Μάνος Κατράκης: ”Έγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός”
Λίγοι άνθρωποι άφησαν το αποτύπωμα τους σε μία μορφή Τέχνης και συμβόλισαν ιστορικές εποχές στη λαϊκή μνήμη. Ένας από αυτούς ήταν ο θρυλικός Μάνος Κατράκης. Ο άνθρωπος που ο λαός μας θεωρεί ως τον σημαντικότερο Έλληνα ηθοποιό. Ο κομμουνιστής ηθοποιός Μάνος Κατράκης που αγαπήθηκε από το λαό που ο ίδιος στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας του ρίχτηκε στον αγώνα των δικαιωμάτων του και στην υπόθεση της ελευθερίας του από τους ξένους και ντόπιους εξουσιαστές του. Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1908 στη Κίσαμο στη δυτική Κρήτη. Ο Κατράκης στα νεανικά του χρόνια έπαιξε ποδόσφαιρο και αγωνιζόταν στην θέση του κεντρικού αμυντικού. Έπαιζε αρχικά στην ανεξάρτητη ομάδα του «Κεραυνού Πολυγώνου» και το 1925 μεταπήδησε στον Αθηναϊκό. Με τον Αθηναϊκό αγωνίστηκε στα πρωταθλήματα της Ε.Π.Σ.Α το 1924-25 όπου τερμάτισε τρίτος στον όμιλο του και την περίοδο 1925-26 όπου τερμάτισε έκτος.
Ο Κατράκης εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας ενθουσιάστηκε από τη δυναμικότητά του. Έναν χρόνο μετά έπαιξε στην πρώτη ελληνική βουβή ταινία με τίτλο Το λάβαρο του ’21 (1928). Παράλληλα συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, μεταξύ των οποίων ο Θίασος Νέων του Ανδρέα Παντόπουλου και ο θιάσος της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1931 μπήκε στο Εθνικό Θέατρο. Τη δεκαετία του 1930 γνωρίστηκε με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο και έγιναν φίλοι. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935, όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.
Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα χρόνια του εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό Θέατρο για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, μέχρι το 1952. Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες μέχρι το θάνατό του.
Σε εποχές ταραγμένες, ο Μάνος Κατράκης, είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, μέλος του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο. «Η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου», είχε πει ο ίδιος. «Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».
Ο ίδιος αναφέρει:
«Λίγο μετά που γύρισα από το μέτωπο παντρεύτηκα. Είχα ένα δεσμό πριν φύγω και όταν επέστρεψα είχε πεθάνει ο πατέρας της, ήταν εισαγγελέας. Τη λέγανε Νένα. Ξέρεις όταν είσαι στο μέτωπο δένεσαι με αυτούς αφήνεις πίσω. Εκεί πάνω η πραγματική σου συντροφιά είναι κάθε στιγμή ο θάνατος. Και τότε σκέφτεσαι γιατί να κάνω εκείνο, αρχίζεις πλέον και να κάνεις αυτοέλεγχο. Να αυτοελέγχεσαι. Λες ας πούμε τι με ένοιαζε εμένα να κάνω αυτό.. ματαιότητα ήταν το ένα, ματαιότητα ήταν το άλλο. Και μετά σκέφτεσαι πόσο αλλαγμένος θα είσαι αν γυρίσεις πίσω, πώς θα είσαι, τι θα κάνεις, πώς θα φερθείς, πώς θ’ αγαπάς; Όλα αυτά σε οδηγούν σε μια ανακατάταξη και ανακατανομή αξιών μέσα στο μυαλό και στην ψυχή σου. Κι όταν γύρισα φυσικά παντρευτήκαμε κάποια στιγμή, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα- ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Που να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα…. ”
Το 1947 διώκεται λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Η μητέρα του , η κυρά- Ρήνη, την οποία ο ίδιος υπεραγαπά, τον επισκέπτεται στην εξορία. Ο διάλογος που εκτυλίσσεται ανάμεσα τους είναι άξιος αναφοράς για το ήθος και την αγωνιστικότητα τόσο του ίδιου , όσο και της μητέρας του:
«Τι είναι Μανόλη;»
-«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα ;»
-«Πώς θα ‘ρθεις;»
–«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω»
– «Ιντα να υπογράψεις;»
-«Δήλωση»
-«Ιντα δήλωση;»
-«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…»
-«Και δεν είσαι;»
-«Είμαι»
-«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…».
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές. Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο. Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο επιβλητικός ηθοποιός άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 του Σεπτέμβρη το 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων. Αμετατόπιστα τοποθετημένος εκεί που όριζε η ψυχή και ο νους του, υπερασπιστής του δικαίου των αδυνάτων κι αμετανόητα έντιμος θα χαραχτεί για πάντα στη μνήμη του κόσμου, γράφοντας ιστορία με το ήθος και το ταλέντο του. Έμεινε στο μυαλό της πλειοψηφίας του λαού ως ο σημαντικότερος Έλληνας ηθοποιός.
Πηγές
Ατεχνως
Βικιπαιδεια
Μηχανή του χρόνου
Σαν σήμερα
- 36
- 763