Το κράτος και ο πόλεμος θέσεων – Του Λευτέρη Στάικου

Το Κράτος γενικά, είναι η πολιτική οργάνωση της κυρίαρχης τάξης που ορθώνεται ως στοιχείο του εποικοδομήματος πάνω στη βάση της παραγωγής. Όπου τάξεις, το Κράτος υπάρχει για να επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία: την διατήρηση της εκμετάλλευσης μιας τάξης από μια άλλη, την διασφάλιση της ταξικής εξουσίας, που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί δίχως τον σχηματισμό ενός πλέγματος θεσμικών μηχανισμών που μέσα από τον συντονισμό τους επεμβαίνουν στη ρύθμιση των παραγωγικών σχέσεων όταν αυτές διαταράσσονται, αλλά και προληπτικά, ώστε να μην διαταραχθούν.

Το Κράτος συνιστά επομένως την πολιτική οργάνωση που πρωτοεμφανίστηκε στον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής και εξακολουθεί να υφίσταται ως παρασιτική απόφυση που στέκει πάνω απ’ την κοινωνία, ενώ την ίδια στιγμή αυτοπαρουσιάζεται σαν δήθεν υπερταξική οντότητα που μεσολαβεί ανάμεσα στις τάξεις για να συμφιλιώνει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα. Γράφει ο Ένγκελς στην Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους:«Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης, το κράτος είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μιαν αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, από τις οποίες δεν έχει τη δύναμη να απαλλαγεί. Και για να μην φθείρουν αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τ’ αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα, τον εαυτό τους και την κοινωνία σ’ έναν άκαρπο αγώνα, έγινε αναγκαία μια δύναμη που φαινομενικά στέκει πάνω από την κοινωνία, για να αμβλύνει τη σύγκρουση, για να την κρατά μέσα στα όρια της «τάξεως». Και η δύναμη αυτή, που προήλθε από την κοινωνία, αλλά τοποθετήθηκε πάνω απ’ αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ’ αυτήν, είναι το κράτος».

     Το Κράτος ήταν και παραμένει το προϊόν των αξεδιάλυτων ταξικών αντιθέσεων που προέκυψαν με το πέρασμα στην πρώτη εκμεταλλευτική κοινωνία. Κατά συνέπεια, ήταν και είναι το αναπόφευκτο, αναγκαστικό εργαλείο της εκάστοτε άρχουσας τάξης, ακριβώς γιατί χωρίς αυτό δεν θα ήταν δυνατό γι’ αυτή να αναπαράγει τους όρους ύπαρξης της εκμεταλλευτικής κοινωνίας στην οποία ηγείται. Κράτος επομένως σημαίνει κυριαρχία και ηγεμονία, δηλαδή βία, καταναγκασμός, αλλά και απόσπαση συναίνεσης, ιδεολογική συγκάλυψη της πραγματικής φύσης του. Εξουσία και μηχανισμοί, συναρθρώνονται για να παρέχουν τα εχέγγυα της αναπόσπαστης κεφαλαιοκρατικής κερδοφορίας, όπως αντίστοιχα στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, τα τοτινά κράτη διατηρούσαν την ενότητα παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων μέσα στα πλαίσια των προσίδιων κοινωνικών σχηματισμών.

Το αστικό κράτος, όποια μορφή κι αν έχει, είτε δημοκρατικό είτε δικτατορικό, έχει το ίδιο πάντοτε ταξικό περιεχόμενο. Είτε περισσότερο συντηρητικό, είτε περισσότερο φιλελεύθερο (με την έννοια του κοινωνικά φιλελεύθερου), η σχετική αυτονομία που αντικειμενικά το χαρακτηρίζει σε αναφορά προς τα επιμέρους τμήματα και μερίδες της πλουτοκρατίας, είναι ο όρος για την αποτελεσματικότητά του στον αντιλαϊκό-αντεργατικό αγώνα και στην μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του συλλογικού καπιταλιστή.

Η τυπική ισονομία και ισοτιμία που πλασματικά κατοχυρώνονται και από το  Σύνταγμα, είναι η νομιμοποιητική βάση του αστικοδημοκρατικού κράτους, που μπορεί να αρθεί σε περίπτωση που ο κυρίαρχος βρεθεί αντιμέτωπος με ένα έτοιμο να καταλάβει την εξουσία εργατικό κίνημα. Τότε αποδεικνύεται πόσο εύκολα και ανερυθρίαστα οι συνταγματικές αστικές ελευθερίες καταστέλλονται, οπότε και αποκαλύπτεται πλέον το αληθινό πρόσωπο του κράτους, χωρίς επιφάσεις και καλύμματα. Στα ίδια τακτικά πρότυπα, το αστικό κράτος χρησιμοποιεί το δόγμα μαστίγιο-καρότο ώστε να εξασφαλίζει την κοινωνική συναίνεση ενώ όταν αυτή δεν γίνεται πλεον δυνατή, να την εκβιάζει μέσα από την άμεση σύγκρουση, την καταστολή, τη χρήση του μονοπωλίου στην νόμιμη βία.

Το Κράτος προσλαμβάνεται υπό την σταθερή ιδιότητά του ως ταξικού σχηματισμού, και στην περίπτωση που αναφερόμαστε στην αστική δημοκρατία σαν ιδιαίτερο πολιτειακό τύπο, την διακυβέρνηση ασκούν τα κόμματα της τάξης, δηλαδή τα αστικά κόμματα που στην ουσία τους δεν είναι παρά διαφορετικές πολιτικές μερίδες της κυρίαρχης τάξης. Στους κυβερνητικούς σχηματισμούς και στα υπουργικά επιτελεία εργάζονται για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου οι αστοί πολιτικοί, οι οποίοι είναι οι πολιτικοί επίτροποι της τάξης τους. Τόσο τα νεοφιλελεύθερα όσο και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είναι κόμματα του κεφαλαίου, το ίδιο προδοτικά για τις γνήσιες λαϊκές ανάγκες, το ίδιο διαθέσιμα να τσακίσουν το εργατικό κίνημα προκειμένου να μην συναντήσουν πρόβλημα οι καπιταλιστές στην συσσώρευση των κεφαλαίων τους.

Το Κράτος γενικά και το αστικό κράτος ειδικά, χαρακτηρίζεται από οργανωτική συμπάγεια και στρατηγική σταθερότητα, που υλοποιούνται από την γραφειοκρατική δομή και την σύμφυση ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών, οι οποίοι παρότι λειτουργούν με μια κάποια αυτοτέλεια κινήσεων λόγω ακριβώς των διαφορετικών αντικειμένων τους (πχ σχολείο, στρατός, εκκλησία, κλπ), εντούτοις συνδέονται οργανικά μεταξύ τους σε ένα όλον που υπαγορεύεται από την δεδομένη πραγματικότητα. Το κράτος που αποτελεί μέρος της κοινωνικής ολότητας, είναι το στοιχείο εκείνο του εποικοδομήματος που μεριμνά για την αναπαραγωγή του τρόπου παραγωγής και επομένως για την διαιώνιση του εκμεταλλευτικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως με τον όρο αναπαραγωγή δεν εννοούμε την διευρυμένη αναπαραγωγή που αυτή συμβαίνει αποκλειστικά στην σφαίρα της παραγωγής, αλλά την γενικότερη διασφάλιση της καπιταλιστικής συνέχειας. Επίσης, πρέπει να κατανοηθεί ότι οι κυκλικές πορείες που διαγράφει η οικονομία και οι εξελίξεις στην τεχνική και τις παραγωγικές δυνάμεις καθορίζουν τον τρόπο παρέμβασης του κράτους πάνω στην υποδομή. Για παράδειγμα, οι δομικές οικονομικές κρίσεις που επανεμφανίζονται νομοτελειακά μετά από κάθε περίοδο ανόδου, ακολουθώντας την τετράπτυχη διαδρομή κρίση-ύφεση-αναζωογόνηση-άνοδος, αντιμετωπίζονται από τις κρατικές πολιτικές ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνες για το κεφάλαιο, πράγμα που συνεπάγεται πάντα εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της τάξης που παράγει τον πλούτο, σχετική και απόλυτη εξαθλίωση των εργαζομένων, απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας, ανεργία κλπ. Ακόμα και στην περίπτωση που το κράτος εφαρμόσει μια ορισμένη αναδιανεμητική πολιτική μαζί με μια λογική εντονότερου παρεμβατισμού, όπως λχ ήταν η κεϋνσιανή μεταρρύθμιση, αυτό γίνεται πάλι με γνώμονα τί συμφέρει το κεφάλαιο τη δεδομένη συγκυρία και στις δεδομένες οικονομικές αλλά και κοινωνικές συνθήκες. Ιδιαίτερα στην περίοδο που διανύουμε από το 1873 περίπου ως σήμερα, δηλαδή το ιμπεριαλιστικό, τελευταίο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, η σύμφυση κράτους και χρηματιστικού κεφαλαίου είναι μια αναγκαιότητα για την εύρυθμη λειτουργία του εγχώριου κεφαλαίου στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη αγορά. Επιπροσθέτως, η 3η και 4η βιομηχανική επανάσταση, μαζί με τις ανακατατάξεις και μεταβολές που φέρουν στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και τις παραγωγικές σχέσεις, οδήγησαν και οδηγούν σε πολιτική διαχείριση από τα πάνω, των νέων εργασιακών σχέσεων, κοινωνικών αιτημάτων κλπ.

Στον βαθμό που συνειδητοποιούμε το νομοτελειακό της εμφάνισης του Κράτους απ’ τη στιγμή που οι ανθρώπινες κοινωνίες -όχι ενιαία και ομοιόμορφα- πέρασαν απ’ την πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία στην πρώτη ταξική κοινωνία του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής, των πρώτων μεγάλων αντιθέσεων πόλης-υπαίθρου, χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, είμαστε υποχρεωμένοι κι εμείς να ερμηνεύουμε την ιστορική κίνηση στη βάση της κοινωνικής επανάστασης που αντικειμενικά προσβλέπει στην πολιτική επανάσταση, δηλαδή την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, η οποία και θα ανατρέψει τις παλιές ταξικές σχέσεις αντικαθιστώντας τες με νέες, ανώτερες και οι οποίες θα ωθήσουν στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Η κίνηση της ιστορίας των ανθρώπων, όπως άλλωστε και της φύσης, διέπεται από τους βασικού νόμους της διαλεκτικής, συνεπώς ο υποκειμενικός παράγοντας πρέπει για να μπορεί να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα να έχει γνώση αυτών των νόμων κίνησης κάθε μορφής κίνησης της ύλης, άρα και της κοινωνικής, έτσι ώστε να μην κάνει ανεδαφικές εκτιμήσεις και λαθεμένες αναλύσεις σε σχέση με τις δυνατότητες αλλαγής του κόσμου. Η τάξη που αποτελεί το επαναστατικό υποκείμενο, εν προκειμένω η σύγχρονη εργατική τάξη, οργανωμένη σε Κόμμα, το πιο συνειδητό και ως εκ τούτου πρωτοπόρο τμήμα της, πρέπει οπωσδήποτε να στοχεύει στρατηγικά στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και την συγκρότηση του δικού της κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή της εξουσίας της πραγματικής πλειοψηφίας απέναντι στην μειοψηφία των αστικών υπολειμμάτων. Δίχως τη θεμελίωση προλεταριακού (μισο)κράτους, η εδραίωση της εργατικής εξουσίας και άρα η οικοδόμηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν μπορούν να πραγματωθούν.

Με τις αντιδραστικές θεωρίες και αναλύσεις άλλων ρευμάτων όπως λχ των ευρωκομμουνιστών, των ρεφορμιστών, αλλά και των αναρχικών, συμβαίνει να παρατηρείται μια στρέβλωση της ουσίας της πολιτικής αλλαγής. Αυτές οι θεωρίες που εκτιμούν πως το αστικό κράτος μπορεί να εκδημοκρατιστεί και να μεταρρυθμιστεί ή να καταργηθεί απλά χωρίς αντικατάστασή του, υποτιμούν την ιστορική αναγκαιότητα της κατάληψης της εξουσίας άμεσα από το επαναστατικό συλλογικό υποκείμενο. Η παρωχημένη, ξεπερασμένη ιστορικά, αντιδραστική τάξη των καπιταλιστών δεν ήταν ποτέ ούτε και θα είναι διατεθειμένη να παραδώσει την εξουσία της στην άρνησή της. Γι’ αυτό και κάθε σοσιαλιστική επανάσταση με όποιον ειδικό τρόπο κι αν ξέσπασε ή θα ξεσπάσει, αναπόδραστα θα συναντήσει σε κάποια φάση της την βίαιη αντίδραση, στην οποία θα πρέπει να απαντήσει εξίσου βίαια.

Σε αυτήν ακριβώς την προβληματική της κατάληψης της εξουσίας απ’ το προλεταριάτο, αλλά και ευρύτερα, σε μια κοινωνιολογία του κράτους, εντάσσεται η θεωρητική συνεισφορά στη μαρξιστική φιλοσοφία της πράξης, του Ιταλού Αντόνιο Γκράμσι. Ο Γκράμσι, μέσα από το έργο του προσπάθησε να συστηματοποιήσει μια νέα τακτική προσέγγιση, έναν νέο τύπο πολιτικής δράσης που να προσιδιάζει στις ώριμες αλλά και αντιφατικές υλικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Δύση της εποχής του. Αξιολογώντας την επαναστατική διαδικασία που κινήθηκε στην ανώριμη ημιφεουδαρχική Ρωσία του 1917, προέκρινε έναν τρόπο δράσης για τις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου, που την περίοδο του μεσοπολέμου έγιναν πεδία ανεπιτυχών επαναστατικών δοκιμών (πχ Γερμανία 1918-1921, Ιταλία 1919-1921). Αυτό που συμβαίνει στις δυτικές κοινωνίες, είναι η αστική ηγεμονία να προσδένει τις υποτελείς τάξεις στο άρμα της συναίνεσης, ωθώντας τες στην ιδεολογική ενσωμάτωση και στην υιοθέτηση της καπιταλιστικής κανονικότητας. Για τον Γκράμσι, το κράτος κυμαίνεται σε δύο άξονες, χρησιμοποιώντας την βία, ως το μέσο εμπέδωσης της κυριαρχίας που αντιστοιχεί στο πεδίο της πολιτικής κοινωνίας ενώ η ιδεολογική ηγεμονία της κοινωνικής ολότητας αφορά στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών. Η διαφορά των δύο πεδίων, έγκειται στο ότι το πρώτο σχετίζεται με τα κέντρα άσκησης της εξουσίας, ενόσω το δεύτερο, με τους διαύλους έκφρασης των λαϊκών αιτημάτων, πεποιθήσεων κλπ. Η σφαίρα της πολιτικής κοινωνίας είναι επομένως το προνομιακό πεδίο άσκησης της αστικής εξουσίας που δεν διαμεσολαβείται, ενώ η κοινωνία των πολιτών είναι το πεδίο που διαπερνά και συνέχει η κυρίαρχη ιδεολογία, ήτοι, η ιδεολογία της άρχουσας τάξης.

Το γεγονός πως κατά τον Γκράμσι, η Δύση διακρίνεται από την προεπανστατική Ρωσία στη βάση της ιδεολογικής αναπαραγωγής του συστήματος στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, είναι που κάνει τον Ιταλό φιλόσοφο και αγωνιστή να αποφανθεί περί της υιοθέτησης της τακτικής ενός συνεχούς πολέμου θέσεων ως μέρος ενός ευρύτερου επαναστατικού σχεδίου ενίσχυσης της εργατικής θέσης στον συσχετισμό δύναμης, που κλιμακωτά θα κορυφωθεί τελικά σε έναν μετωπικό πόλεμο ελιγμών.

Ο Γκράμσι, υπολόγιζε -και έχοντας πλούσια βιωματική πείρα απ’ τις πολιτικές που ακολούθησε τόσο το ΣΚΙ όσο και το ΚΚΙ στην περίοδο της κόκκινης διετίας, αλλά και της ανόδου του φασισμού- πως η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να υπερνικήσει την κατά πολύ ισχυρότερη αστική τάξη μόνη της, δίχως να συμμαχήσει με τις λοιπές εκμεταλλευόμενες τάξεις. Επειδή ωστόσο είναι οι εργάτες που λόγω της αντικειμενικής θέσης τους στην παραγωγή, αποτελούν την ιστορικά πρωτοπόρα τάξη, είναι αυτοί που θα πρέπει να ηγηθούν στον συνασπισμό των δυνάμεων, εξασφαλίζοντας την δική τους, προλεταριακή ιδεολογική ηγεμονία. Η εργατική τάξη, με το Κόμμα της στον ρόλο του οργανικού διανοούμενου, απαιτείται να ηγηθεί στον επαναστατικό συνασπισμό ταξικών δυνάμεων και να διεξάγει έναν διαρκή πόλεμο θέσεων με στόχο να προετοιμάσει ιδεολογικά και πολιτικά τους κυριαρχούμενους ώστε να τους οδηγήσει στην τελική βίαιη λύση της ταξικής πάλης, για την κατάληψη της εξουσίας.

Στην πορεία αυτού του πολέμου θέσεων, κύριο μέλημα του προλεταριάτου είναι να αποσπάσει τα λαϊκά στρώματα και συνακόλουθα την κοινωνία των πολιτών, απ’ την αστική ηγεμονία και παράλληλα, να προετοιμάζει το εν δυνάμει επαναστατικό μπλοκ για την κορυφαία στιγμή της σύγκρουσης, που είναι ο πόλεμος ελιγμών, δηλαδή η ένοπλη αντιπαράθεση που θα αποτελέσει το όχημα για την έφοδο στον ουρανό.

Είναι σημαντικό γενικά να διευκρινίζουμε ότι ο Γκράμσι υπήρξε συνεπής μαρξιστής, έστω κι αν στην νεανική του φάση είχε ορισμένα ιδεαλιστικά κατάλοιπα επηρεασμένος από την φιλοσοφία του Κρότσε, και πάντα αποσκοπούσε με τη δράση του και τα γραπτά του στην επαναστατική μεταβολή. Οι οπορτουνιστικές αναγνώσεις του έργου του από μεταγενέστερους στοχαστές έγιναν ένεκα της ανάγκης εσωτερικής δικαιολόγησης των ευρωκομμουνιστικών στροφών που χαρακτήρισαν το ΚΚΙ κατά την ψυχροπολεμική περίοδο και κυρίως τη δεκαετία του ’70. Όλοι οι πραγματικοί μαρξιστές αναγνωρίζουν το αδιέξοδο της αποκλειστικά νόμιμης δράσης και του δόγματος «αλλαγή από τα μέσα». Και τέτοιας κοπής μαρξιστής ήταν κι ο Γκράμσι. Χωρίς να υποτιμά ή να υπερεκτιμά τις δυνατότητες που παρέχει στους αντιπάλους του το ίδιο το αστικό κράτος, όπως το κοινοβούλιο και η εκεί δράση, αξιολογεί τις προοπτικές που υπάρχουν να διεξαχθεί ο πόλεμος θέσεων κατά ένα μέρος του και εντός του χώρου αυτού, γι’ αυτό άλλωστε σε αντίθεση με τον αριστερισμό του Μπορντίγκα επεδίωκε τη συμμετοχή κι όχι την αποχή του ΚΚΙ στις εκλογές, ενώ αξίζει προσθετικά να αναφέρουμε την θέση του Γκράμσι σχετικά με την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία, για την συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες και άλλους δημοκρατικούς για την αποτροπή της φασιστικής εκτροπής, την ίδια στιγμή που ο Μπορντίγκα απέρριπτε αυτό το σχέδιο. Η πρόταση του ενιαίου μετώπου, συμφωνούσε με την λογική του πολέμου θέσεων και της ηγεμονίας του προλεταριάτου εντός του συνασπισμού δυνάμεων.

Ο Γκράμσι συμπερασματικά, διείδε στο προλεταριάτο των ανεπτυγμένων δυτικών κρατών, τον σύγχρονο μακιαβελικό Ηγεμόνα, που θα συνενώσει τις υποτελείς τάξεις κάτω από την σημαία της πρωτοπόρας και συνειδητοποιημένης εργατιάς. Η τάξη μέσα από το Κόμμα της θα διεξάγει έναν άοκνο πόλεμο θέσεων με στόχο την απόσχιση των λαϊκών στρωμάτων απ’ την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και την εμπέδωση της εργατικής ιδεολογίας ως τον φορέα της αλλαγής και της οικοδόμησης της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Απαρέγκλιτα, το όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας που θα πραγματώσει το βασίλειο της ελευθερίας και της απόλυτης ισότητας, περνάει μέσα από την μεταβατική σοσιαλιστική φάση, επομένως μέσα από το εργατικό κράτος. Όποια δήθεν επαναστατική ανάλυση απορρίπτει το σοσιαλιστικό κράτος ή το ταυτίζει με μια μορφή καταστρατήγησης του επαναστατικού προτάγματος, κρίνεται από την ίδια την ιστορική πείρα ως αντιεπιστημονική, αντιδραστική και εν τέλει υποστηρικτική της ισχύουσας καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

YOU MIGHT ALSO LIKE