τρόπο, σε ηλικία 16 ετών πήγε να εργαστεί ως έμπορος τέχνης. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα με γράμμα του προς στην αδερφή του ο ίδιος εξέφραζε την αποστροφή του προς τους μεγάλους εμπόρους, καθώς συγκεκριμένα ανέφερε:  «Οι γκαλερί είναι υποχείρια όσων έχουν τα χρήματα εκεί. Μόλις το ένα δέκατο όλων των αγοραπωλησιών έχουν σχέση με την πραγματική τέχνη».

Αργότερα το 1873 μετατέθηκε στο Λονδίνο και στη συνέχεια στο Παρίσι, εκεί όπου εντάθηκε το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία και περιορίστηκε για την εργασία. Το 1876 μετέβη στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία, έχοντας απολυθεί από την εταιρία που εργαζόταν και ένα χρόνο αργότερα έγινε κήρυκας σε ένα χωριό ανθρακωρύχων στο Βέλγιο, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Φανερά επηρεασμένος από τις κακουχίες των ανθρώπων της εποχής της Βιομηχανικής επανάστασης ξεκίνησε να ζωγραφίζει τους πρώτους του πίνακες.

Οι πρώτες καλλιτεχνικές αποπήρες

Το 1880 μεταφέρθηκε στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας, με την χρηματική υποστήριξη που πήρε από τον αδερφό του, κατάφερε να ξεκινήσει μαθήματα ζωγραφικής Εκείνη ζωγραφίζει τις πρώτες του ελαιογραφίες.που δεν κράτησαν πολύ, λόγω της ρήξης με δάσκαλο του Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Βαθιά απογοητευμένος από τις αξίες της βιομηχανικής κοινωνίας οι πρώτοι του πίνακες εμπεριέχουν την έντονη συμπόνια προς τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Το έργο είναι απλό και επικεντρώνεται  στην αξιοπρέπεια και τον μόχθο. Ο ίδιος γνώρισε την δυστυχία των ανθρώπων καθώς θεωρούσε και την δική του τέχνη σαν χειρωνακτική. Οι χωρικοί, οι υφαντές συνεχίζουν να είναι τα αγαπημένα του θέματα. Στα έργα του ο Βαν Γκονγκ δεν ήθελε να τους εξιδανικεύει, να τους αντιμετωπίζει ρομαντικά.  Το κοινό του ήθελε να το αποτελούν αυτοί οι ίδιοι οι εργάτες. Το πολυαγαπημένο του έργο «Οι πατατοφάγοι», όπου το τελευταίο της πρώτης περιόδου το το τύπωσε σε λιθογραφία για να το αγοράσουν οι γείτονες του φθηνά. «Ο πίνακας  αντανακλά την χειρωνακτική τους εργασία και τον τίμιο τρόπο που κερδίζουν το ψωμί τους».  Τα πρόσωπα τους έχουν αξιοπρέπεια και εσωτερική δύναμη. Παρατηρούμε ότι δεν κοιτάζονται μεταξύ τους. Εκείνη τη περίοδο ο Βαν Γκογκ δεν είχε ακόμα ανακαλύψει τη σημασία του χρώματος, ενώ είναι φανερή ακόμα η αδεξιότητα που προέρχεται από την έλλειψη εκπαίδευσης του.

«Οι πατατοφάγοι»

Η Δεύτερη καλλιτεχνική φάση

 Το 1885 ξεκίνησε μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ. Το 1886 και πήγε να ζήσει  με τον αδερφό του στο Παρίσι όπου εργαζόταν ως έμπορος τέχνης. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Έντγκαρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ και επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Στην Αμβέρσα έχει ήδη ξεκινήσει ένας νέος κύκλος στην θεματογραφία του και ταυτόχρονα, τα θέματά του μετακινούνται από τη ζωή των χωρικών σε αστικά τοπία, café, λεωφόρους του Παρισιού, τοπία της εξοχής γύρω από τον Σηκουάνα, νεκρής φύσης και προσωπογραφιών. Ο Βαν Γκονγκ αρχίζει να πειραματίζεται με νέες τεχνικές σε συνδυασμό με το προσωπικό του ύφος, ενώ πρωτοεμφανίζεται ο νεοεμπρεσιονισμός που χρησιμοποιεί το απόλυτο λευκό στον πίνακα.

Δυο χρόνια αργότερα έφυγε από το Παρίσι και  μετακόμισε εκ νέου στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας στο λεγόμενο «Κίτρινο σπίτι», όπου αφιερώθηκε στη ζωγραφική. Ήταν μια πολύ παραγωγική περίοδος για τον ίδιο, στην οποία κατάφερε να φιλοτεχνήσει πολλούς πίνακες εμπνευσμένος από την βουκολική ζωή των κατοίκων της περιοχής. Παράλληλα, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο, πλέον στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε. Τα έργα «Έναστρη νύχτα» και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα. Τέλος, το έργο «Κόκκινο αμπέλι» αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή.

Υπνοδωμάτιο στην Αρλ 1888  Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

Ο ταχυδρόμος Joseph Roulin καθισμένος σε πολυθρόνα από καλάμι, 1888, Βοστόνη

Το κόκκινο αμπέλι 1888 Μόσχα, Μουσείο Πούσκιν

Έναστρη Νύχτα, 1889 Νέα Υόρκη, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης

 

Το γεγονός που στιγμάτισε τη ζωή του Βαν Γκονγκ υπήρξε ο έντονος καβγάς που είχε με τον συγκάτοικο και ζωγράφο Γκογκέν στις 23 Δεκεμβρίου 1888, όταν έφτασε στο σημείο να κόψει το αφτί του. Έπειτα από το περιστατικό αποφάσισε να μεταφερθεί στο άσυλο του Αγίου Παύλου στη Προβηγκία. Εκεί έφτασε σε σημείο να ζωγραφίζει ένα πίνακα κάθε μέρα, ζωγράφιζε αρχικά μέσα στην κλινική και αργότερα σε εξωτερικούς χώρους, με τη συνοδεία μίας νοσοκόμας. Αναζητούσε τα θέματα του σε χαρακτικά που ήταν βασισμένα στην «Πιετά» του Ντελακρουά, εμπνεόμενος το έργο «καλός Σαμαρείτης», ενώ ασχολούνταν συχνά και με θρησκευτικά θέματα και συνέθετε επίσης έργα από μνήμης. Σχεδίαζε συχνά χωρικούς να δουλεύουν και αγροτόσπιτα, όπως όταν ξεκίνησε, στα έργα του αρχίζει και αλλάζει ατμόσφαιρα και κινητικότητα.  Έχει δυο υφολογικές επιλογές, τις ελικοειδής,  κυματιστές καμπύλες και την γραμμοσκίαση με έντονες και κοφτές πινελιές. Κορυφαίο του έργο που είχε τα παραπάνω είναι η «Έναστρη νύχτα».  Αργότερα φιλοτεχνεί τον «Μεσημεριανό ύπνο» με βάση του το έργο του Μίλε.

Αυτοπροσωπογραφία με επίδεσμο στο αυτί 1889 Λονδίνο, Ινστιτούτο Τέχνης Κουρτώ

Επέλεξε όπως η τελευταία του κατοικία εν ζωή να βρίσκεται στο Παρίσι όπου ζωγράφισε σε 70 μέρες 80 πίνακες.  Ο Βίνσεντ ζωγραφίζει τον μελαγχολικό  γιατρό Γκασέ, που τον φρόντιζε. Η τέχνη τους ένωνε και ο Βίνσεντ χαιρόταν ιδιαίτερα που επιτέλους ένας άνθρωπος  καταλάβαινε τη δουλειά του. Ένα μήνα πριν πεθάνει ζωγραφίζει  το «Κοράκια στα σταυροχώραφα» όπου αντανακλά την πονεμένη του  ψυχή  εκείνη τη περίοδο.  Η παλέτα του έχει μόνο τα 3 βασικά χρώματα και το συμπληρωματικό πράσινο.

Σταροχώραφα 1890 Riehen (Ελβετία), Beyeler Foundation

Στις 27 του μήνα, ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε, αλλά δεν πέθανε ακαριαία. Περπάτησε μέχρι το σπίτι του, όπου τον περιποιήθηκαν δύο γιατροί. Ο Βαν Γκογκ άφησε την τελευταία του πνοή στης 29 Ιουλίου του 1890 και τα τελευταία λόγια που είπε στον αδερφό του ήταν: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα». Ήταν μόλις 37 ετών αλλά κατάφερε να αφήσει μία από τις πιο ολοκληρωμένες συλλογές. Καθώς κανένας δεν πίστευε ότι λίγα χρόνια αργότερα από το θάνατο του, ο καταθλιπτικός καλλιτέχνης θα αναγνωριζόταν ως ένας εκ τον κορυφαίων καλλιτεχνών όλων των εποχών. Από το 1881 που ξεκίνησε να φιλοτεχνεί έως και τον θάνατο του τα έργα του πέρασαν από διάφορα στάδια. Τα θέματα που αντλεί για να ζωγραφίσει υπήρξαν πάντα θέματα καθημερινής φύσεως. Τα διασημότερα έργα του απεικονίζονται αγρότες να οργώνουν το χωράφι τους ή ανθρακωρύχους να δουλεύουν σκάβοντας μέσα στα ορυχεία, υπάρχουν ζωγραφισμένα πολύχρωμα χωριά και τοπία.  Κατάφερε να ζωγραφίσει 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια σε διάστημα 10 χρόνων ενώ η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φοβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.  Μετά το θάνατο του Βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολονία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914), ωστόσο πολλοί από τους πίνακες του καταστράφηκαν από τους Ναζί. Τα 700 γράμματα περίπου που σώζονται από την προσωπική του αλληλογραφία με τον αδερφό του μας κάνει να δούμε μέσα από τα μάτια του τη ζωή του καλλιτέχνη και όπως προαναφέρθηκε θεωρούνται από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά κείμενα.

Ο Βαν Γκογκ είδαμε ζωγράφιζε για να ξεφύγει από τα προβλήματα που του είχε δημιουργήσει η ζωή ήθελε να κάνει την τέχνη έργο για τους πολλούς και όχι για μία ελίτ. Ήθελε να ζωγραφίζει πράγματα καθημερινά που έκρυβαν τις τόσες ομορφιές τις ζωής και χρησιμοποιούσε τα έντονα χρώματα που την ομορφαίνουν. Δεν τον ενδιέφερε η πραγματικότητα αλλά το καινοτόμο, γι’ αυτό τα έργα του δεν εμπεριέχουν το στοιχείο του ρεαλισμού, μην ξεχνάμε ότι με τη εφεύρεση της φωτογραφίας σε αυτή την χρονική περίοδο η ζωγραφική χάνει τη χρησιμότητα της και πλέον διαμορφώνεται σύμφωνα με τα θέλω και τις απόψεις του καλλιτέχνη. Στις μέρες μας ο ολλανδός ζωγράφος θεωρείται ένας εκ των πλέων αναγνωρισμένων παγκοσμίως, καθώς συνέβαλε καταλυτικά με τα έργα του στην στη δημιουργία του ρεύματος που ονομάζουμε μοντέρνα τέχνη.

 

Πηγές

YOU MIGHT ALSO LIKE