Η επιφάνεια – Της Αλεξίας Κουφοπούλου
Άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να καταλάβει πού βρισκόταν. Πράγμα ανόητο, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι βρισκόταν ακριβώς εκεί που ήταν και εχθές. Αλλά καμιά φορά, όταν πρέπει να επαναπροσδιορίσεις ξαφνικά το ποιος είσαι, γιατί δεν το θυμάσαι με το που ανακτάς τις αισθήσεις σου, είναι λίγο σαν να ξυπνάς από έναν ξαφνικό εφιάλτη. Έναν εφιάλτη στον οποίο νόμιζες ότι κάποιος στεκόταν εκεί και σε παρατηρούσε. Και εξαιτίας του έσπευσες να ανάψεις το φως, τρέμοντας για αυτό που ερχόταν, μόνο για να δεις ότι ήσουν μόνος. Ότι κανείς δεν ήταν εκεί στ’ αλήθεια. Εκείνη η στιγμή που η καρδιά σου έχει κολλήσει στον λαιμό σου είναι αναντικατάστατη. Αυτή είναι μια στιγμή που ξεχνάς τον εαυτό σου. Τι ήταν πριν, τώρα και τι θα μπορούσε να γίνει μετά. Είναι ένας βαθύς- όχι, είναι ένας αέναος τρόμος. Είναι απροσπέλαστος. Είναι τα πάντα.
Κοίταξε προσεκτικά τις ρωγμές στο ταβάνι. Στο καφέ χώμα. Δεν αποτελούσε έκπληξη, αλλά κατά κάποιον τρόπο ήταν. Ίσως να ένιωθε πως κάτι θα έπρεπε να είχε αλλάξει πια. Το γιατί το ένιωθε αυτό δεν του ήταν ξεκάθαρο.
Σηκώθηκε από το σκληρό στρώμα και πλησίασε το κοστούμι που κρεμόταν από μια σιδερένια κρεμάστρα στην μεταλλική πόρτα του. Δεν είχε πολλά. Αλλά μπορούσε να πει με σιγουριά ότι αυτό από το οποίο απομακρύνθηκε ήταν το στρώμα του. Και ότι αυτό που κοιτούσε ήταν το κοστούμι του. Κι αυτή ήταν η πόρτα του. Καμιά αμφιβολία. Ήταν ο Χ.Ο.Λ. 1.325.000. Δεν ήξερε, φυσικά, γιατί ήταν ο 1.325.000. Το εφιαλτικό σενάριο ήταν ότι μπορεί να υπήρχαν και άλλοι πριν από αυτόν. Ή μαζί με αυτόν. Παράλληλα και σε αντιδιαστολή. Ωστόσο, δεν τους είχε δει ποτέ.
Βρήκε τον δίσκο με το πρωινό του έξω από την πόρτα. Τον περιμάζεψε σαν να ήταν αδέσποτο ζωντανό και έφαγε χωρίς να απολαμβάνει. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ αυτές τις γεύσεις που δεν μπορούσε πια να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Γευόταν το φαγητό, σαν να γευόταν το ίδιο του το σάλιο. Η διαφορά απλώς δεν ήταν εκεί.
Αφού έφαγε, φόρεσε το φθαρμένο κοστούμι, με τις τρύπες στους ώμους και τους αγκώνες, με τα σκισίματα στα μπατζάκια και στα γόνατα και το χώμα να τρέχει ανάμεσα και πίσω από τις ξεφτισμένες ραφές. Δεν ασχολήθηκε να το στρώσει καλά, αλλά φρόντισε να ισιώσει τη γραβάτα του. Την κόκκινη γραβάτα την κράτησε απαλά, την τέντωσε, την ίσιωσε και την έδεσε μεθοδικά γύρω από τον λαιμό του.
Ήταν έτοιμος. Άνοιξε την πόρτα του και βγήκε στη σήραγγα. Με το που βγήκε, παραξενεύτηκε. Βρήκε την ίδια αξίνα που είχε χρησιμοποιήσει εχθές. Και προχθές. Και την προηγούμενη ημέρα και όλες τις άλλες ημέρες που είχαν προηγηθεί από τη στιγμή που άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι υπήρχε. Την καταλάβαινε την αξίνα, γιατί είχε ένα σοβαρό σπάσιμο στο ξύλο. Σχεδόν είχε ανοίξει στα δυο. Πρέπει να ήταν ίνες, ελάχιστες ίνες, αυτές που συγκρατούσαν την κατασκευή ολόκληρη.
Θα μπορούσε να στοχαστεί λίγο σχετικά με το τι ακριβώς καθιστά κάτι ολόκληρο και με βάση ποιανού την ερμηνεία του «ολόκληρου» θα συνέβαινε αυτό. Εντούτοις, προτίμησε να αναλογιστεί πως αν κανείς από τους άλλους Χ.Ο.Λ. δεν είχε ακουμπήσει μέχρι εκείνην τη στιγμή την αγαπημένη του αξίνα, μάλλον ήταν κι αυτή δική του. Μάλλον. Ή ίσως αυτό να ήταν ένα τεράστιο άλμα πίστης που να μην ήταν καλή ιδέα να κάνει.
Άρχισε να σκάβει. Δεν πήρε πολλή ώρα για να τον κουράσει η αξίνα. Άρχισε να σκάβει με τα χέρια. Δεν πήρε πολλή ώρα να θυμηθεί ότι τα νύχια του δεν άντεχαν πια. Έπιασε πάλι την αξίνα, αλλά συνέχισε να σκάβει. Μέχρι που ξεχνούσε την αξίνα και θυμόταν τα χέρια. Μέχρι που ξεχνούσε το δεύτερο και θυμόταν το πρώτο. Και ξεχνούσε και πάλι το πρώτο και επαναπαυόταν στην ύπαρξη του δεύτερου. Τα χέρια του θα τα είχε για πάντα. Και την αξίνα του θα μπορούσε να την έχει για πάντα, αλλά μπορεί να υπήρχαν οι υπόλοιποι Χ.Ο.Λ. Και τότε τι θα γινόταν;
Και έτσι θυμόταν και ξεχνούσε, μέχρι που δεν καταλάβαινε πώς, αλλά ερχόταν η ώρα να σταματήσει το σκάψιμο. Και η ημέρα ή η νύχτα, ή ότι ήταν αυτό το ενδιάμεσο κατασκεύασμα χρόνου, ξεκινούσε από την αρχή. Ο εφιάλτης, το στρώμα, το κοστούμι, η πόρτα, το πρωινό, η αξίνα, τα χέρια.
Το συγκεκριμένο κομμάτι χρόνου διέφερε συνταρακτικά από τα άλλα. Υπήρχε μια ανωμαλία. Κάτι που δεν υπήρχε εκεί συνήθως. Όσο ο Χ.Ο.Λ. ξεχνούσε και θυμόταν και ξεχνούσε, κάποιος τον παρατηρούσε. Δεν ήταν ο εφιάλτης του, αλλά κάποιος που πραγματικά βρισκόταν εκεί. Βέβαια, αν τον ρωτούσες, ο Χ.Ο.Λ. δεν θα μπορούσε να σου πει τι ακριβώς θεωρούσε πραγματικότητα ή τι πίστευε ότι ήταν αυτή.
Σταμάτησε όταν πια το χώμα είχε εξαφανίσει λίγα ακόμη από τα νύχια του. Ή μήπως είχαν εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό; Δεν ήταν σίγουρος. Αφού ξεχνούσε και θυμόταν… Σταμάτησε για να κοιτάξει την γυναίκα που τον κοιτούσε. Για κάποιον λόγο που δεν καταλάβαινε, ήξερε περίπου ποια και γιατί ήταν. Ερχόταν από τα Ανώτερα Κλιμάκια. Είχε δει την επιφάνεια. Έφερε τον αέρα της στα μάτια και τα μαλλιά της.
Ασυναίσθητα, ο Χ.Ο.Λ. ύψωσε τη μύτη προς τα πάνω. Το οποίο ήταν εντελώς ηλίθιο. Δεν μπορούσε να ξέρει πού ήταν η επιφάνεια για να ζητιανέψει καθαρό αέρα. Δεν ήξερε αν έσκαβε προς τα μπρος, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Όλα γύρω του ήταν χώμα. Ένα χώμα χωρίς μνήμη.
«Γιατί σκάβεις;» ρώτησε η γυναίκα που είχε στρογγυλοκαθίσει σε έναν βράχο.
«Δεν είμαι σίγουρος. Ξεχνάω».
«Η συνηθισμένη απάντηση είναι “Θέλω να δω την επιφάνεια” και ένα δάκρυ κυλά πάντα μόλις ειπώνεται η λέξη “επιφάνεια”».
«Θέλεις να πω ότι θέλω να δω την επιφάνεια;»
«Δεν με νοιάζει. Δεν είναι και τίποτα η επιφάνεια. Εγώ έφτασα πανεύκολα εκεί».
«Πώς;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Ξεχνάω».
«Τι θέλεις;»
«Μμμ… Κοίτα να δεις πώς έχουν τα πράγματα. Χρειάζομαι κάποιον για να κάνει κάτι. Μόλις κάνει αυτό το “κάτι” εγώ θα δω επιτέλους- εεε, θα μπορέσω να ανέβω ακόμη ψηλότερα στην επιφάνεια. Κατάλαβες;»
«Να ανέβεις… Τι είναι αυτό το “κάτι”;»
«Πολλά ρωτάς για κάποιον που ξεχνάει».
«Κι εσύ ξεχνάς».
«Εμένα με συμφέρει».
Κοιτάχτηκαν, σιωπώντας. Ο Χ.Ο.Λ. είχε την παρόρμηση να αρχίσει και πάλι να σκάβει. Δεν είχε άλλο μέτρο για να θυμάται και να μετρά το χρόνο. Και αυτή η ανωμαλία τον εμπόδιζε από το να συγκεντρωθεί.
«Λοιπόν, θα το κάνεις;»
«Τι θέλεις;»
«Καλά, λοιπόν, αφού πρέπει να ξέρεις… Θέλω να ανατινάξεις τη διπλανή σήραγγα».
Ο Χ.Ο.Λ. κοίταξε το χώμα στα χέρια του και έτριψε τα δάχτυλά του.
«Γιατί δεν το κάνεις εσύ;»
«Έχω φτιάξει τα νύχια μου» μουρμούρισε και ύψωσε τα χέρια της. Τα νύχια της λαμπύριζαν. «Κάνω πλάκα». Δεν έκανε. «Εγώ ανατίναξα τη δική μου σήραγγα πολύ καιρό πριν, δεν χρειάζεται να το ξανακάνω». Την ανατίναξε· φαινόταν στο βλέμμα της. Όπως φαινόταν και η επιφάνεια στο βλέμμα της.
«Αν κάνω αυτό που θέλεις, τι θα συμβεί στους άλλους;»
«Ποιους άλλους;»
«Δεν ξέρω. Υποθέτω πως θα υπάρχουν και άλλοι… σαν κι εμένα».
«Τους έχεις δει ποτέ;»
«Όχι».
«Τους έχεις ακούσει ποτέ;»
«Όχι».
«Τους έχεις μιλήσει ποτέ;»
Ο Χ.Ο.Λ. δίστασε. Έτριψε τον σβέρκο του. Άνοιξε το στόμα του μερικές φορές και το έκλεισε άλλες τόσες πριν απαντήσει τελικά: «Όχι».
«Τότε ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Δεν ξέρω».
«Ίσως αν ήξερες γιατί σκάβεις, να ήξερες την απάντηση και σε αυτό».
«Τι να πω. Ίσως ψάχνω την ευτυχία».
Η γυναίκα γούρλωσε τα μάτια της. Έπειτα διπλώθηκε στα δύο και ξεδιπλώθηκε τεντώνοντας πίσω τον λαιμό της σε ένα γέλιο που ξεχύθηκε σε κάθε σημείο της σήραγγας. Πότισε κάθε πέτρα, κάθε γωνιά και όλα όσα υπήρχαν γύρω τους. Πότισε και τον ίδιο και δεν τον άφησε ποτέ από εκείνην τη στιγμή και μετά.
«Ευτυχία» είπε, αφού σκούπισε τα δάκρυα που είχαν σχηματιστεί στα μάτια της. «Και τι είναι η ευτυχία κατά τη δική σου άποψη; Δεν είναι κάτι χειροπιαστό, δεν είναι κάτι που μπορείς να απλώσεις το χέρι σου και να το αρπάξεις. Δεν είναι το ίδιο για όλους. Μια τρέλα είναι. Κι εσύ δεν μπορείς να ξέρεις την τρέλα του άλλου. Μόνο να βρεθείς στο δρόμο της μπορείς, για καλό ή για κακό. Ένα κολαστήριο είναι η ευτυχία όταν χάνεται. Όταν δεν τη βρίσκεις ποτέ. Όταν την έχεις και τη χάνεις βασανίζεσαι περισσότερο. Γιατί να θέλεις την ευτυχία; Πού ξέρεις ότι αν την αποκτήσεις θα είσαι ευτυχισμένος;»
Ο Χ.Ο.Λ. δεν απάντησε. Όχι τόσο επειδή συμφωνούσε ή διαφωνούσε, αλλά κυρίως επειδή δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να πει. Δεν είχε ιδέα τι να απαντήσει.
«Είχα νομίζω κάποτε την ευτυχία. Τώρα πια νιώθω ότι θυμάμαι λάθος. Αλλά θα ορκιζόμουν πως κάποτε δεν ήμουν στις σήραγγες. Θα ορκιζόμουν ότι ήμουν ζωγράφος. Ή κάτι τέτοιο. Εσύ θυμάσαι τι ήσουν;»
«Καμιά φορά νομίζω πως θυμάμαι. Και μετά το ξεχνάω. Εξάλλου, πρέπει να φτάσω στην επιφάνεια».
«Γαμημένη επιφάνεια» είπαν και οι δυο μαζί. Κοιτάχτηκαν και η σιωπή δεν ήταν άβολη. Αλλά βάρυνε, όσο γρήγορα είχε ελαφρύνει. Και τα «ίσως» και τα «κάποτε» και τα «θα μπορούσαμε να» έσβησαν και ξεχάστηκαν, περίπου όπως ο Χ.Ο.Λ. ξεχνούσε άλλοτε την αξίνα και άλλοτε τα χέρια του.
«Λοιπόν, θα το κάνεις;»
«Ποιο;»
«Πάλι τα ίδια θα λέμε;»
«Εγώ τι θα κερδίσω;»
Η γυναίκα έσφιξε τα χείλη και έσμιξε τα φρύδια. Δεν φάνηκε να σκέφτεται πολύ την απάντησή της.
«Εμένα!»
«Εσένα;» ρώτησε εκείνος παραξενεμένος.
«Ναι, δεν σου κάνω;»
«Δεν-»
«Πφφφ. Άστο, αγόρι μου. Θα βρω κάποιον άλλο στην επόμενη σήραγγα» είπε και σηκώθηκε. Οι λάμπες έριχναν εναλλάξ το φως τους επάνω της καθώς απομακρυνόταν. Σε μια απότομη στροφή εξαφανίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Ο Χ.Ο.Λ. έμεινε ακίνητος να κοιτάζει για λίγο τη σήραγγα. Θα ορκιζόταν ότι του είχε πει εμμέσως πλην σαφώς πως δεν υπήρχαν άλλοι. Ωστόσο, εκείνη η ίδια δεν ήταν κάποια «άλλη»;
Δεν το φιλοσόφησε πολύ, όπως δεν φιλοσοφούσε πολύ και πολλά άλλα πράγματα. Έπιασε την αξίνα και άρχισε να σκάβει ξανά. Μέχρι που την ξέχασε. Όχι την αξίνα, τη γυναίκα. Και ξεχνούσε και θυμόταν. Και ξανά από την αρχή.
- 27
- 673