O Δράκος 1956 – Του Οδυσσέα Σουρίλα
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων στην Αθήνα. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Ντίνος Ηλιόπουλος, που υποδύεται τον Θωμά, έναν ασήμαντο τραπεζικό υπάλληλο. Χρονικά βρισκόμαστε μια μέρα πριν την Πρωτοχρονιά, την οποία ο Θωμάς θα περνούσε μόνος του. Στον γυρισμό προς το σπίτι του ανακαλύπτει πως μοιάζει με έναν κακοποιό που ονομάζεται ο «Δράκος» από την αστυνομία. Η αστυνομία αρχίζει και τον καταδιώκει μπερδεμένη από την ομοιότητα τους. Αυτός βρίσκει καταφύγιο σε ένα καμπαρέ. Έρχεται σε επαφή με τα άτομα που δούλευαν και σύχναζαν εκεί. Οι θαμώνες νομίζοντας πως είναι ο «Δράκος», τον κάνουν αρχηγό τους στην παράνομη πώληση ενός στύλου του ναού του Ολύμπιο Διός. Το αφεντικό του καμπαρέ, που ονομάζεται «χοντρός» (Γιάννης Αργύρης), είναι ερωτευμένος με μια νεαρή χορεύτρια που ονομάζεται Ρούλα ή «μωρό» (Μαργαρίτα Παπαγεωργίου). Αυτή όμως δίνει την καρδιά της στον «Δράκο», γοητευμένη από τον μύθο που τον ακολουθεί, μάλιστα περνούν μαζί την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.
Η αστυνομία πάντως τον συλλαμβάνει θεωρώντας τον Θωμά, τον «Δράκο». Στο τμήμα μέσα σε χλευαστικό κλίμα, ανακαλύπτουν πως αυτός που στέκεται μπροστά τους δεν είναι κάποιος εγκληματίας, αλλά ένας ασήμαντος άνθρωπος και τον αφήνουν ελεύθερο. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας, βλέπουμε πως ο Θωμάς αποδέχεται τον ρόλο του «Δράκου», γιατί ήταν η μόνη φορά που είχε αποκτήσει αξία σαν άνθρωπος και τον σέβονταν. Επιστρέφει λοιπόν στο καμπαρέ και βρίσκει τους κακοποιούς να συνεχίζουν τις ετοιμασίες τους. Γίνεται πάλι ο αρχηγός τους. Λίγο πριν όμως γίνει η αγοραπωλησία αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα του αρχηγού τους και του επιτίθενται και τον σκοτώνουν.
Το συγκεκριμένο έργο του Κούνδουρου είναι βασισμένο στις αρχές του ιταλικού νεορεαλισμού. Ρεύματος που ξεπήδησε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, από τα ερείπια της Ρώμης. Όπως γίνεται στον νεορεαλισμό, έτσι και στην ταινία η έμφαση δίνεται στα προβλήματα που έχουν οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι και κυρίως τα χαμηλότερα στρώματα. Η εξαθλίωση που υφίστανται. Η δράση εκτυλίσσεται στους δρόμους και σε πραγματικό χρόνο, οπότε ελαχιστοποιείται η χρήση του μοντάζ, ενώ ο φωτισμός είναι φυσικός. Επίσης, η ταινία έχει και στοιχεία από τα film noir, τα οποία ήταν πολύ διαδεδομένα εκείνη την εποχή. Η συνειδητή στροφή του σκηνοθέτη προς το κοινωνικό περιθώριο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις σε κριτικούς και κοινό της εποχής. Συνεχίζοντας με τα σκηνοθετικά ευρήματα δεν μπορούμε να μην θαυμάσουμε το γεγονός πως ο Κούνδουρος επέλεξε να δίνει μερικές δραματικές σκηνές με κωμικό τρόπο και το αντίθετο. (για παράδειγμα οι είσοδος των μούτρων που θα συμμετάσχουν στην κλοπή και πώληση του στύλου, γίνεται με χορευτικό τρόπο και αστείες εκφράσεις.
Επιπλέον, πρέπει να τονίσουμε και τα διάφορα σχόλια που γίνονται και άμεσα και έμμεσα για το πολιτικά και οικονομικά τεκταινόμενα της εποχής. Ο σκηνοθέτης ψέγει την επιρροή που έχουν οι Η.Π.Α. στην πολιτική ζωή της χώρας και στην οικονομία της. Και η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι λειτουργεί προς αυτόν τον σκοπό, αφού το «ελληνικό γούγκι μπούγκι» που έπαιζε η μπάντα του καμπαρέ στην πραγματικότητα ήταν ένα δημοτικό τραγούδι. Επίσης, συχνές ήταν και οι αναφορές στον εμφύλιο που επικράτησε στην Ελλάδα από το 1946 έως το 1949, θέμα που θα επανέρθει πολύ συχνά στο έργο του Κούνδουρου.
Σίγουρα πρέπει να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο απέδωσε τον ρόλο του «Δράκου», ο σπουδαίος μας ηθοποιός Ντίνος Ηλιόπουλος. Αξίζει προσοχής ο τρόπος με τον οποία κινείται μέσα στο χώρο. Ο υποτονικός και τρεμάμενος τόνος της φωνής του και η αμηχανία που αποπνέει από τις νευρικές κινήσεις του σώματος, μας υποδεικνύουν ένα άτομο φοβισμένο, μοναχικό και σίγουρο «άβγαλτο» στις κοινωνικές επαφές και δοκιμασίες. Τέλος, η «ομιλία» του σώματος ήταν πολύ βασική για το έργο του Κούνδουρου. Τα σώματα των πρωταγωνιστών εκφράζουν τις πιο μύχιες σκέψεις τους. Ο πόνος η λύπη, η χαρά και η ελπίδα εκφράζονται μέσα από το σώμα και την κινησιολογία του.
- 32
- 626