Ζαμπόν – Της Κατερίνας Δήμτσα
Βρήκα πάλι ένα σκίτσο στο ίντερνετ, ένα ανθρωπάκι έχει ένα βούρκο μπροστά του, τον κοιτάει διστάζοντας, ίσα που βουτά το ένα του πέλμα,“πού να λερώνομαι πάλι” σκέφτεται. Έμεινε όμως εκεί, με το ένα πόδι μέσα.*
Είναι ανάγκη μου να γράψω για όσα διαδραματίζονται σ’ αυτή τη φάση στην Ελλαδάρα σας. Αλλά όπως συχνά συμβαίνει τελευταία, οι λέξεις μου δεν αντέχουν να κουβαλήσουν το φορτίο των γεγονότων. Το μυαλό μου αδυνατεί να επεξεργαστεί τον περιρρέοντα βόθρο.
Δεν μπαίνω στη διαδικασία καμίας κοινωνικοπολιτικής κουβέντας, δεν αντέχω να μιλήσω με όρους διπλωματίας. Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι να ανοίξω την παραμικρή συζήτηση για τα τεκταινόμενα, πλέον δεν ξέρεις από πού θα σου ξεφυτρώσουν οι χυδαίοι νυκοκοιρούληδες. Γεμίσαμε “άντρακλες” που που στέκονται μπροστά στις βάρκες και φωνάζουν “και τι με νοιάζει μωρή αν είσαι γκαστρωμένη, εγώ σε γάμησα;”, γεμίσαμε σκατοψυχιά μασκαρεμένη σε διαλλακτικότητα, ένα μάτσο μπετόβλακες π’ αναπαράγουν ότι οι πρόσφυγες βάζουν τα παιδιά τους πάνω από φωτιές για να κλάψουν, ξεπουλημένα media. Βλέπω τον γείτονα να λέει “πνίξτε τους”, τον γνωστό να λέει «βαράτε στο ψαχνό», τον καθένα τέλος πάντων να βγάζει όσο μίσος έχει μέσα του σε κάθε άτυχο αυτού του κόσμου. Κι αρχίζω να δηλητηριάζομαι κι εγώ από μίσος, μίσος για την ακρωτηριασμένη σας ψυχή, μίσος για το μίσος σας. Είδα τη φωτογραφία του δίποδου με το παιδικό καλτσάκι και άκουσα ένα κράκ πάνω δεξιά στο στήθος μου. Να πιάσω το καλτσάκι θέλω, να το πλύνω, να το τυλίξω με το άρωμα απ’ τα λουλούδια που δεν επέτρεψαν στο πατουσάκι που το φόραγε να πατήσει. Είδα τη φωτογραφία κι έσφιξα τα δόντια. Τα ΜΑΤ είναι μισθωτοί φασίστες, εντάξει. Οι υπόλοιποι που χαχανίζουν κι ανδρώνονται με τον ανθρώπινο πόνο, τι διάολο κερδίζουν; Ποια διαφορά κάνει στην κατακαημένη παρασιτική υπαρξούλα τους ένα ακόμη πνιγμένο βρέφος, ένα ακόμη βασανισμένο σώμα, ένας ακόμη Μοχάμαντ αλ-Αράμπ ;
Εσείς, που κρύβεστε πίσω από το προσωπείο σας, τούτη την μάσκα ανθρώπινου δέρματος, τολμάτε να αυτοαποκαλείστε άνθρωποι; Η ψυχή σας βρωμάει σάπιο, μύγες περιτριγυρίζουν την καρδιά σας, αθώες ψυχές θυσιάζονται στον βωμό της όρεξής σας κι εσείς γευματίζετε πάνω από τα πτώματά τους. Πώς απολαμβάνετε να βλέπετε όνειρα να σβήνουν, ανθρώπους να υποφέρουν και να λιώνουν; Δεν θέλω να μισώ, μα δεν ξέρω πώς αλλιώς να ονομάσω αυτό που νιώθω, πώς αλλιώς να το αποκαλέσω που θέλω να σας δω να πνίγεστε μέσα στον εσωτερικό σας βόθρο, τη νοσηρότητά σας σαν χοντρό σκοινί να τυλίγεται γύρω από το λαιμό σας.
Το κοινό απευαισθητοποιήθηκε στο σοκ των μαζικών τάφων. Η σφαγή αποστειρώθηκε,ο φόνος καθαγιάστηκε – 700.000.000 ευρώ είν’ αυτά, για να γίνει η χώρα αποθήκη 1.000.000 ψυχών -, οι άνθρωποι μειώθηκαν σε στοίβες ματωμένου κρέατος. Αθώες ψυχές μετατράπηκαν σε βορά. Μιλάμε σε άλφα ενικό, καθώς όλοι βάζουμε τους εαυτούς μας πάνω από όλα, κοιτώντας το δικό μας συμφέρον, και την δική μας καλοπέραση. Δεν πάει ο κόσμος να καίγεται; Άμα το δικό μας σπίτι δεν καπνίζει, δεν τρέχουμε. Μιλάμε σε άλφα ενικό γιατί φοβόμαστε.
Το σεβασμό μου όμως έχουν εκείνοι, που μια μέρα αποφάσισαν ότι θα ήταν άνθρωποι α’ πληθυντικού. Άνθρωποι, με άλφα κεφάλαιο.
Πυρπολούν εθνικό διχασμό λέει. Ναι, διχασμένοι είμαστε και ήμασταν: κάποιοι βάλλεστε εναντίον των προσφύγων και κάποιοι βαλλόμαστε ενάντια σ’αυτούς που τους δημιουργούν. Αν κάνω κάτι όντως δηλαδή και ‘γω γεννώντας κάτι τέτοια κείμενα. Γιατί – κακά τα ψέματα- νιώθω και λίγο ότι σαν πολλά λέω μέσα από την ασφάλειά μου, μέσα απ’ την ευνοϊκή θέση του να μπορούμε να βγούμε και για ένα κρασί με τους λατρεμένους μας το απόβραδο και να πάμε ένα θέατράκι το σάββατο, πολλά λέμε όσο έχουμε την πολυτέλεια να χαχανίζουμε και να ξεχνάμε έστω για λίγο την ασχήμια.
Α, λέω να φτιάξω μια καλύβα, και να μπολιάσω τα σανίδια της με νοιάξιμο κι απ’ έξω να φυτέψω κάθε λογής λουλούδι. Μια καλύβα να βιδώσω στους τοίχους της κάθε τι ηλιόλουστο, μια καλύβα κάπου μακριά, τόσο μακριά που ο πόνος δε θα φτάνει να ζυγώσει.
Σκατά. ΣΚΑ- ΤΑ. Στους φασίστες. Και στο χρόνια καλλιεργημένο αιλλλυνηκό πατρις- θρησκεία- οικογένεια. Και σκατά γιατί δεν μπορώ να γράψω άλλο και σκατά επειδή βούρκωσα πάλι. Βάλτε μάσκα για τον κορωνοϊό μερικοί- μερικοί, ναι, προστατευτείτε. Καημένοι μου, εντός σας είναι η αρρώστια. Ζέχνει το νεκροταφείο που ‘χετε διπλώσει μέσα σας. Σιχαίνομαι. ‘Η σας λυπάμαι. Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο από τα δύο. Παλιότερα είχα την εσωτερική απορία γιατί να έχουμε εμείς δίκιο; Πώς είμαστε σίγουροι ότι εμείς είμαστε οι σωστοί κι αυτοί που ζαμπονοποιήθηκαν στην κρεατομηχανή της κακίας τους είν’ οι λάθος; Τελικά, η απάντηση είναι μία: έχουμε δίκιο γιατί εμείς είμαστε με τους ανθρώπους.
Να είμαστε άνθρωποι ρε. Άνθρωποι, όχι ζαμπόν.
*Το σκίτσο στο οποίο αναφέρομαι είναι του Δημήτρη Σταμούλη
Από https://marialenadisakia.gr/
- 52
- 1038