Η πολιορκία της Πόλης από τους Αβαροσλάβους – Του Αποστόλη Σερέτη
Στα μέσα του 6ου αιώνα, το νομαδικό φύλο των Αβάρων διέσχισε τις πεδιάδες βορείως του Ευξείνου Πόντου και έφθασε από την Ασία στις παραδουνάβιες περιοχές, στα σύνορα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η άφιξή τους επρόκειτο να ανατρέψει ουσιαστικά την ισορροπία δυνάμεων στο βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας και συνετέλεσε σημαντικά στη σλαβική εποίκιση της Βαλκανικής. Ήδη το 558 οι Άβαροι απέστειλαν πρεσβεία στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’, προτείνοντάς του βοήθεια εναντίον ορισμένων νομαδικών φύλων τα οποία την εποχή εκείνη απειλούσαν το Βυζάντιο. Το 567 οι Αβάροι εγκαταστάθηκαν στην Παννονία, όπου σε συμμαχία με τους Λογγοβάρδους κατέστρεψαν το κράτος των Γεπίδων. Το επόμενο έτος οι Λογγοβάρδοι κινήθηκαν προς τη Βόρεια Ιταλία, με αποτέλεσμα οι έποικοι από την Ασία να κυριαρχήσουν στην πεδιάδα της Παννονίας. Τα αβαρικά φύλα σχημάτισαν ισχυρή συμμαχία, στην οποία εντάχθηκαν τα υπολείμματα των ηττημένων Γεπίδων, καθώς και μεγάλες ομάδες Σλάβων και Βουλγάρων. Οι Άβαροι δεν άργησαν να στραφούν εναντίον των παραμεθορίων βυζαντινών πόλεων του Δούναβη: το 582 κατέλαβαν το Σίρμιο και το 584 τη Σιγγιδόνα, το Βιμινάκιο και την Αυγούστα. Κατόπιν έστρεψαν το βλέμμα τους προς νότο και το 586 πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Θεσσαλονίκη. Η επιθετική τους πολιτική εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνεχίσθηκε επί αυτοκράτορα Μαυρικίου και αποκορυφώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Καθώς ήταν απασχολημένος με τον πολυετή αγώνα εναντίον των Περσών, ο Ηράκλειος αναγκάσθηκε να συνάψει επαχθή ειρήνη με τους Αβάρους, καταβάλλοντας υψηλό φόρο υποτέλειας. Μάλιστα, στην απευθείας συνάντηση που είχε με τον Χαγάνο των Αβάρων στη Θράκη το 617, λίγο έλειψε να πέσει θύμα ενέδρας. Γινόταν πλέον φανερό ότι στόχος των Αβάρων ήταν η κατάληψη όλων των ευρωπαϊκών εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της Βασιλεύουσας. Έτσι αυτός ο επεκτατισμός των Αβάρων και οι βλέψεις τους αυτές οδήγησαν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το καλοκαίρι του 626 μΧ.
ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν σε κακή κατάσταση όταν ο Ηράκλειος κατέβαλε την εξουσία. Οι Σλάβοι και οι Άβαροι είχαν εισβάλει στα Βόρεια Βαλκάνια, οι Πέρσες ασκούσαν μεγάλη πίεση στα ανατολικά σύνορα και η αυτοκρατορία είχε χάσει το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας. Επιπλέον η οικονομική και στρατιωτική κατάσταση του κράτους ήταν τουλάχιστον ανησυχητική. Στα τέλη του 619 και στη διάρκεια του 620, έλαβε ως δάνειο από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Σέργιο, τους ανεκτίμητους θησαυρούς της εκκλησίας, ιδίως σε χρυσό και σε αργυρά σκεύη, οι οποίοι παραδόθηκαν στο νομισματοκοπείο για να κοπούν νομίσματα. Ακόμη χάλκινα αγάλματα και άλλα χάλκινα αντικείμενα λέγεται ότι παραδόθηκαν και χρησίμευαν για την κοπή χάλκινων νομισμάτων, τα οποία ήταν απολύτως απαραίτητα για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων στην εκστρατεία τους κατά των Περσών.
Ο Ηράκλειος πέρασε σχεδόν όλη την μακρά περίοδο της βασιλείας του πολεμώντας εναντίον των Περσών και των Αβάρων. Οι Άβαροι έκαναν έφοδο στα προάστια της πρωτεύουσας τον Ιούνιο του 617, αλλά βρήκαν μπροστά τους το μεγάλο εμπόδιο του Θεοδοσιανού τείχους και έτσι γύρισαν πίσω παίρνοντας μαζί τους ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων από την Θράκη.
Το 619, ο Ηράκλειος για να μπορέσει να ανταπεξέλθει το διμέτωπο αγώνα κατά των Περσών και των Αβάρων, υπέγραψε συνθήκη με τους τελευταίους. Αφού αναδιοργάνωσε το στρατό, κινητοποίησε το 622 τις δυνάμεις του στη Μικρά Ασία, κέρδισε πολλές νίκες εναντίον των Περσών και εισέβαλε στην Αρμενία. Η κρίσιμη και μεγαλύτερη σύρραξη έγινε το 626, όταν οι Άβαροι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Η επίθεση απέτυχε και τόσο οι Άβαροι, όσο και οι Πέρσες συνθηκολόγησαν.
Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι το 627 ο Ηράκλειος κατάφερε να εισβάλει στην Περσία, προκαλώντας πανικό. Το αποτέλεσμα ήταν ο αυτοκράτορας να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό. Ο Ηράκλειος, ύστερα από ένα 6ετή πόλεμο επέστρεψε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και επευφημήθηκε από το λαό. Βέβαια τα επόμενα χρόνια για τον Ηράκλειο δεν ήταν καθόλου καλά, γιατί οι Άραβες εισέβαλαν στην Συρία και κατέλαβαν τη Μεσοποταμία, επιτέθηκαν στην Αρμενία και στην Αίγυπτο, πήραν την Αλεξάνδρεια και άρχισαν την προέλαση τους κατά μήκος της ακτής της Βορείου Αφρικής.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
To Βυζάντιο είχε δοκιμαστεί και στο παρελθόν από εισβολείς, οι επιδρομές των οποίων άφηναν ανυπολόγιστες καταστροφές στην οικονομία και στο ανθρώπινο δυναμικό του κράτους. Ήταν όμως η πρώτη φορά που η ίδια η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε κατά μέτωπο τους εισβολείς. Ο Χαγάνος των Αβάρων είχε και παλαιότερα επιχειρήσει παρόμοια επίθεση φτάνοντας με τα στρατεύματα του κοντά στην Πόλη. Ο Ηράκλειος τότε συναντήθηκε με τον Χαγάνο στα Μακρά Τείχη και έκανε ειρήνη ενώ από την άλλη μεριά ο βάρβαρος ηγεμόνας αποχώρησε παίρνοντας μαζί του μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων.
Το 626 η Κωνσταντινούπολη δοκίμασε τον μεγαλύτερο κίνδυνο μιας διπλής επίθεσης από τους Πέρσες και τους Αβάρους. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 626 υπήρξε κομβικό σημείο στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Αβάρους. Οι τελευταίοι σχεδίαζαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα την κατάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας και δεν πτοήθηκαν ούτε από την αποτυχία να εξουδετερώσουν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα το 617. Παρά τις μεγάλες χορηγίες που έλαβε το 619 από τη βυζαντινή πλευρά (ετήσιο φόρο ύψους 200.000 χρυσών νομισμάτων και επιφανείς ομήρους), ο φιλόδοξος Χαγάνος των Αβάρων δεν σταμάτησε τις μεγάλης κλίμακας προετοιμασίες για την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Εκμεταλλευόμενοι τις δυσκολίες των Βυζαντινών στο ανατολικό μέτωπο, όπου βρισκόταν ο Ηράκλειος από το 622, οι Αβάροι αθέτησαν τη συμμαχία με τους Βυζαντινούς και από κοινού με τους Πέρσες αποφάσισαν να πολιορκήσουν τη βυζαντινή πρωτεύουσα.
Τον Ιούνιο του 626, ο Χαγάνος των Αβάρων αποφάσισε να επιτεθεί κατά του Βυζαντίου ερχόμενος πρώτα σε συνεννόηση με τους Πέρσες για μία κοινή στρατιωτική επιχείρηση, η οποία ήταν σίγουρο ότι θα προκαλούσε περισπασμό και σύγχυση στις δυνάμεις του Ηρακλείου. Ο Ηράκλειος βρισκόμενος στη Σεβάστεια πληροφορήθηκε εγκαίρως το σχέδιο του Χαγάνου για την συνδυασμένη επίθεση κατά του Βυζαντίου, για αυτό και προσπάθησε να αποτρέψει την κίνηση αυτή των Αβάρων με χρήματα και υποσχέσεις, μη δυνάμενος να αντιμετωπίσει δύο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις σε δύο μέτωπα. Την ασφάλεια της Πόλης την είχε εμπιστευθεί στον πατρίκιο Βώνο, στέλνοντας οδηγίες για την αντιμετώπιση της επικείμενης επίθεσης. Ταυτόχρονα, απέστειλε προς ενίσχυση και ένα επίλεκτο σώμα 12.000 θωρακοφόρων ιππέων. Στο μεταξύ όμως ήδη είχε περάσει στη Μικρά Ασία από την Συρία ένα στράτευμα υπό τον Σαρμπαράζ, το οποίο στρατοπέδευσε απέναντι ακριβώς από την Βασιλεύουσα, στη Χαλκηδόνα, αναμένοντας την άφιξη των Αβάρων. Οι αρχές της Βασιλεύουσας, εν όψει των εξελίξεων είχαν στείλει μια πρεσβεία στον Χαγάνο των Αβάρων με επικεφαλής τον πατρίκιο Αθανάσιο, αλλά οι ειρηνευτικές του προτάσεις απορρίφτηκαν δίχως καμία συζήτηση.
Στις αρχές Ιουνίου 626 εμφανίσθηκαν μπροστά στη Χαλκηδόνα, στις μικρασιατικές ακτές του Βοσπόρου, τα στρατεύματα του Πέρση στρατηγού Σαρβαραζά. Αναμένοντας την άφιξη του Χαγάνου, ο Σαρβαραζάς πυρπόλησε τα προάστια της Χαλκηδόνας, εκκλησίες και πολυτελείς επαύλεις. Η πρώτη αβαρική στρατιά, η οποία αποτελούνταν από 30.000 ιππείς, έφτασε στα Μακρά Τείχη της Βασιλεύουσας στις 29 Ιουνίου και στρατοπέδευσε στη θέση Μελαντιάς, 19 χιλιόμετρα από την Πόλη, κοντά στο Μαρμαρά. Ο κύριος όγκος του στρατού με τα πολιορκητικά μηχανήματα θα έφτανε ένα μήνα αργότερα. Αρχικά, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας μπορούσαν να βγαίνουν από τα τείχη για να ασχοληθούν με τις γεωργικές τους εργασίες χωρίς να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο, αν και οι επιδρομείς περιπολούσαν τα τείχη μη επιτρέποντας την έξοδο από την πόλη για τη συλλογή ζωοτροφών. Οι πρώτες εχθροπραξίες σημειώθηκαν περίπου δέκα μέρες αργότερα στις 8 Ιουλίου στις Συκές και σε άλλα προάστια έξω από τα τείχη, δυτικά της πρωτεύουσας, όπου λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν πολλά κτίσματα και εκκλησίες. Η κατάσταση έγινε χειρότερη όταν στις 29 Ιουλίου έφτασε στην Πόλη ο υπόλοιπος στρατός του Χαγάνου αποτελούμενος από Σλάβους και Βουλγάρους πολεμιστές. Οι πολιορκητές συνολικά έφταναν τους 80.000.
ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΗΤΤΑ ΑΒΑΡΩΝ
Η πρώτη μεγάλη επίθεση άρχισε την 1η Αυγούστου αλλά αποκρούστηκε επιτυχώς. Οι Άβαροι είχαν κατασκευάσει πολιορκητικές μηχανές και πύργους που ξεπερνούσαν το ύψος των τειχών, αλλά και οι υπερασπιστές της Πόλης έδειξαν μεγάλη ανδρεία υπερβάλλοντας εαυτούς σε τόλμη και αγωνιστικότητα. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν, όμως παρά την σφοδρότητα τους δεν ήταν αποτελεσματικούς. Το ίδιο διάστημα, ο περσικός στρατός παρέμενε σε απραξία, ολότελα αποκομμένος στην ασιατική ακτή, διότι η μεταφορά του στο πεδίο των επιχειρήσεων προϋπόθετε τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου, αν όχι την καθολική κυριαρχία στην θάλασσα. Αυτό όμως αποδείχθηκε ανέφικτο παρά τον μεγάλο αριθμό των μονόξυλων που είχαν φέρει μαζί τους για αυτό το σκοπό οι Σλάβοι σύμμαχοι.
Ο Ηράκλειος είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην άμυνα της Πόλης και ειδικά στα τείχη της και δεν έκανε το σφάλμα να εγκαταλείψει την Ανατολή. Καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας διαδραμάτισαν και τα Θεοδοσιανά τείχη που έκαναν πολύ δύσκολες τις επιχειρήσεις των Αβάρων. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 408 υπό την επίβλεψη του έπαρχου των πραιτορίων της Ανατολής Ανθέμιου, ενώ μετά από ένα σεισμό επισκευάστηκαν και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 447. Η ισχυρή διπλή σειρά τειχών προστάτευσε την πόλη. Τα χερσαία τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων και είχαν χτιστεί με σύνθετο τρόπο ως μια διπλή οχυρωματική γραμμή. Δηλαδή οι εισβολείς συναντούσαν πρώτα μια αμυντική τάφρο και ύστερα το έξω τείχος, γνωστό και ως μικρόν τείχος, ενώ εάν περνάγανε το πρώτο συναντούσαν το μεγαλύτερο έσω τείχος, γνωστό και ως μέγα τείχος ή κυρίως τείχος. Η τάφρος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21 μέτρα και απείχε από το έξω τείχος 15 με 17 μέτρα. Το έξω τείχος προστέθηκε στις επισκευές του 447, και είχε πάχος 2,5 μέτρα και ύψος 7 μέτρα χωρίς επάλξεις και 8 με 8,5 μέτρα με τις επάλξεις. Κάθε 50 μέτρα υψωνόντουσαν τετράγωνοι πύργοι ύψους περίπου 10 μέτρων ο καθένας και ήταν συνολικά 96 πύργοι. Ανάμεσα στο έξω τείχος και το έσω τείχος υπήρχε ένας περίβολος πλάτους 15 με 20 μέτρων. Το έσω τείχος είχε πάχος 5 μέτρα και ύψος 10 μέτρα χωρίς τις επάλξεις ενώ με τις επάλξεις έφτανε τα 13 μέτρα. Ανά 60 με 70 μέτρα ορθωνόντουσαν τετράγωνοι ή οκτάγωνοι πύργοι που έφταναν τα 19 μέτρα, συνολικά είχε 96 πύργους όπως το έξω τείχος, ενώ ανάμεσα σε δυο πύργους του έσω τείχους παρεμβάλλονταν ένας του έξω τείχους.
Κατά μήκος του χερσαίου τείχους υπήρχαν 10 πύλες, εναλλάξ μια πολιτική και μια στρατιωτική, ενώ υπήρχε και μια επίσημη για την είσοδο του αυτοκράτορα. Αυτή η πύλη ήταν η λεγόμενη Χρυσή Πύλη, η πιο περίλαμπρη από όλες, στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το οχυρό Επταπύργιο(τουρκ. Γιεντί Κουλέ). Οι υπόλοιπες πολιτικές πύλες ήταν οι πύλες του Αγίου Ρωμανού, του Ρηγίου ή Ρουσίου, της Σηλυβρίας (ή Ζωοδόχου Πηγής ή Μελαντιάδος), του Χαρισίου ή Πολυανδρίου, που μένανε ανοικτές όλο το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Οι στρατιωτικές πύλες οδηγούσαν μόνο στον περίβολο μεταξύ των τειχών, και ήταν αριθμημένες, από νότο προς βορρά: η Πύλη του Πρώτου ή αλλιώς Πύλη του Χριστού, η Πύλη του Δευτέρου, η Πύλη του Τρίτου, η Πύλη του Τέταρτου και η Πύλη του Πέμπτου. Επίσης υπήρχαν κάποιες μικρότερες πύλες γνωστές ως πυλίδες που χρησίμευαν στους στρατιώτες, για να ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη, στους αγγελιαφόρους ή τους μυστικούς καλεσμένους ή επισκέπτες του αυτοκράτορα και στους μοναχούς που τις χρησιμοποιούσαν για να πηγαινοέρχονται στα μοναστήρια. Τα τείχη στην θάλασσα ήταν μικρότερα αλλά ήταν χτισμένα ακριβώς δίπλα στη θάλασσα ώστε να μην μπορεί να αποβιβαστεί ο εχθρός εάν δοκίμαζε επίθεση από τη θάλασσα. Τα τείχη ήταν μονά σε όλο τους το μήκος, με εξαίρεση τη συνοικία του Πετρίου στον Κεράτιο. Τα τείχη είχαν πάχος 3 με 4 μέτρα ενώ το ύψος τους είχαν 10 μέτρα στον Κεράτιο κόλπο και 13 με 15 μέτρα στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Και στα παράκτια τείχη υπήρχαν πύργοι, ύψους περίπου 13 με 15 μέτρων, αλλά ορθωνόντουσαν σε ακαθόριστα διαστήματα πάνω στα τείχη. Οι πύλες του παράκτιου τείχους ήταν μικρότερες του χερσαίου τείχους και λειτουργούσαν κυρίως ως εμπορικές για τους εμπόρους και για εφοδιασμό για τα στρατεύματα μέσω της θαλάσσιας οδού. Για την ασφάλεια του Κερατίου κόλπου οι Βυζαντινοί έκλειναν το στόμιο του κόλπου με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα που εκτεινόταν μέχρι τη συνοικία του Γαλατά.
Η Πύλη του Βελιγραδίου όπως είναι αναστηλωμένη σήμερα. (http://www.pamekonstantinoupoli.gr/sight.php?ID=7)
Οι κινήσεις των Αβάρων περιορίστηκαν αρχικά στα βραχώδη παράλια, κοντά στη γέφυρα του Αγίου Καλλίνικου, όπου ήταν αδύνατο να προσεγγίσει ο βυζαντινός στόλος που παρεμπόδιζε κάθε τους ενέργεια. Βλέποντας το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το στράτευμα του και προκειμένου να κάμψει το ηθικό των πολιορκημένων, ο Χαγάνος κατέφυγε σε ψυχολογικό πόλεμο. Σε μια συνάντηση που είχε με Βυζαντινούς αξιωματούχους και παρουσία Περσών πρεσβευτών ζήτησε και πάλι την παράδοση της Πόλης υποσχόμενος την ασφάλεια των κατοίκων, οι οποίοι θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους μόνο ένα μανδύα και ένα υποκάμισο. Οι Πέρσες πρεσβευτές τον διαβεβαίωσαν μάλιστα ότι ήταν έτοιμοι να του δώσουν σε ενίσχυση των δυνάμεων του ακόμη 3.000 στρατιώτες. Δεν έμενε λοιπόν άλλη επιλογή ούτε και ελπίδα σωτηρίας για τους Βυζαντινούς από το να παραδοθούν. Προφανώς όμως η κατάσταση για τους πολιορκημένους δεν ήταν τόσο δεινή και απελπιστική όσο την παρουσίασε ο Χαγάνος.
Aπεικόνιση της πολιορκίας των Άβαρων( http://18istoria.blogspot.com/)
Στη συνέχεια, οι Σλάβοι επιχείρησαν με τα μονόξυλα τους να περάσουν στην ασιατική ακτή από διαφορετικό σημείο και συγκεκριμένα από τη θέση Χαλάς, για να μεταφέρουν τους Πέρσες, αλλά και αυτή τη φορά ο βυζαντινός στόλος εμπόδισε την προσπάθεια τους στις 3 Αυγούστου.
Οι Άβαροι, ενοχλημένοι προφανώς από τη βυζαντινή διπλωματία, η οποία προσπαθούσε να ενισχύσει και να έχει συμμάχους τους Χρωβάτους (Κροάτες) και τους Σέρβους, όχι μόνο καταπάτησαν τη συνθήκη ειρήνης που είχαν με τους Βυζαντινούς αλλά ήρθαν και σε συνεννόηση με τους Πέρσες για να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη ενόσω ο Ηράκλειος βρισκόταν μακριά. Όταν ο Ηράκλειος πληροφορήθηκε τη συμφωνία των Αβάρων με τους Πέρσες έστειλε στον Χαγάνο προτάσεις ειρήνης αλλά αυτός τις απέρριψε. Τότε ο Ηράκλειος, χωρίς ούτε καν να διανοηθεί να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε εντολή να επισκευασθούν οι οχυρώσεις της πόλης, να κατασκευασθούν αμυντικές μηχανές και να εξασφαλισθεί ο επισιτισμός των κατοίκων για αρκετόν καιρό. Για να ενισχύσει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης ο Ηράκλειος έστειλε 12.000 άνδρες ενώ εμπιστεύθηκε το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς του στον αδελφό του Θεόδωρο με την εντολή να σπεύσει να βοηθήσει τους πολιορκημένους, αφού προηγουμένως συνέτριβε τον στρατό του Σαήν.
Πράγματι ο Θεόδωρος νίκησε τον Σαήν κοντά στα Σάταλα. Ο Σαήν από τη στενοχώρια του έπαθε συγκοπή και πέθανε, και ο Θεόδωρος συνέχισε την πορεία του προς την Κωνσταντινούπολη ώστε να σπεύσει σε βοήθεια των πολιορκούμενων. Στο μεταξύ ο άλλος πέρσης στρατηγός, ο Σαρβαράζ, έφθανε στα μέσα Ιουνίου του 626 με τον στρατό του στη Χαλκηδόνα και περίμενε τους Αβάρους να κάνουν την εμφάνισή τους. H εμπροσθοφυλακή των Αβάρων από 30.000 άνδρες εμφανίστηκε έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης στις 29 Ιουνίου και με συνθηματικές πυρές έκαναν γνωστή την παρουσία τους στους Πέρσες. Ένα μήνα αργότερα εμφανίστηκε ο Χαγάνος με τον κύριο όγκο της στρατιάς του, πάνω από 150.000 άνδρες, στην οποία συμμετείχαν Σλάβοι και Βούλγαροι, και έστησε τις πολιορκητικές μηχανές του.
Στην πολιορκημένη Πόλη ο μάγιστρος Βώνος επιθεωρούσε τον στρατό και τις οχυρώσεις ενώ ο πατριάρχης Σέργιος, κρατώντας την εικόνα της Θεοτόκου, περιφερόταν στα τείχη εμψυχώνοντας τους μαχητές. Οι επιθέσεις των πολιορκητών συνεχίστηκαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο πατριάρχης Σέργιος με κηρύγματα, ολονύχτιες ακολουθίες και κατανυκτικές λιτανείες διατήρησε άγρυπνο τον θρησκευτικό ενθουσιασμό του πληθυσμού, και οι έμπειροι φρουροί αντέκρουσαν όλες τις επιθέσεις των εχθρών. Ο μάγιστρος Βώνος ζήτησε και πάλι συνθηκολόγηση από τον Χαγάνο, αλλά αυτός απάντησε ότι απαιτούσε να του παραδώσουν την πόλη και οι πολίτες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν με ότι θα μπορούσε ο καθένας να πάρει μαζί του. Αν δεν το έκαναν όμως, δεν έπρεπε να περιμένουν το έλεός του.
Στις 7 Αυγούστου οι Σλάβοι προσπάθησαν να προσεγγίσουν με τα μονόξυλα τους την περιοχή των Βλαχερνών σχεδιάζοντας μαζί με τους Βουλγάρους οπλίτες να διασπάσουν τα τείχη της Πόλης. Στη ναυμαχία που ακολούθησε το βυζαντινό ναυτικό, ενισχυμένο από Αρμένιους ναύτες, αποδείχθηκε υπέρτερο από τα μονόξυλα των επιδρομέων, οι οποίοι, όπως φαίνεται, επιχείρησαν την επιδρομή τους χωρίς να έχουν έρθει σε σωστή συνεννόηση με τους Αβάρους. Το σύνθημα της επίθεσης δόθηκε από τους Βυζαντινούς με αποτέλεσμα οι ανυποψίαστοι Σλάβοι να πέσουν στην ενέδρα των Αρμενίων ναυτικών και να αποδεκατιστούν. Τελικά αυτή η ναυμαχία έκρινε την έκβαση του πολέμου.
Ο Χαγάνος αμέσως μετά την καταστροφή που υπέστη το ναυτικό του διέταξε την άμεση υποχώρηση των στρατευμάτων του. Ο ίδιος είχε παρακολουθήσει τη ναυμαχία από ένα λόφο στον Κεράτιο Κόλπο και γνώριζε ότι η Πόλη ήταν πλέον απόρθητη.
Κατά την υποχώρηση δεν προέβη σε μεγάλες καταστροφές. Διέταξε όμως να καούν οι πολιορκητικές μηχανές που άφησε πίσω του. Οι Πέρσες βλέποντας από την ασιατική ακτή τη φωτιά πίστεψαν ότι η Πόλη έπεσε στα χέρια των Αβάρων και παραδόθηκε στις φλόγες, για αυτό και είχαν δυσαρεστηθεί που δεν συμμετείχαν στην λεηλασία. Η λύτρωση αποδόθηκε στην «Υπέρμαχο Στρατηγό», τη Θεοτόκο των Βλαχερνών, αφού η ναυμαχία έγινε στο μέρος του Κεράτιου που βρίσκεται κοντά στα ανάκτορα των Βλαχερνών. Προς τιμήν της από τότε ψάλλεται ο Ακάθιστος Ύμνος (Χαιρετισμοί), που αποδίδεται στο Ρωμανό Μελωδό, το Σέργιο ή το Γεώργιο Πισίδη.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Στην Κωνσταντινούπολη επικράτησε ανακούφιση και οι πολίτες επιδόθηκαν σε πανηγυρισμούς, όμως από επιφύλαξη δεν έβγαιναν έξω από τα τείχη, διότι αβαρικά στρατεύματα περιφέρονταν στα προάστια και πυρπολούσαν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Η βυζαντινή πλευρά απέρριψε την πρόταση των Αβάρων για νέες διαπραγματεύσεις. Μετά από αυτό, συνειδητοποιώντας ότι ο επιθυμητός στόχος διέφυγε ανεπιστρεπτί και διά παντός, ο Χαγάνος εγκατέλειψε την περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Ο περσικός στρατός, ο οποίος δεν έλαβε ενεργό μέρος στη μάχη, αλλά βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής, παρέμεινε στην περιοχή της Χαλκηδόνος έως την άνοιξη του 627, όμως αυτό δεν είχε πλέον καμία στρατηγική σημασία.
Οι Βυζαντινοί διατήρησαν στη μνήμη τους το γεγονός της σωτηρίας της Κωνσταντινούπολης, γιορτάζοντας κάθε χρόνο την 7η Αυγούστου ως μεγάλη εορτή. Ως αίτια της ήττας των Αβάρων μπροστά στην Κωνσταντινούπολη αναφέρονται η έλλειψη τροφίμων, η λανθασμένη τακτική στη θάλασσα, η εθνική ετερογένεια των επιδρομέων (Αβάροι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Γεπίδες), αλλά και το γεγονός ότι επρόκειτο για ιδιαίτερα φιλόδοξη επιχείρηση. Οι Αβάροι ποτέ δεν ανέκτησαν πραγματικά τη δύναμή τους μετά από αυτήν την αποτυχία και ο έλεγχός τους πάνω στα ποικίλα φύλα από έναν ευρύτατο χώρο – από την Κεντρική Ευρώπη έως τον Καύκασο – αποδυναμώθηκε σημαντικά.
Η ήττα των Αβάρων ενθάρρυνε τα υποτελή τους σλαβόφωνα (Σλάβους, Σέρβους, Κροάτες) και τουρκόφωνα (Βουλγάρους) φύλα να αποσπαστούν σταδιακά από την κηδεμονία του χαγάνου και να σχηματίσουν με την υποστήριξη του Βυζαντίου δικά τους κράτη. Οι Κροάτες και οι Σέρβοι, αρχικά εγκατεστημένοι πίσω από τα Καρπάθια, κατέβηκαν στα Βαλκάνια και αφού δέχτηκαν τον χριστιανισμό επί Ηρακλείου, εγκαταστάθηκαν στην ενδοχώρα ανάμεσα στα αδριατικά παράλια και τον ποταμό Σάβο: οι Κροάτες προς Βορρά στην Ιστορία, πατρίδα των αρχαίων Θρακών. Τις πληροφορίες αυτές δίνουν μεταγενέστερα έργα, όπως του Κωνσταντίνου Ζ΄ (10ου αιώνα). Οι σλαβικές φυλές, που έμειναν γνωστές ως «επτά γενεές» ή «Σεβέρεις» (Θεοφάνης), εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Μοισία, νότια του Δούναβη.
Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι η συντριβή των Αβάρων είχε ως αποτέλεσμα να ναυαγήσουν και τα περσικά σχέδια. Ο Σαρβαράζ εγκατέλειψε τη Χαλκηδόνα και υποχώρησε με τον στρατό του στη Συρία, ενώ ο δεύτερος στρατηγός των Περσών Σαήν, δέχθηκε συντριπτική ήττα από τον αδελφό του αυτοκράτορα Θεόδωρο. Ο κίνδυνος είχε πλέον περάσει και έτσι άνοιξε το έδαφος για την μεγάλη αντεπίθεση των Βυζαντινών.
Οι Άβαροι, που τον 6ο αιώνα και στις αρχές του 7ου ήταν επικυρίαρχοι των φυλών που προαναφέρθηκαν, σταδιακά υποχώρησαν προς την κεντρική Ευρώπη. Το αβαρικό κράτος συνέχισε μεν να υπάρχει έως τις αρχές του 9ου αι., όταν το διέλυσε ο Φράγκος ηγεμόνας Καρλομάγνος, όμως ποτέ δεν επανέκτησε την παλαιά του δύναμη και αίγλη. Στην κεντρική Ευρώπη εγκαταστάθηκαν (μέσα 7ου αιώνα) και οι σλαβικές ομάδες του Σάμο, φραγκικής καταγωγής εμπόρου, ιδρυτή του πρώτου σλαβικού κράτους στην Ευρώπη, που εκτεινόταν από τον Άνω Έλβα ως το Μέσο Δούναβη (Αυστρία, Μοραβία, Βοημία, Σλοβενία). Η αποτυχία μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης υπήρξε η αρχή του τέλους για τους Αβάρους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Υπήρξαν διάφορες πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης κατά την διάρκεια της ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η πολυπόθητη πόλη από την ίδρυση της. Χωρίς να αναφερθούμε εκτενώς στις συνθήκες κατά τις οποίες ιδρύθηκε η πόλη από τον Μέγα Κωνσταντίνο, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στην σημασία της γεωγραφικής της θέσης, ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, σε επαφή με σημαντικούς πολιτισμούς της εποχής και στο σταυροδρόμι μεγάλων εμπορικών δρόμων στην ξηρά και στην θάλασσα. Επιπλέον, μέσα από πολλές κατακτήσεις και την εκ νέου κατακτήσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο βυζαντινός κόσμος είχε έρθει σε πολλές επαφές με λαούς, συχνά εχθρικούς, που εποφθαλμιούσαν την υπεροχή της πόλης, όπως οι Βούλγαροι, οι Πέρσες, οι Οθωμανοί, όπως επίσης οι Ιταλοί, οι Νορμανδοί, χωρίς να παραλείψουμε και τους Σταυροφόρους. Από τις περιγραφές της Κωνσταντινούπολης κατά τον Μεσαίωνα, από τους Δυτικούς και τους Άραβες, αναφέρεται ότι η πόλη ήταν γεμάτη με πλούτη που προσέλκυσαν το φθόνο.
Κατά την διάρκεια της χιλιετούς ιστορίας της, η Κωνσταντινούπολη, ως κληρονόμος της παλαιάς πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της περίλαμπρης Ρώμης, είχε πάντα μια ιδιαίτερη αύρα. Κατά την διάρκεια της ιστορίας της έζησε τριάντα απόπειρες κατάκτησής της, από τις οποίες μόνο δύο κατέληξαν σε άλωση της πόλης, το 1204 από τους Σταυροφόρους και το 1453 από τους Οθωμανούς. Οι Άβαροι απέτυχαν να καταλάβουν την Πόλη κάτι που πέτυχαν μόνο όπως προαναφέρθηκε οι Σταυροφόροι και οι Οθωμανοί. Αυτό όμως το οποίο έγινε φανερό και με την πολιορκία των Αβάρων ήταν ότι τα τείχη της Βασιλεύουσας ήταν ένα μεγάλο όπλο των πολιορκημένων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ , ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΙ, , ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΝΑΚΗ, ΤΟΜΟΣ Α΄ (4Ος- 7Ος αι.)
- ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ, ΤΟΜΟΣ 11, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
- ΑΛΕΞΙΟΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ συνεργασία: ΛΑΖΑΡΟΣ Α. ΔΕΡΙΖΙΩΤΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ,ΤΟΜΟΣ Α΄ 284-717 μ.χ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
- GEORG OSTROGORSKY, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦ.Δ.ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ
- WIKIPΕDIA
- 76
- 2900