Αφιέρωμα στον Μάρτιν Σκορσέζε – Του Οδυσσέα Σουρίλα
Το παρακάτω αφιέρωμα, αναφέρεται στο έργο ενός από τους πιο επιδραστικούς σκηνοθέτες του κινηματογράφου: Του Martin Scorsese (Martin Charles Scorsese). Αρχικά θα παρουσιαστεί το έργο που παρήγε την πρώτη 15ετία της δράσης του περίπου. Έπειτα θα ακολουθήσουν οι υπόλοιπες ταινίες του.
Το έργο του είναι πολυεπίπεδο και κινείται στους κόσμους και τους χώρους που έχει γνωρίσει από μικρό παιδί. Τα κυριότερα θέματα που αναγνωρίζονται στο έργο του είναι η Ιταλό- αμερικάνικη ταυτότητα, οι γκάνγκστερ και η δράση τους, θρησκευτικά ζητήματα κυρίως της καθολικής εκκλησίας, όπως η αμαρτία, η ενοχή και η σωτηρία, ενώ χαρακτηριστική είναι και η βία στις ταινίες του, ενδημικό φαινόμενο της αμερικάνικης κοινωνίας.
Γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1946, στο Queens της Νέας Υόρκης. Αργότερα όμως, οι γονείς του μετακόμισαν στη συνοικία Little Italy. Σε μικρή ηλικία θεωρούσε πως είχε κλίση προς την ιεροσύνη. Μεγαλώνοντας όμως κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάνει τις θυσίες που απαιτούσε και στράφηκε στον κινηματογράφο. Εγκατέλειψε το ιεροδιδασκαλείο και γράφτηκε στη σχολή κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Ο ίδιος ομολογεί πως δέχτηκε ιδιαίτερη επιρροή από το ρεύμα του Ιταλικού Νεορεαλισμού και από το Γαλλικό Νέο Κύμα. Τον επηρέασαν σημαντικά και σκηνοθέτες όπως οι Satyajit Ray, Ingmar Bergman, Michelangelo Antonioni, και Federico Fellini. Γύρισε αρκετές ταινίες μικρού μήκους ενώ βρισκόταν στη σχολή του. Κάποιες είναι και οι ακόλουθες: «What’s a Nice Girl Like You Doing in a Place Like This?» (1963), «It’s Not Just You, Murray» (1964), ενώ η πιο γνωστή του από αυτές ήταν το «The Big Shave» (1967), ή «Viet ’67». Την ίδια χρονιά έκανε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το ασπρόμαυρο «Who’s That Knocking at My Door», στο οποίο συνεργάστηκε με τον ηθοποιό Harvey Keitel και την υπεύθυνη μοντάζ Thelma Schoonmaker, στενούς συνεργάτες του από τότε.
Την δεκαετία των ‘70ς ήρθε σε επαφή και συνδέθηκε φιλικά με πολλούς από τους νεαρούς σκηνοθέτες οι οποίοι άρχισαν να κάνουν όνομα εκείνη την εποχή. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν οι: Brian De Palma, Francis Ford Coppola, George Lucas και Steven Spielberg. Μάλιστα ο De Palma τον γνώρισε με τον Robert De Niro, επίσης στενό φίλο και συνεργάτη του έκτοτε. Το 1970 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη και στο μοντάζ για το ντοκιμαντέρ «Woodstock». Τότε ήρθε σε επαφή με τον Ελληνοαμερικανό ηθοποιό- σκηνοθέτη John Cassavetes, με τον οποίο έγιναν φίλοι.
Το 1972 συνεργάστηκε με τον γνωστό παραγωγό φθηνών ταινιών Β΄ κατηγορίας (B- movies) Roger Corman και προήλθε η ταινία «Boxcar Bertha», που ακολουθούσε ένα ζευγάρι σεξομανών που έκλεβαν τραίνα τη δεκαετία του ’30. Η ταινία για τα «κυβικά» της πήγε καλά εισπρακτικά αλλά δεν τον βοήθησε σκηνοθετικά. O Cassavetes τον συμβούλεψε να κάνει τις ταινίες που ο ίδιος επιθυμεί και όχι ιδέες κάποιου άλλου και του είπε πως χάλασε ένα χρόνο από τη ζωή του για να δημιουργήσει ένα «σκατό». Από τον Corman, όμως, ο σκηνοθέτης έμαθε πως ψυχαγωγία μπορούσε να δημιουργηθεί με λίγα χρήματα και χρόνο.
Τα λόγια του Cassavetes έβαλαν σε σκέψεις τον Scorsese και αμέσως στρώθηκε στη δουλειά. Γέννημα των προσπαθειών του ήταν η ταινία «Mean Streets» (1973). Στην ταινία αυτή συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Robert De Niro, ενώ πρωταγωνιστής είναι ο Harvey Keitel. Η ταινία αυτή ήταν το ξεπέταγμα που περίμενε ο σκηνοθέτης. Σε αυτή βλέπουμε τα χαρακτηριστικά που θα διέπουν στο εξής το έργο του: βία και αίμα, γκάνγκστερς, ενοχή και λύτρωση, ενώ η δράση διαδραματίζεται συνήθως στους «κακόφημους δρόμους και γειτονιές της Νέας Υόρκης (στο «Mean Streets» βέβαια οι περισσότερες σκηνές γυρίστηκαν στο Λος Άντζελες), γρήγορο μοντάζ και soundtrack με μουσική σύγχρονη της δράσης της ταινίας.
Την επόμενη χρονιά σκηνοθετεί το «Alice Doesn’t Live Here Anymore». Αυτή είναι μια από τις ταινίες του που δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Πρωταγωνίστρια ήταν η Ellen Burstyn η οποία μάλιστα κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας. Την ίδια χρονιά γύρισε το ντοκιμαντέρ «Italianamerican» στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι γονείς του.
Μετά από δυο χρόνια σκηνοθετεί την ταινία που τον έκανε ευρύτερα γνωστό και αγαπητό στο κοινό, το «Taxi Driver» (1976). Στην ταινία αυτή πρωταγωνιστούν ο Robert De Niro, o Harvey Keitel και η ανήλικη τότε Jodie Foster. Η ταινία ακολουθεί τον μοναχικό Travis Bickle, έναν ταξιτζή, ο οποίος είχε επιστρέψει από το Βιετνάμ, έχοντας αποκομίσει ψυχολογικά προβλήματα. Αποφασίζει να σώσει μια νεαρή εκδιδόμενη κοπέλα (Jodie Foster) και τα βάζει με τον προαγωγό της (Keitel). Το τέλος της ταινίας αινιγματικό αφού δεν ξέρουμε αν ο πρωταγωνιστής, πέθανε, έζησε ή τα φανταζόταν όλα αυτά. Cameo κάνει και ο ίδιος ο Scorsese. Η ταινία ήταν πολύ επιτυχημένη και προτάθηκε για τέσσερα βραβεία Όσκαρ: Καλύτερης Εικόνας, Καλύτερου Άνδρα Ηθοποιού σε Πρωταγωνιστικό ρόλο, Καλύτερης Ηθοποιού σε Υποστηρικτικό Ρόλο και Καλύτερης Μουσικής, χωρίς να κερδίσει κάποιο. Αλλά κατάφερε να κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών.
Η επόμενη ταινία του ήταν το musical «New York, New York», αλλά απέτυχε εισπρακτικά. Πρωταγωνιστούσαν οι Robert De Niro και Liza Minnelli. Την ίδια εποχή ήταν εθισμένος στην κοκαΐνη. Παράλληλα έπινε πολύ και έπαιρνε ηρεμιστικά χάπια. Η κατάσταση της υγείας του εκείνη την περίοδο ήταν οικτρή και είχε φτάσει στα 49 κιλά. Ενώ ήταν εθισμένος, είχε σχέσεις με διάφορες σταρ. Μια από αυτές ήταν και η Liza Minnelli.
Μέχρι το 1980 σκηνοθετεί κάποια ντοκιμαντέρ, αλλά αυτός που έσωσε την καριέρα και τη ζωή του ήταν ο Robert De Niro. Τον έπεισε να απεξαρτηθεί από την κοκαΐνη και να σκηνοθετήσει ξανά. Η ταινία- απότοκος του νέου ξεκινήματος ήταν το «Raging Bull» (1980). Πρωταγωνιστούσαν ο Robert De Niro και Joe Pesci. Θέμα του film ήταν η πολυτάραχη ζωή του μποξέρ Jake LaMotta. Η ταινία είναι ασπρόμαυρη ώστε να δείξει το ψυχολογικό και κοινωνικό αδιέξοδο που βρέθηκε ο ήρωας. Η ταινία ήταν υποψήφια σε οκτώ κατηγορίες στα Όσκαρ του 1981: Καλύτερου Άνδρα Ηθοποιού σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο, Καλύτερου Μοντάζ, τα οποία κέρδισαν ο De Niro και η Thelma Schoonmaker αντίστοιχα, Καλύτερης ταινίας, Καλύτερου Άνδρα Ηθοποιού σε Υποστηρικτικό Ρόλο, Καλύτερης Γυναίκας Ηθοποιού σε Υποστηρικτικό Ρόλο, Καλύτερου Σκηνοθέτη, Καλύτερου Ήχου και Καλύτερης Διεύθυνσης Φωτογραφίας, σε αυτές όμως τις κατηγορίες δεν επετεύχθη κάποια νίκη. Η ταινία έχει χαρακτηριστεί ως η καλύτερη των 80ς.
Κατόπιν ακολούθησε η ταινία «King of Comedy» το (1982) η οποία σατιρίζει τον κόσμο του θεάματος και όσα συμβαίνουν σε αυτόν. Πρωταγωνιστούν εδώ οι Robert De Niro και Jerry Lewis, ένας από τους θρύλους της κωμωδίας. Στην εν λόγω ταινία κάνει μια μικρή εμφάνιση και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ο Scorsese εδώ προσπάθησε να αναδείξει τον Lewis ως δραματικό ηθοποιό, αλλά του «βγήκε» περισσότερο η κωμική πλευρά του De Niro.
Το 1985 σκηνοθετεί την ταινία «After Hours». Το 1986 έχουμε το πολύ καλό «The Color of Money», το οποία είναι συνέχεια της ταινίας «The Hustler» (1961). Πρωταγωνιστούν ο σπουδαίος Paul Newman, και ο ανερχόμενος τότε Tom Cruise. Η ταινία ήταν υποψήφια για τέσσερα Όσκαρ: Καλύτερου Άνδρα Ηθοποιού σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο, το οποίο κέρδισε ο Paul Newman, Καλύτερης Γυναίκας Ηθοποιού σε Υποστηρικτικό Ρόλο, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου και Καλύτερης Σκηνογραφίας, χωρίς να κερδίσει κάποιο απ’ αυτά.
Το 1988 ο Scorsese επιστρέφει στις Χριστιανικές του ρίζες. Σκηνοθετεί και μεταφέρει στον κινηματογράφο το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Τελευταίος Πειρασμός». Τίτλος της ταινίας είναι «The Last Temptation of Christ». Πρωταγωνιστούν ο Willem Dafoe και ο Harvey Keitel, ενώ στο ρόλο του Πόντιου Πιλάτου εμφανίζεται ο David Bowie. Εδώ εμφανίζονται τα μοτίβα της αμαρτίας, του πειρασμού και της τελικής λύτρωσης. Ο Scorsese ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερου Σκηνοθέτη χωρίς όμως να το κερδίσει. Η ταινία προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από θρησκευτικές ομάδες ενώ σε πολλές απαγορεύτηκε (ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα σαφώς).
Το 1990 γίνεται η επιστροφή στις γκανγκστερικές απαρχές του σκηνοθέτη με την ταινία «Goodfellas». Είναι μια ταινία σταθμός για τα 90ς. Τα μοτίβα της ανδρείας, της τιμής, οι γκάνγκστερ και η βία επιστρέφουν στο έργο του. Πρωταγωνιστούν ο Robert De Niro, Joe Pesci και ο Ray Liotta. Η ταινία είχε δυνατή υποδοχή από κοινό και κριτικούς και ήταν υποψήφια για έξι Όσκαρ: Καλύτερου Άνδρα Ηθοποιού σε Υποστηρικτικό Ρόλο, το οποίο κερδίζει ο Joe Pesci, Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Ηθοποιού σε Υποστηρικτικό Ρόλο, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου και Καλύτερου Μοντάζ, χωρίς να κερδίσει κάτι. Οι τελευταίες μεγάλες δημιουργίες του είναι: Το Ακρωτήρι του Φόβου (Cape Fear). 1993 Τα Χρόνια της Αθωότητας (The Age of Innocence), 1995 Καζίνο, 1997Kundun4 1999Σταυροδρόμια της Ψυχής, 2002 Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Gangs of New York), 2004 Ιπτάμενος Κροίσος (The Aviator), 2005 No Direction Home: Bob Dylan, 2006 Ο Πληροφοριοδότης, 2011 Hugo, 2012 Xtreme City, 2013 Ο Λύκος της Wall Street και το 2016 Η Σιωπή. Οι ταινίες του λατρεύτηκαν παγκοσμίως και θεωρείται ευρέως ως ένας εκ των κορυφαίων σκηνοθετών στην ιστορία του κινηματογράφου.
- 42
- 887