«Το Δάσος των Κοιταγμάτων» – Της Αλεξίας Κουφοπούλου
Δεν ξέρω αν τά ‘μαθες, φίλε μου, αλλά γεννηθήκαμε για να είμαστε άλλοι. Το εμείς δεν κάνει
ακριβώς. Θέλουμε να είμαστε όσα βλέπουν οι άλλοι και όσα από τους άλλους μας φαίνονται
υπέροχα και ζηλευτά. Κι αν δεν μπορούμε τώρα, λέμε πως θα προσπαθήσουμε μετά. Μα όσο
μετά και να ‘μαστε, το μετά δεν φτάνει. Φίλε μου, εμείς καταλήγουμε να μην υπάρχουμε πριν
γίνουμε αφού και το μετά γίνει ύστερα. Εμείς δεν υπήρξαμε ποτέ. Δεν υπάρχουμε ούτε τώρα.
Χαθήκαμε στους γύρω μας, με ψήγματα από τον καθένα και δικό μας τίποτα. Όλα τα πήραμε
δανεικά. Προσπαθούμε να είμαστε κάτι δικό μας και καταλήγουμε να κρατάμε άμμο και η
άμμος δεν συγκρατείται. Ρέει μέσα από τα δάχτυλα. Την άμμο, επίσης, την τινάζεις. Δεν την
χρειάζεσαι. Και δεν σε έχω δει ποτέ να ξεχωρίζεις κάθε κόκκο άμμου ως κάτι σημαντικό και
υπέροχο.
Πες μου κάτι που δεν είναι του γονιού σου σε εσένα. Και τα ενδιαφέροντά σου ακόμη, δανεικά
από άλλον γονέα είναι. Μπορεί να μην τον ξέρεις. Αλλά είναι. Υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο
άνθρωποι που σε μεγάλωσαν χωρίς να το ξέρουν. Και σε αυτούς, στο ιδανικό τους,
προσέβλεπες εσύ, χωρίς να καταλαβαίνεις ότι άλλαζες.
Σε τέτοιους καιρούς, μου λες… Δεν φταίνε οι καιροί, φίλε μου. Οι καιροί πάντα καιροί
ήταν και όταν πάψουν εμείς δεν θα είμαστε εκεί να δούμε το πάψιμό τους. Εμείς είμαστε που
φοράμε το δέρμα των αλλωνών και ξεχάσαμε πώς είναι το δικό μας. Εμείς είμαστε που
κοιταζόμαστε μέσα από τα μάτια των άλλων. Κοιτάμε, εκείνους που μας κοιτάζουν. Που τους
κοιτάμε να μας κοιτάζουν. Και αυτό το κοίταγμα δεν έχει τελειωμό. Και κάπου εκεί χανόμαστε
και πασπατεύουμε τριγύρω στα τυφλά να βρούμε πού πήγαμε εμείς. Αφού γίναμε αυτό που
κοιτάζουν οι άλλοι, εμείς πού είμαστε; Σε ποια ανταλλαγή κοιταγμάτων χάσαμε εμάς; Σάμπως
και κάποιος να μας κοίταξε και να μας έπλασε και να μας είπε το όραμά του και εμείς να το
πιστέψαμε; Λες να είχε δίκιο; Λες ο κάθε άνθρωπος που συναντήσαμε ποτέ να μας είδε πιο
καθαρά από ό,τι θα μπορούσαμε να δούμε εμείς τους εαυτούς μας;
Τότε τι κάνουμε; Προς τα πού ρωτάμε για την αλήθεια; Αν βρεις τον δρόμο, μην με ξεχάσεις!
Να μου το πεις. Θα προσπαθήσω να τον βρω. Δεν θα σταματήσω σε εκείνο το σπίτι που
ονειρεύτηκα δικό μου. Με λάθος όνειρα, αφού ήταν τα δικά μου για εμένα. Ας μου πει ο κάθε
άνθρωπος που συνάντησα ποτέ πού να σταματήσω. Ξέρει καλύτερα από εμένα.
Αυτό έγινε, φίλε μου, με εμάς. Χαθήκαμε στα βλέμματα. Των άλλων, του δικού μας… Οι
τυφλοί δεν μπορούν, υποτίθεται, να οδηγήσουν τους τυφλούς. Αλλά αν ήμασταν τυφλοί θα
χάναμε έτσι τους εαυτούς μας; Θα αφομοιώναμε τόσο απόλυτα τους άλλους; Μπορεί κανείς
να ζηλέψει αυτό που δεν βλέπει; Μπορεί να ζηλέψει την όραση αν δεν την είχε ποτέ; Αν
ήμασταν τυφλοί εξ’ αρχής, τα κοιτάγματα μπορεί και να μην μας μπέρδευαν τόσο πολύ.
Πολύ μιλήσαμε, φίλε μου. Είμαστε τόσο νέοι και μιλάμε σαν γέροι, σαν να τελειώνει η ζωή μας
στην επόμενη στροφή. Αλλά, να… Τουλάχιστον να έχουμε μια ζωή, που να μπορούμε να πούμε
ότι είναι η ζωή μας. Και αν ονειρευτήκαμε ποτέ να ονειρευτήκαμε για εμάς, σαν τυφλοί που
ξέρουν τον δρόμο.
Εικόνα: Σχολικοί Φίλοι -Πίνακας του Nikolay Bogdanov-Belsky
- 43
- 1122