Grundrisse: Το χρήμα σαν σύμβολο της αλλοτρίωσης – Tου Λευτέρη Στάικου
Οι βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundrisse), συντάχθηκαν από τον Καρλ Μαρξ στα τέλη της δεκαετίας του 1850, συγκεκριμένα μεταξύ 1857-1858, και για πολλά χρόνια παρέμεναν άγνωστα στο ευρύ κοινό, ωσότου εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1939. Έκτοτε, θα αποτελούσαν ένα πεδίο με το οποίο θα καλούνταν να αναμετρηθούν όλοι όσοι επεδίωκαν την κατανόηση της μαρξικής σκέψης. Η πρόσληψή τους, καθώς και οι ερμηνευτικές που επιχειρήθηκαν από τους μαρξιστές θεωρητικούς, ποικίλαν, ωστόσο ορισμένα θεμελιακά στοιχεία του έργου, εντοπίστηκαν και επισημάνθηκαν από όλα σχεδόν τα ρεύματα σκέψης.
Πιο ειδικά, μέσα απ’ την ανάγνωση του περιεχομένου του, διαφαίνεται το ιδιότυπο της σχέσης Μαρξ-Χέγκελ, μιας σχέσης μαθητή-δασκάλου, που εμπεριέχει σε μια διαλεκτική ενότητα την οφειλή, συγχρόνως δε και την τη ρήξη του πρώτου με τον δεύτερο, κάτι το οποίο είχε ήδη διαγνώσει κι ο ίδιος ο Μαρξ, δηλώνοντας πως <<ερωτοτροπεί με την εγελιανή μέθοδο>>. Παράλληλα, στις Grundrisse, θίγονται κι αναπτύσσονται ζητήματα, μερικά εκ των οποίων επανεμφανίζονται λίγο αργότερα στο Κεφάλαιο, προετοιμάζοντας ουσιαστικά έτσι την χρυσή ατραπό για την -όπως γράφει ο Postone- <<αποσαφήνιση της συνεκτικής αντίληψης του Μαρξ για τον κατεξοχήν πυρήνα του καπιταλισμού και για την ουσία της ιστορικής του υπέρβασης>>.
Σε κάθε περίπτωση, ο εν πολλοίς αποσπασματικός και οπωσδήποτε πολύπλοκος ως προς το γλωσσικό ύφος χαρακτήρας του κειμένου, δεν στάθηκε ικανό εμπόδιο στην αναγνώριση κι εκτίμησή του από τους μελετητές, εκ των οποίων κάποιοι το θεώρησαν εννοιολογικά αυτάρκες έργο, ενώ άλλοι πρελούδιο του Κεφαλαίου.
Όπως και να ‘χει, πέρα κι έξω από τις όποιες προσεγγίσεις, στις Grundrisse, ο Μαρξ καταγίνεται με μια ευρύτατη θεματολογία, που εκκινεί από το πεδίο της αμιγούς πολιτικής οικονομίας (πχ. το ζήτημα της αξίας, του χρήματος, της διάρθρωσης του παραγωγικού προτσές) και φτάνει ως την κομβικής σημασίας για σύνολη τη μαρξιστική φιλοσοφία, έννοια της αλλοτρίωσης, όπως επίσης και σε άλλα κεντρικά ζητήματα, την οργάνωση της εργασίας και τον ελεύθερο χρόνο στην καπιταλιστική, εν συγκρίσει με την κομμουνιστική κοινωνία.
Στις γραμμές που ακολουθούν, θα επιχειρηθεί μια σύντομη -καίτοι διεισδυτική- παρουσίαση των θέσεων του Μαρξ πάνω στο χρήμα σαν σύμβολο της αλλοτρίωσης, όπως αυτές διατυπώνονται στην ομώνυμη ενότητα του έργου.
Η όλη ανάλυση ξεκινά με μια αδρή περιγραφή του προτσές της μετατροπής του προϊόντος σε εμπόρευμα, ήτοι σε αξία χρήσης που προορίζεται για την αγορά, ως οργανικό, πλην καθαρό στοιχείο της ανταλλακτικής φάσης. Προκειμένου να μπορέσει να πραγματωθεί η ανταλλακτική πράξη, ή εναλλακτικά η ανταλλαγή, προϋποτίθεται η μετατροπή του εμπορεύματος σε ανταλλακτική αξία, ανεξάρτητα απ’ την καθεαυτή χρηστική του αξία. Πρόδηλα, η μετατροπή αυτή, εξυπηρετεί μια εμπορευματική αναγκαιότητα, που εμπεδώνεται στην δυνατότητα του συγκεκριμένου -κι όχι αφηρημένου- εμπορεύματος να ανταλλάσσεται με μια άλλη αξία, ομόλογή του.Η δυνατότητα ταύτισης του εμπορεύματος σαν ανταλλακτική αξία, επιτυγχάνεται διαμέσου της ανταλλαγής του με ένα σύμβολο, το οποίο επομένως <<αντιπροσωπεύει>> την ανταλλακτική του αξία <<με την κυριολεκτική έννοια>> όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μαρξ.
Πλέον, υπό την συμβολική του μορφή, τη χρηματική, το εμπόρευμα μπορεί να ανταλλαχθεί εκ νέου με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα. Αυτή ακριβώς η διττή μετατροπή, αφενός του προϊόντος σε εμπόρευμα κι αφετέρου του εμπορεύματος σε ανταλλακτική αξία, συνεπάγεται την εξίσου διπλή υπόσταση-ταυτότητα του τελευταίου. Πού έγκειται ωστόσο αυτή η δισυπόσταση; Στην επιτέλεση μιας διπλής λειτουργίας, την ίδια στιγμή της πραγματικής τουανταλλαγής: την λειτουργία του από τη μια πλευρά ως φυσικού προϊόντος, όπου εδώ η έμφαση δίδεται στην αξία χρήσης του, και από την άλλη, στη λειτουργία του ως ανταλλακτικής αξίας. Το δισυπόστατο, σημαίνει εκ των πραγμάτων την ταυτόχρονη ύπαρξη δυο παράλληλων είναι, τα οποία μολονότι ενσωματώνονται, εντούτοις αυτονομούνται και εξετάζονται θεωρητικά διακριτά το ένα απ’ τ’ άλλο. Αυτή η φαινομενικά αντινομική πραγματικότητα, αίρεται όταν το εμπόρευμα ιδωθεί υπό την έποψη της ανταλλαγής. Εκεί, αυτό, απολύει την φυσική του ιδιότητα, καθοριζόμενο αποκλειστικά από την ανταλλακτική του αξία. Εφόσον πραγματώνεται ως τέτοιο από αυτήν, κι αυτή με τη σειρά της συνεπώς θα πρέπει αντικειμενικά να υπάρχει.
Στο σημείο αυτό, φτάνει ο Μαρξ στο δομικό ορισμό: << Η ανταλλακτική αξία που είναι αποσπασμένη από το προϊόν και υπάρχει αυτή η ίδια δίπλα σ' αυτό σαν εμπόρευμα, είναι το χρήμα>>. Συνακόλουθα, συμπεραίνεται ότι η ανταλλακτική αξία ως εμπράγματος εγκιβωτισμός των ιδιοτήτων του εμπορεύματος, παρουσιάζεται αντικειμενοποιημένη, ξεχωριστά απ’ αυτό.
Ο Μαρξ, συνεχίζει, τοποθετώντας το χρήμα στην ιστορική του διάσταση, διευκρινίζοντας πως οι όποιες απαιτήσεις κατάργησής του, όσο βέβαια η ανταλλακτική αξία παραμένει η κοινωνική μορφή των προϊόντων, δεν είναι παρά άτοπες, αφ ης στιγμής το χρήμα δημιουργείται απ’ αυτή.
Ποιες όμως είναι οι ιδιότητες του χρήματος; Ο Μαρξ, απαριθμεί τέσσερις (4), όλες απορρέουσες από τον βασικό καθορισμό του χρήματος σαν ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων, αξία αυτονομημένη, άρα ανεξάρτητη κι ως εκ τούτου αντικειμενοποιημένη. Το χρήμα είναι: 1) ένας κανόνας μέτρησης, 2) μέσο ανταλλαγής, 3) αντιπρόσωπος των εμπορευμάτων και 4) γενικό εμπόρευμα δίπλα στα ιδιαίτερα είδη εμπορευμάτων.
Είναι μάλλον αδήριτη η ανάγκη πριν προχωρήσουμε να ξεδιαλύνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, όταν ο Μαρξ γράφει αναφορικά με την 1η ιδιότητα <<κανόνας μέτρησης>>, εννοεί προφανώς την μέτρηση της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, και δεύτερον, η 4η ιδιότητα του χρήματος ως γενικού εμπορεύματος πλάι στα άλλα, σημαίνει την πραγματοποιημένη, αλλά πραγματοποιούμενη μορφή υπό την οποία εμφανίζεται το κεφάλαιο. Θυμίζω παρεκβατικά πως το κεφάλαιο, πέρα από σχέση, ορίζεται ως <<αξία που δημιουργεί αξία>>, <<αυτοαξιοποιούμενη αξία, αυτοαυξανόμενη αξία>>, <<νεκρή συσσωρευμένη εργασία που ζωντανεύει ρουφώντας ζωντανή εργασία>>. Το κεφάλαιο στην αρχική του μορφή, πριν δηλαδή επενδυθεί για τα μέσα παραγωγής και την εργατική δύναμη,(σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο)εμφανίζεται ως χρήμα.
Προχωρώντας στην ανάλυσή του, ο Μαρξ κάνει μια πολύ εύστοχη παρατήρηση: όσο εντείνεται ο καταμερισμός της εργασίας, με άλλα λόγια ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, άλλο τόσο εντείνεται και η ανάγκη της ανταλλαγής και της μετατροπής του προϊόντος σε αντικειμενοποιημένη-αυτούσια ανταλλακτική αξία. Κι εφόσον η τάση της παραγωγής είναι να διευρύνεται και να κοινωνικοποιείται όλο και περισσότερο, η δύναμη του χρήματος ως φορέα της αλλοτριωμένης κοινωνικής σχέσης, αυξάνει ανάλογα. Οι παραγωγοί σταδιακά ανεξαρτητοποιούνται από την φάσης της ανταλλαγής κι αντίστροφα, η φάση της ανταλλαγής ανεξαρτητοποιείται απ’ αυτούς° το προϊόν ως προϊόν, απομακρύνεται από το προϊόν ως ανταλλακτική αξία. Παρενθετικά -προοικονομώντας μια επόμενη ανάλυση- ο Μαρξ αναφέρεται, σε επίπεδο απλής διαπίστωσης στο συγκεκριμένο σημείο του έργου, στην εξελικτική μετατροπή όλων των σχέσεων των προκαπιταλιστικών σχηματισμών (πρωτόγονου κομμουνιστικού, δουλοκτητικού, φεουδαρχικού) σε χρηματικές σχέσεις.
(Προς αποφυγή παρανόησης, παραθέτω ολόκληρο το χωρίο): << […] θα χρειαστεί να αναλυθούν λεπτομερειακά τα αποτελέσματα του μετασχηματισμού όλων των σχέσεων σε χρηματικές σχέσεις: ο φόρος σε είδος γίνεται φόρος σε χρήμα, η πρόσοδος σε είδος γίνεται πρόσοδος σε χρήμα, η στρατιωτική υπηρεσία γίνεται στρατολογία μισθοφόρων και ειδικά όλες οι προσωπικές παροχές υπηρεσιών παίρνουν χρηματική μορφή και η πατριαρχική και η δουλοχτητική, δουλοπαροικιακή και συντεχνιακή εργασία μετατρέπονται σε καθαρή μισθωτή εργασία>>.
Το ερώτημα που τίθεται κατόπιν, αναφορικά με το εάν το αυτόνομο χρήμα, δίπλα στα εμπορεύματα, αποκρύπτει ή όχι τις πρωταρχικές αντιθέσεις που συνεπάγονται από τη σχέση χρήματος-εμπορεύματος, δίνει την ευκαιρία στον Μαρξ να αναπτύξει τις θέσεις- απαντήσεις του.
Πρώτον, ότι τα εμπορεύματα, επαναλαμβάνει, εμπεριέχουν την διπλή φύση τους, ως φυσικών προϊόντων αφενός, κι ως ανταλλακτικών αξιών αφετέρου. Οι ξεχωριστές αυτές υπάρξεις οργανώνονται σε <<διαφορά>> και η <<διαφορά>>φέρει τον ανταγωνισμό και την αντίθεση. Η μια μορφή δεν μπορεί να μετατραπεί στην άλλη. Όπως ειδικότερα σημειώνεται, << με την εξωτερική της ύπαρξη σα χρήμα, η ανταλλαξιμότητα των εμπορευμάτων είναι διαφορετική απ' αυτά και είναι ξένη σ' αυτά>>.
Δεύτερον, ότι η ανταλλακτική πράξη τοποθετείται ευθέως ανάλογα προς τη διπλή ύπαρξη της ανταλλακτικής αξίας. Πιο απλά, αν η ανταλλακτική αξία σημαίνει οντολογικά, εμπόρευμα και χρήμα, τότε και η ανταλλαγή θα διχοτομείται σε δύο υπο-πράξεις, σε Ε-Χ και Χ-Ε (όπου Ε εμπόρευμα κι όπου Χ χρήμα). Το Ε-Χ αντιστοιχεί στην πράξη της πώλησης, το δε Χ-Ε στην πράξη της αγοράς.
Τρίτον, ότι <<ο χωρισμός ανάμεσα στην αγορά και την πώληση, το σπάσιμο της ανταλλαγής σε δυο πράξεις, ανεξάρτητες η μια απ' την άλλη, χωρικά και χρονικά, οδηγεί στην ύπαρξη μιας νέας σχέσης>>. Στην πρόταση αυτή, εντύπωση ή απορία προκαλεί ενδεχομένως το <<χωρικά και χρονικά>>. Δηλαδή, η ανταλλαγή δεν συμβαίνει στον ίδιο τόπο και χρόνο; Η απάντηση που δίνει ο Μαρξ (την είχε υπονοήσει πρωτύτερα μιλώντας για χωρισμό του παραγωγού από το προϊόν), είναι αρνητική. Κι εξηγεί, πως μεταξύ των παραγωγών, παρουσιάζεται ένα στρώμα ανθρώπων που αγοράζουν μόνο για να πουλήσουν και πουλάνε μόνο για να αγοράσουν, δηλαδή οι έμποροι. Ποιος ο στόχος των εμπόρων; Όχι φυσικά το ίδιο το εμπόρευμα ως αξία χρήσης, παρά η ανταλλακτική του αξία, επομένως το χρήμα. (Στην απλή εμπορευματική παραγωγή, ισχύει ο τύπος Ε-Χ-Ε, σε αντίθεση με την καπιταλιστική όπου έχουμε Χ-Ε-Χ).
Ο Μαρξ, κλείνει την ενότητα αυτή, με μια διαπίστωση που αφορά στη συχνά δυσαρμονική σχέση εμπόρων-καταναλωτών και ως προέκταση αυτής της σχέσης, τη δυνατότητα των εμπορικών κρίσεων. Αφού η παραγωγή παράγει άμεσα για το εμπόριο και μόνο έμμεσα για τους τελικούς καταναλωτές, επηρεάζεται από τη δυσαναλογία μεταξύ του εμπορίου και της ανταλλαγής για κατανάλωση που παράγει αυτή η ίδια. <<Το εμπόριο του χρήματος, αυτονομείται από το εμπόριο καθαυτό>>.
Βιβλιογραφία
Καρλ Μαρξ, Grundrisse, εκδόσεις Α/συνεχεια, 2009.
MoishePostone, Επανεξετάζοντας το Κεφάλαιο υπό το φως των Grundrisse, 2010.
Θέσεις, MarcelloMusto, Διάδοση και υποδοχή των Grundrisse ανά τον κόσμο, τεύχος 104, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008.
- 52
- 1300