Οι καιροί δεν μπορούν να περιμένουν. Ένα σχόλιο για το εργατικό κίνημα – Του Λευτέρη Στάικου

Οι παλιές βεβαιότητες της πολιτικής κοινωνίας έχουν προ πολλού καταρρεύσει. Οι άνθρωποι, πηγμένοι στην αλλοτρίωση που γεννά κατά πρώτον η εργασία τους, βιώνουν την εκμετάλλευση εμπειρικά, όχι όμως απαραίτητα και γνωσιακά. Η εργατική τάξη σ’ όλο το κόσμο, το διεθνές προλεταριάτο, παλεύει να απαγκιστρωθεί από τις παγίδες που έντεχνα οι εγχώριες κυρίαρχες τάξεις, θέτουν στο δρόμο της προς την αυτοσυνειδησία. Εθνικισμοί, επενδυμένοι συχνά με το περιτύλιγμα-φενάκη του πούρου πατριωτισμού, μικροβελτιώσεις των συνθηκών και εργασιακά bonus, κίβδηλες εξαγγελίες για ικανοποίηση των εργασιακών αιτημάτων, παράταση καταβολής δεδουλευμένων και αποζημιώσεων (αν είναι τυχεροί) που βάζουν τους εργαζομένους να αναμένουν στον πάγο, προς αποφυγή της επαναστατικής βίας, κι άλλες βιοπολιτικές τεχνολογίες, συντείνουν στην ιδεολογική, ήτοι εν τέλει πραγματιστική καθυπόταξη των εργατών στην αστική ηγεμονία. Και η ηγεμονία, εννοείται με την γκραμσιανή σημασία της: συναίνεση και ενσωμάτωση στο κυρίαρχο ιδεολογικό πρότυπο, πλέρια κατίσχυση της αστικής κανονικότητας , παράλληλα βέβαια με τον εξαναγκαστικό μηχανισμό όποτε αυτός κρίνεται αναπόφευκτος. Γινόμαστε μάρτυρες της εξουδετέρωσης των κοινωνικών αντανακλαστικών, διαμέσου παραπλανητικών πυροτεχνημάτων και εντυπωσιακών τεχνουργημάτων.

Νέες τεχνολογίες, μαζική κουλτούρα, μαζική κατανάλωση παγκοσμιοποιημένων και συγχρόνως παγκοσμιοποιητικών βιοπολιτικών υποδειγμάτων, οδηγούν σε μαζική πολιτική τοποθέτηση, δηλαδή απραγία, κατακρεουργημένη ενδοταξική ενσυναίσθηση, εκλογικευμένη επικράτηση του καθολικού ατομικισμού, διαλεκτική ένωση μαζικού κι ατομικού στοιχείου. Το ένα ανταγωνίζεται το άλλο, ενόσω ενυπάρχουν και τα δυο στο ίδιο πρόσωπο-φορέα τους. Η πολιτική του δήθεν πολιτικού υποκειμένου της (μετα)νεωτερικότητας, εξαντλείται στην εκλογική διαδικασία, για όσο αυτή διαρκεί. Πριν και μετά από αυτή, η πολιτική για το μαζικοατομικό υποκείμενο της εποχής μας, δεν υπάρχει. Τουλάχιστον άμεσα. Η υποκριτική συγκροτησιακή αρχή της αστικής δημοκρατίας, πιο συγκεκριμένα η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, έχει την απόλυτη ικανότητα αδρανοποίησης του ανθρώπου, υποβάλλοντάς τον σε πολιτικό τέλμα, με το να τον διαποτίζει με την εμπέδωση της απάρνησης της διαρκούς ευθύνης του για την κοινωνία στην οποία ζει, παράγει, αναπαράγει, σκέφτεται, αισθάνεται και πεθαίνει. Όλα συμβαίνουν για τον λαό, κι αυτός ο αφηρημένος λαός (η ανώτατη εκδήλωση του μαζικοατομικού) , υποτίθεται πως εκχωρεί μέρος των δικαιωμάτων του στο κράτος, ώστε να μπορέσει να ζήσει αρμονικά μέσα σε λειτουργικές συνθήκες. Αφήνεται στο βαυκάλημα, ότι είναι φορέας κι αποδέκτης της πολιτικής. Το τέλειο άλλοθι για την κυρίαρχη αστική τάξη και το κράτος της.

Καταλύοντας τα υπάρχοντα ιδεολογήματα, το προλεταριάτο θεμελιώνει το νέο κοινωνικό σύστημά του, πάνω σε αυθεντικές κοινωνικές βάσεις. Αποβάλλει την ιδεολογική και κοινωνική θωράκιση, δομεί εκ νέου τον ανθρωπότυπο της νέας εποχής, συμπυκνώνει τις εργατικές μάζες σε ενιαίο σώμα, συλλογικό, στο σώμα του εργατικού κράτους, με στόχευση στην εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών κι όχι του κέρδους. Ανατρέπει τον παλιό, αντιδραστικό, περιορισμένο από τη φύση του καπιταλιστικό κόσμο, αντικαθιστώντας τον με έναν ολότελα διαφορετικό, τον σοσιαλιστικό, προπαρασκευαστικό ενός επόμενου, του κομμουνιστικού, δίχως κράτη, τάξεις, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, δίχως διακρίσεις χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, φύλων και φυλών, χωρίς φτώχεια, πείνα, ανισότητα. Η μετάβαση όμως σε αυτό το νέο τύπο κοινωνίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για τον κομμουνισμό, την ανώτατη φάση κοινωνικής ανάπτυξης, προϋποτίθεται ο σοσιαλισμός, η πρώτη φάση, που οργανώνεται γύρω από την εργατική δημοκρατία, ή αλλιώς τη δικτατορία του προλεταριάτου επί των λοιπών τάξεων. Και για τον σοσιαλισμό, προαπαιτείται η επαναστατική διαδικασία. Αυτό το ιστορικό προτσές που αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της κοινωνικής εξέλιξης, προσδιορίζεται από μια κύρια προβληματική. Πέρα κι έξω από τις αντικειμενικές συνθήκες που σχετίζονται με την ανάπτυξη σε ένα ορισμένο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, εξίσου ή και περισσότερο ίσως αναγκαία είναι και η ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα: της πρωτοπόρας τάξης των μισθωτών σκλάβων, που από καθεαυτή πρέπει να καταστεί διεαυτή, να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της και να οργανωθεί, σκοπεύοντας στην επαναστατική ανατροπή, όχι μόνη της, μα με τη σύμπραξη-συμμαχία με τις άλλες καταπιεζόμενες τάξεις. Μόνο που στον υποκειμενικό παράγοντα υποσκελίζεται και χωλαίνει η όλη επαναστατική προοπτική.

Οι σύγχρονοι εργαζόμενοι, έγιναν δέσμιοι του πολιτισμού που οι ίδιοι έφτιαξαν με την αφηρημένη εργασία τους. Είναι αυτοί που καταναλώνουν τα εμπορεύματα που παράγουν, κι όσο υπόκεινται στους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς χωρίς ταξικές αντιστάσεις, θα αναπαράγουν το κυρίαρχο σύστημα, με τις παραγωγικές και άρα κοινωνικές σχέσεις που του αντιστοιχούν. Σύνολη η ενστικτώδης τάση για ελευθερία, η δίψα για ζωή που εκπηγάζει από τη λιβιδινική ενόρμηση, καταποντίζεται από την συντριπτική αρχή της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Το σύνθημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» επανέρχεται πιο επιτακτικά από ποτέ. Η αυθόρμητη βιοενέργεια, διοχετεύεται στην παραγωγική εργασία και μετουσιώνεται σε κινητήρια δύναμη για την κερδοφορία των ολιγάριθμων εξουσιαστικών τάξεων. Η εγγενής τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να συσσωρεύονται, να συγκεντρώνονται και να συγκεντροποιούνται τα κεφάλαια σε όλο και λιγότερα χέρια, άρχισε να εκδηλώνεται πιο καθαρά στις αρχές του 20ου αιώνα με το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό, -ανώτατο στάδιο ανάπτυξής του και ύστερα, κατά τις δεκαετίες που διαδέχτηκαν το κεϋνσιανό οικονομικό μοντέλο, στην έκρηξη της παγκοσμιοποίησης, που ακόμη και σήμερα φανερώνει τα ολέθρια αποτελέσματά της.

Σε όλο αυτό το διάστημα, ο καπιταλισμός απέδειξε περίτρανα πως το μέλλον του δεν προμηνύεται μακρό. Εμπεριέχει εν τη γενέσει του, τους σπόρους της ίδιας του της καταστροφής, κι όσο αυτός γιγαντώνεται, άλλο τόσο ωριμάζουν εντός του οι όροι του οριστικού αφανισμού του. Οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω μέσα στις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις, οι δομικές οικονομικές κρίσεις γίνονται ολοένα και εντονότερες, τραντάζοντας σε κάθε τους εμφάνιση πιο δυνατά το σύστημα που τις γεννά, μεγαλύτερη συγκεντροποίηση, ανεργία, φτώχεια, πολιτική αστάθεια. «Της γης οι κολασμένοι» νιώθουν σκληρότερα στο πετσί τους την εκμετάλλευση, την ίδια στιγμή που οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, αποσπώντας ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό υπεραξίας, βγαλμένης από τον απλήρωτο πρόσθετο χρόνο δουλειάς των εξαθλιωμένων μαζών.

Η παγκόσμια επαναστατική Αριστερά, δεν μπορεί πια να δέχεται αυτή τη κατάσταση, ως άλλος Ιωβ. Συνασπισμένη και αδελφωμένη, όπως ακριβώς προστάζει και το διαχρονικό μήνυμα του Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο («προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»), καλείται να εκπληρώσει τον ρόλο που έχει αναλάβει απέναντι στην κίνηση της ιστορίας και τους νόμους της. Οφείλει να ανασυγκροτηθεί και να αφουγκράζεται τις εκάστοτε συγκυρίες και κοινωνικοπολιτικές ορίζουσες, ανασκευάζοντας το θεωρητικό-φιλοσοφικό της οπλοστάσιο. Χρειάζεται να έρχεται πάντα σε γόνιμη και καλοπροαίρετη συνδιαλλαγή με όλα τα μαρξιστικά (ακόμα και τα πιο ελευθεριακά) ρεύματα σκέψεις, με απώτερο στρατηγικό στόχο, την ενδυνάμωσή της. Καλείται να πορευτεί στον χώρο και τον χρόνο, έχοντας επίγνωση των λαθών και των ορθών του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού, χωρίς να εμμένει φετιχιστικά σε πρόσωπα, παρελθούσες συγκυρίες και αναχρονιστικές ενδοκινηματικές συγκρούσεις, που είναι απότοκα άλλης εποχής. Κόμματα και οργανώσεις που κατανοούν τους εαυτούς τους ως σπόνδυλους του μαχόμενου προλεταριάτου, επιβάλλεται να δράσουν όπως αρμόζει, ως πρωτοπόρα τμήματα της τάξης, και να αποβάλουν τους όποιους σεχταρισμούς τους κρατάνε πίσω στο ζήτημα της ενότητας και της συντονισμένης πάλης. Κομμουνιστές κι αναρχικοί, όλων των ρευμάτων, προχωρώντας σε αμοιβαίες υποχωρήσεις όπου κρίνεται αναγκαίο, (διατηρώντας ωστόσο την διακριτή φιλοσοφική τους ταυτότητα και τις ιστορικές τους καταβολές) όσο παράδοξη κι ανεδαφική ακουστεί εν πρώτοις αυτή η αξίωση, θα χρειαστεί να σμίξουν προκειμένου να επιφέρουν λυσιτελέστερα χτυπήματα στον κοινό εχθρό, το κεφάλαιο και το κράτος του. Ας σταματήσει επιτέλους το κίνημα να αναλίσκεται σε όσα το διασπούν, κι ας επικεντρωθεί σε όσα το συνασπίζουν. Άλλωστε, οι καιροί δεν μπορούν να περιμένουν.

YOU MIGHT ALSO LIKE