Ο νόμος της ενότητας και πάλης των αντιθέτων – Του Λευτέρη Στάικου
Ο νόμος της ενότητας και πάλης των αντιθέτων, είναι ένας από τους τρεις βασικούς νόμους της διαλεκτικής και ίσως ο πιό κομβικός για την ουσιαστική κατανόηση των γενικών φαινομένων που εκτυλίσσονται στον φυσικό και κοινωνικό κόσμο, Η μαρξιστική επιστημονική φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού, και στην εφαρμογή της στο ιστορικό πεδίο ως ιστορικός υλισμός, είναι η μόνη ικανή συνθήκη για την κατάκτηση της γνώσης του κόσμου που μας περιβάλλει. Σταθερός στόχος είναι η μεταβολή αυτού του κόσμου, η ενεργητική ανθρώπινη παρέμβαση πάνω στη φύση για την κάλυψη των ολοένα αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών. Ο νόμος της ενότητας και πάλης των αντιθέτων, είναι η ατραπός που οδηγεί στην θετική ανάγνωση της σχέσης ανθρώπου-φύσης.
Ενότητα και πάλη των αντιθέτων σημαίνει την περιγραφή στο θεωρητικό επίπεδο της ουσίας της σχέσης ανάμεσα στα εναντιόδρομα που βρίσκονται στο ίδιο Είναι. Οι μεταφυσικοί αρνούνται πεισματικά την παραδοχή αυτή, προβάλλοντας μια τεθλασμένη εικόνα της πραγματικότητας, εκεί όπου κάθε εσωτερική αντίφαση πρέπει να εξοβελίζεται σαν μη υπαρκτή. Για τους θιασώτες της τυπικής λογικής, η αντίφαση αποτελεί γνώρισμα της μπερδεμένης συλλογιστικής, του ασυνεπούς νου που την ίδια στιγμή που ισχυρίζεται ότι Α=Β, αποφαίνεται κι ότι Α≠Β.
Ο διαλεκτικός υλισμός δείχνει πως η αντίθεση μέσα στα πράγματα δεν είναι τέτοιου είδους. Φως-σκοτάδι, κρύο-ζεστό, έλξη-απώθηση, θετικό-αρνητικό, ζωή-θάνατος, κι άλλα πολλά παρεμφερή ζεύγη αποδεικνύουν το αναγκαίο της ταυτόχρονης ύπαρξης του ενός αντιθέτου ως προϋπόθεση ύπαρξης του άλλου.
Το Είναι, εξετάζεται λοιπόν ως το πραγματικό Είναι κι όχι σαν το ιδεατό. Αντιμετωπίζεται ως η ολότητα, το Όλον, το οποίο συνίσταται στην ενότητα της διαφοράς, κι όχι στην διαφορά της ενότητάς του από των άλλων ολοτήτων. Εδράζεται στην εσωτερική διαφορά κι όχι στην εσωτερική αρμονία. Το Είναι, κάθε συγκεκριμένο Είναι, εμπεριέχει εσωτερικά την αντίθεσή του, την άρνησή του, τη διαφορά του. Ένα στοιχείο της αντίθεσης είναι το κυρίαρχο μέχρις ότου ανατραπεί από το άλλο. Η ενότητα είναι το σχετικό, η πάλη είναι το απόλυτο. Η ισορροπία ανάμεσα στα αντίθετα είναι ένα μόνο στιγμιότυπο στην πορεία του γίγνεσθαι από τη θέση στην άρνηση. Κάθε προτσές (=διαδικασία), φαινόμενο, πράγμα, είτε στην φύση είτε στην κοινωνία, ενέχει εγγενώς το αντίθετό του, την αντίφασή του και δεν θα μπορούσε παρά να την ενέχει. Το Είναι έτσι, είναι και μη Είναι, όπως αντίστοιχα και το μη Είναι, είναι το Είναι ανηρημένο. Τα αντίθετα αλληλοαποκλείονται την ίδια στιγμή που αλληλοκαθορίζονται. Η σχέση αναμεταξύ τους χαρακτηρίζεται από την εσωτερική αναγκαιότητα, που σημαίνει πως συνδέονται αναγκαστικά, εφόσον είναι οι αντιθετικές πλευρές ή τάσεις που συναπαρτίζουν το Είναι, το φαινόμενο ή το προτσές. Ο ίδιος διαλεκτικός νόμος ισχύει και στη νόηση. Η συνείδηση, το πνεύμα ως αντανάκλαση της κινούμενης ύλης, κινείται μετασχηματίζοντάς την όχι αυθαίρετα, μα στη βάση των αντικειμενικών δυνατοτήτων που προσφέρουν οι εκάστοτε υλικές συνθήκες. Παράλληλα, η νόηση αναδιατυπώνει με τις κατηγορίες του σκέπτεσθαι και τις κρίσεις, την πραγματική, δηλαδή την διαλεκτική κίνηση της ύλης που προηγείται ως το πρωτεύον. Φύση, κοινωνία και νόηση κινούνται επομένως διαλεκτικά, έχοντας ως κινητήρια δύναμη την ενότητα και πάλη των αντιθέτων.
Οι αντιθέσεις είναι δύο τύπων: εσωτερικές κι εξωτερικές. Οι πρώτες ενυπάρχουν στο ίδιο το αντικείμενο, οι δεύτερες αφορούν στη σχέση μεταξύ πολλών ξεχωριστών αντικειμένων. Η πηγή της ανάπτυξης του αντικειμένου όμως είναι η εσωτερική αντίφαση, η αμοιβαία δηλαδή σχέση αποκλεισμού και καθορισμού των αντιθετικών πλευρών και τάσεων. Το ένα αντίθετο όχι μόνο αρνείται, μα και προϋποθέτει το άλλο. Η εσωτερική αντίφαση δεν προκύπτει τυχαία ποτέ, δεν είναι δηλαδή θέμα ενδεχομενικότητας το αν θα εμφανιστεί ή όχι, αλλά είναι κάτι το αναγκαστικό, το αναπόφευκτο, που υπάρχει εγγενώς στην ουσία κάθε αντικειμένου, προτσές ή φαινομένου, άρα αποτελεί μια νομοτέλεια στη βάση της οποίας αναπτύσσεται και η πάλη ως πηγή της αυτοκίνησης. Η έννοια της αυτοκίνησης δεν πρέπει να τρομάζει τον διαλεκτικό υλιστή, καθότι το περιεχόμενό της δεν ταυτίζεται με το περιεχόμενο της εγελιανής αυτοκίνησης του «Λόγου», αλλά είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Αφορά στη σύλληψη της κίνησης της ύλης ως του καθοριστικού παράγοντα, όχι όμως αποκομμένης από την υποκειμενική πράξη. Η αυτοκίνηση του Είναι, εξηγείται υλιστικά και γειωμένα, έχοντας γνώση των βασικών νόμων της διαλεκτικής, έτσι ώστε να κατορθώνει το ενεργητικό υποκείμενο να προσδιορίζει και να αναλύει το υπό εξέταση αντικείμενο ποσοτικά και ποιοτικά, εξελικτικά κι αλματικά (επαναστατικά), στη ζωντανή του σχέση με τα άλλα αντικείμενα, αλλά και με τις αντιφατικές πλευρές-τάσεις του.
Το κάθε αντικείμενο αυτοκινείται ή αυτοαναπτύσσεται πάντα διαλεκτικά μέσα από τις αντιθέσεις του, γι’ αυτό και ποτέ δεν μπορεί να παρουσιαστεί σαν καθαρή ταυτότητα, δηλαδή σαν αρμονικά ενιαίο Είναι. «Δεν επιτρέπεται να θεωρείται ότι στην αρχή το αντικείμενο είναι καθαρή ταυτότητα και ότι ύστερα εμφανίζονται σε αυτό αντιφάσεις. Στην πραγματικότητα, τα αντικείμενα έχουν πάντοτε τις ιδιάζουσες σε αυτό, κρυμμένες ή φανερές και συνάμα ποικίλες, αντιφάσεις. […] Αν στο αντικείμενο δεν υπάρχει ακόμα μια δοσμένη συγκεκριμένη αντίφαση, αν αυτή δεν εμφανίστηκε ακόμα, υπάρχουν ωστόσο σε αυτό άλλες αντιφάσεις». Οι αντιφάσεις μπορεί να είναι φανερές, συγκαλυμμένες, στοιχειακές αρχικά και έπειτα πιό διακριτές κι έντονες, πάντα ωστόσο υπάρχουν και συγκροτούν το αντικείμενο συγκρουσιακά κι ενωτικά, καθιστώντας το μια διαδικασία εν εξελίξει. Οι εσωτερικές αντιθέσεις δεν είναι στατικές, είναι δυναμικές, που σημαίνει πως αναπτύσσονται κι αυτές και καθώς μεταβάλλονται, μεταβάλλουν και το ίδιο το αντικείμενο από ένα ορισμένο σημείο, ως ποιότητα. Στην πορεία αυτού του γίγνεσθαι της μετατροπής της παλιάς σε νέα ποιότητα, οι εσωτερικές αντιφάσεις οξύνονται, γίνονται ακραία διχαστικές για το αντικείμενο, οπότε και απαιτείται η ριζική υπέρβασή τους, δηλαδή η λύση της αντίφασης. Το βαθμιαίο διακόπτεται, και η αργή, εξελικτική συσσώρευση ποσοτικών μικροαλλαγών σπρώχνει προς ένα ποιοτικό άλμα, αντικαθιστώντας το παλιό με το καινούριο. Γι’ αυτό, ο νόμος της ενότητας και πάλης των αντιθέτων αποδεικνύει με συνέπεια οτι νομοτελειακά η ανάπτυξη περνάει από τις κατώτερες προς τις ανώτερες μορφές και ποιότητες, κι αυτό το πέρασμα συμβαίνει τόσο στη φύση (πχ από την ανόργανη στην οργανική ύλη) και στην κοινωνία (από κατώτερο σε ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό) όσο και στη νόηση (από συγκεχυμένες σε σαφέστερες επιστημονικές γνώσεις). Για την διαλεκτική λογική ειδικά, σημείωνε ο Λένιν: «Όρος της γνώσης όλων των προτσές του κόσμου…στην έντονη ζωή τους είναι η γνώση τους σαν ενότητας αντιθέτων».
Οι εσωτερικές κι εξωτερικές αντιθέσεις δεν είναι δύο αδιαπέραστες και ασύνδετες κατηγορίες. Σαφέστατα, η υλιστική διαλεκτική θεωρεί τις πρώτες ως τις κύριες και τις δεύτερες ως τις δευτερεύουσες, αυτό ωστόσο δε συνεπάγεται την υποτίμηση του ρόλου των τελευταίων στο προτσές της ανάπτυξης. Εσωτερικές κι εξωτερικές αντιθέσεις περνούν κάποτε η μια στην άλλη, συμπλέκονται, βρίσκονται κι αυτές με άλλα λόγια σε μια διαλεκτική σχέση. Παραθέτουμε ενδεικτικά δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ένα από τον φυσικό κι ένα από τον κοινωνικό κόσμο: «[…] η αντίφαση ανάμεσα σε δύο είδη φυτών εκδηλώνεται σαν εξωτερική αντίφαση, σε σχέση με το καθένα τους χωριστά. Ταυτόχρονα είναι μια από τις εσωτερικές αντιφάσεις του φυσικού κόσμου στο σύνολό του». Και για την κοινωνική μορφή κίνησης της ύλης: «Η αντίφαση μεταξύ δύο κοινωνικών συστημάτων -του κεφαλαιοκρατικού και του σοσιαλιστικού- είναι εξωτερική αντίφαση για το καθένα από αυτά τα συστήματα. Ταυτόχρονα είναι μια εσωτερική αντίφαση του παγκόσμιου ιστορικού προτσές».
Βλέπουμε συνεπώς, ότι η μεθοδολογική διάκριση εσωτερικών-εξωτερικών αντιθέσεων, έχει μια σχετική κι όχι απόλυτη αποδεικτική ισχύ, καθώς στον πραγματικό κόσμο παρατηρείται η διττή λειτουργία της αντίφασης ως αυτόνομης και ως εξαρτημένης πλευράς μιας συνθετότερης.
Γι’ αυτόν τον λόγο, μια ακριβής διαλεκτική υλιστική ανάλυση, θα πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνει υπόψη της όλες τις παράλληλες πλευρές και συνδέσεις του υπό εξέταση αντικειμένου, να αναγνωρίζει και να ερμηνεύει τα πολύπλοκα φαινόμενα σαν μεταβλητές σε εξίσωση, αξιολογώντας κι εκτιμώντας τις αντικειμενικές δυνατότητες και πραγματικότητες, το τυχαίο και το αναγκαίο, την μορφή και το περιεχόμενο των πραγμάτων.
Ο διαλεκτικός υλισμός, εφαρμοσμένος στη φύση, την κοινωνία και τη νόηση, διαλύει τις μεταφυσικές, αστικές και οπορτουνιστικές αυταπάτες. Αποδεικνύει ότι η κίνηση της ύλης σε όποια μορφή κι αν απαντάται, περνάει από κάποιες αναγκαστικές φάσεις, τις οποίες μάταια προσπαθούν οι αντιδραστικές μορφές σκέψεις να συσκοτίσουν και να στρεβλώσουν. Εναγωνίως επιχειρούν να πείσουν τις μάζες οι απολογητές του υπάρχοντος πως η κοινωνική ολότητα είναι ενιαία και αρμονική, χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις και ταξικές συγκρούσεις, για να δικαιολογήσουν την ισχύουσα καπιταλιστική βαρβαρότητα, παρουσιάζοντάς την σαν την αδιαμφισβήτητη, ακλόνητη κανονικότητα. Η κίνηση όμως της Ιστορίας διαγράφει την τροχιά της και στο γύρισμα του χρόνου, στην επόμενη ασυνέχεια, η ξεπερασμένη αστική τάξη θα βρει τη θέση που της αρμόζει ανάμεσα στα αναμνηστικά μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Στο νέο ποιοτικό άλμα είναι οι λαοί που παίρνουν στα χέρια τους τις τύχες τους, έχοντας κατανοήσει τους νόμους που διέπουν τη ζωή, τη φύση, την Ιστορία.
Ενδεικτικά
- Οι Βασικές Αρχές της Μαρξιστικής Φιλοσοφίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2016
- Β.Ι. Λένιν, Φιλοσοφικά τετράδια, Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τομ. 29, σελ. 317.
- 75
- 3105