Παιδί και Αυτισμός: ένταξη σε τυπικό σχολείο, πορεία ζωής και στερεότυπα – Του Χρήστου Τσούνια
Ο Αυτισμός, όπως τον δεχόμαστε σήμερα και σύμφωνα με το σημερινό επίπεδο γνώσεων, είναι ένα σύνδρομο και όχι μια αρρώστια. Πρόκειται για μια σοβαρή δια βίου αναπτυξιακή διαταραχή, η οποία επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και βιώνει τον κόσμο καθώς και τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνεί με τους γύρω του. Σύμφωνα με την ψυχίατρο LornaWing -ηγετική φυσιογνωμία στην μελέτη του αυτισμού- οι δυσκολίες που προκύπτουν από τον αυτισμό αφορούν σε τρεις βασικές κοινωνικές κατηγορίες: κοινωνική επικοινωνία, κοινωνική αλληλεπίδραση και κοινωνική φαντασία. Είναι σημαντικό να πούμε ότι πρόκειται για μια διαταραχή φάσματος, πράγμα που σημαίνει ότι, ενώ τα άτομα που ανήκουν στο αυτιστικό φάσμα έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά (πχ κοινωνική απόσυρση), βιώνουν και εκφράζουν διαφορετικά και σε διαφορετικό βαθμό τις δυσκολίες τους.
Η ένταξη των μαθητών με αυτισμό στο «τυπικό» σχολείο είναι ένα ζητούμενο και ταυτόχρονα μια πρόκληση. Όπως είπαμε, πρόκειται για μια πολύπλοκη αναπτυξιακή διαταραχή που θέτει τους δικούς της κανόνες ως προς την αντιμετώπισή της. Την πολυπλοκότητα αυτή ενισχύει η έννοια του φάσματος που κατατάσσει τον μαθητή με αυτισμό σε διαφορετικές κατηγορίες ως προς τις μαθησιακές δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Οπωσδήποτε ένα παιδί που έχει διαγνωστεί με «τυπικό» αυτισμό και πολύ πιθανόν δεν διαθέτει λόγο ή αυτός είναι περιορισμένος, έχει πρόσθετες και σύνθετες μαθησιακές δυσκολίες σε σχέση με ένα παιδί που έχει σύνδρομο Asperger.
Ο εκπαιδευτικός που καλείται να αντιμετωπίσει και να εντάξει στην τάξη του ένα παιδί με αυτισμό, θα πρέπει καταρχήν να είναι ενήμερος σχετικά με τη φύση του συνδρόμου. Τα παιδιά με αυτισμό μπορεί να είναι υπερ-ευαίσθητα σε αισθητηριακά ερεθίσματα (ήχοι, χρώματα, αφή, εγγύτητα), ολόκληρο το οικοδόμημα του κόσμου τους να εξαρτάται από συγκεκριμένο πρόγραμμα και ρουτίνες, να έχουν έναν ιδιότυπο τρόπο αντίληψης των πραγμάτων και πρόσληψης της γνώσης. Στο πλαίσιο αυτό απαιτούνται ειδικοί χειρισμοί εκ μέρους του εκπαιδευτικού, οι οποίοι προϋποθέτουν γνώση και σκοπεύουν στην ομαλή ένταξη και εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και στην ελαχιστοποίηση τραυματικών καταστάσεων για το αυτιστικό παιδί. Είναι θεμιτό ο εκπαιδευτικός να πραγματοποιήσει πρόγραμμα ένταξης του παιδιού στην τυπική τάξη και βέβαια γνωριμία των υπόλοιπων παιδιών με την διαφορετικότητα. Το πιο σημαντικό όμως κατά την γνώμη μου είναι η καλλιέργεια ενός κλίματος αποδοχής και σεβασμού στο σχολικό περιβάλλον. Το αυτιστικό παιδί είναι πάνω και πέρα από όλα παιδί και σίγουρα δεν προσδιορίζεται από τον αυτισμό του. Έχει την δική του προσωπικότητα, τις δικές του προτιμήσεις, τα δικά του «θέλω», κουβαλάει την δική του οικογενειακή ιστορία και όπως όλοι μας έχει ακριβώς τις ίδιες ανάγκες για αποδοχή, εκτίμηση και σεβασμό. Εάν αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο φροντίσει να ασπαστεί ο εκπαιδευτικός και έπειτα να το καλλιεργήσει στα παιδιά και στους γονείς τους, τα οφέλη από την ένταξη για το παιδί θα είναι πολλά, ακόμη και αν οι γνώσεις του δασκάλου για την θεωρία του αυτισμού είναι λίγες.
Η ένταξη του παιδιού με αυτισμό στο «τυπικό» σχολείο είναι, όπως είπα, ένα ζητούμενο καθώς τα οφέλη τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και για τους συμμαθητές του είναι πολλαπλά. Είναι όμως και μια πρόκληση εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών, ενημέρωσης και οργάνωσης που θα πρέπει να επικρατούν στο σχολείο που θα υποδεχτεί το παιδί.
Η συνύπαρξη του παιδιού με αυτισμό, με «νευροτυπικά» παιδιά ήδη από το νηπιαγωγείο είναι ιδιαίτερα ευεργετική. Στην ηλικία αυτή, τα παιδιά δεν έχουν τις συναισθηματικές και κοινωνικές αγκυλώσεις που διέπουν τους ενήλικες. Διαθέτουν φαντασία, ανοχή και είναι ανοιχτά στην διαφορετικότητα. Όταν μάλιστα αυτές τις αρετές τις «εκμεταλλευτεί» ο εκπαιδευτικός προκειμένου να τους συστήσει τον λίγο διαφορετικό συμμαθητή τους, τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Δημιουργείται ένα κλίμα αποδοχής και συναισθηματικής ασφάλειας που, όπως θα λειτουργούσε θετικά για τον καθένα μας, λειτουργεί θετικά και σε πολλές περιπτώσεις θεραπευτικά και για το αυτιστικό παιδί. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια συγγραφής του διδακτορικού μου και κυρίως στην μετέπειτα εμπειρία μου, διαπίστωσα ότι βελτιώνοντας και ενεργοποιώντας το κομμάτι της ψυχοσυναισθηματικής διασύνδεσης μπορούμε να παρέμβουμε και σε άλλες δυσλειτουργίες που αφορούν σε περιοχές της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ακόμα και της επικοινωνίας. Προϋπόθεση για αυτό δεν αποτελεί μόνο η επιστημονική κατάρτιση. Όσο και αν ακούγεται απλοϊκό, η εκδήλωση αυθεντικών συναισθημάτων σεβασμού και αποδοχής προς το αυτιστικό παιδί από τον κοινωνικό του περίγυρο οδηγεί στη δημιουργία κλίματος συναισθηματικής ασφάλειας και ενθαρρύνει τη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων – ένας τομέας ιδιαίτερα προβληματικός στον αυτισμό. Θεωρώ ότι ακόμη και η δημιουργία μιας και μόνο φιλικής σχέσης από το παιδί με αυτισμό, είναι μια σπουδαία κατάκτηση που λειτουργεί θεραπευτικά στην προβληματική για αυτό κατηγορία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Βεβαίως, προκειμένου να υπάρξει αρμονική συνύπαρξη, θα πρέπει να γίνονται σεβαστές οι ανάγκες, οι επιθυμίες και τα όρια όλων των παιδιών. Δεν πρέπει να περιμένουμε από ένα μικρό παιδί να υπομένει την επιθετικότητα, για παράδειγμα, ενός συμμαθητή του που εκφράζει με αυτόν τον τρόπο τις δυσκολίες που του δημιουργεί το φάσμα. Η προσέγγισή μας δεν χρειάζεται να είναι διδακτική, ούτε να δημιουργεί ενοχές στο «νευροτυπικό» παιδί, οι οποίες πολλές φορές οδηγούν σε αρνητικά συναισθήματα οίκτου για τον αυτιστικό συμμαθητή. Θεωρώ ότι όταν η αρνητική κοινωνική συμπεριφορά εξηγηθεί και γίνει κατανοητή από τα παιδιά, είναι μετά στο χέρι τους να την διαχειριστούν όπως αυτά νομίζουν. Άλλωστε, έτσι λειτουργεί κάθε υγιές κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούνται να ενταχθούν τα παιδιά που ανήκουν στο αυτιστικό φάσμα. Η εμπειρία μου, μου έχει δείξει ότι τα παιδιά συνήθως δρουν με σοφία και σύνεση, ακριβώς επειδή είναι πιο ανεκτικά στην διαφορετικότητα. Και σίγουρα δημιουργούν κοινωνικές ισορροπίες που εμείς οι ενήλικες πολλές φορές δυσκολευόμαστε να τις βρούμε.
Ο αυτισμός είναι μια σοβαρή αναπτυξιακή διαταραχή που το άτομο την φέρει για όλη του τη ζωή και ως τέτοια είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζεται το ίδιο σοβαρά. Η έγκυρη και επιστημονική ενημέρωση του κοινού είναι ένα σημαντικό ζητούμενο, προκειμένου τα άτομα αυτά να εντάσσονται ομαλά στο κοινωνικό σύνολο και να απολαμβάνουν την καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών. Δυστυχώς οι συνέπειες από την κακή πληροφόρηση αφορούν σε όλο το κοινωνικό δίκτυο που περιβάλλει το παιδί. Όταν ο γονιός έχει σωστή πληροφόρηση θα αναζητήσει έγκυρες θεραπευτικές παρεμβάσεις, το σχολείο του παιδιού μόνο έχοντας μια πλήρη και επιστημονική εικόνα θα μπορέσει να παράσχει καλές υπηρεσίες και ομαλή κοινωνική ένταξη, οι συγγενείς και οι φίλοι δεν θα «λυπούνται» αλλά θα ξέρουν ότι δεν πρόκειται για μια αρρώστια και μια καταστροφή, αλλά για ένα σύνδρομο με τις δικές του ιδιαιτερότητες.
Χρήστος Τσούνιας, ειδικός παιδαγωγός
- 56
- 1649