Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι – Του Πάνου Λιάκου
Με το αντίο στον Ιταλό σκηνοθέτη Φράνκο Τζεφιρέλι. Όπου τα παιδιά της ηλικίας μου τον μάθαμε κυρίως μέσα από τον Ιησού από τη Ναζαρέτ και τις επαναλήψεις του κάθε Mεγάλη Eβδομάδα από τον Αντένα. Από τότε, πιστεύω, μας έκανε εντύπωση η δουλειά και η σημασία τόσο της σκηνογραφίας όσο και της ενδυματολογίας.
Αυτούς του δύο τομείς ξεχώρισε και η Αμερικανική Ακαδημία κινηματογράφου, στέλνοντας την Στρίγγλα που έγινε αρνάκι, σκηνοθεσίας Τζεφιρέλι, στις αντίστοιχες πεντάδες το 1968- έχασε και τα δύο αγαλματίδια από μια άλλη ταινία εποχής, το Κάμελοτ. Όσον αφορά στην ενδυματολογία της κωμωδίας που μας απασχολεί, η Αϊρίν Σαράφ είχε αναλάβει τα κοστούμια της Ελίζαμπεθ Τέιλορ συγκεκριμένα και ο Ντανίλο Ντονάτι είχε την επιμέλεια των υπολοίπων. Αυτοί οι δύο τομείς είναι και οι σημαντικότεροι όταν έχουμε να κάνουμε με ένα έργο εποχής- δύο τομείς που σε μεγάλο βαθμό παραγνωρίζονται ιδίως κατά τα σύγχρονα ανεβάσματα του Σαίξπηρ στο θέατρο, τα αποστασιοποιημένα και μεταμοντέρνα που δεν λένε να καταλάβουν ότι σκηνικά και κοστούμια μάς βοηθούν να ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο.
Ένα χρόνο πριν την απόλυτη επιτυχία του με το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, ο Φράνκο Τζεφιρέλι διασκευάζει για τη μεγάλη οθόνη μαζί με τους Suso Cecchi D’Amico και Paul Dehn την κωμωδία του Σαίξπηρ, την κωμωδία με ήρωες την Κατερίνα και τον Πετρούκιο. Παιγμένους από το ζεύγος Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον. Κι είναι μεγάλο μάθημα υποκριτικής, θαρρώ, το πώς η Τέιλορ μέσα από την υστερία του πρώτου μέρους βγάζει και το στοιχείο της πρωτόγονης σεξουαλικότητας μέχρι την πλήρη υποταγή της τελικής σκηνής. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον στο ρόλο του αποφασισμένου και τραχύ Πετρούκιο μάς παρασύρει και το δε μοντάζ φαίνεται να κουβαλά κάτι από τους ρυθμούς του.
Πέρα από τα κοστούμια όπου μας μένει το σαγόνι στα χέρια- όπως εκείνο το νυφικό φόρεμα που φτιάχνει η Σαράφ στην Τέιλορ-, έχουμε να ξεχωρίσουμε τη μουσική του Νίνο Ρότα, ιδίως σε σκηνές όπως στην εναρκτήρια εορτή (όπου εκεί υπάρχουν ενθυμήματα του ξεχωριστού προλόγου αυτού του θεατρικού έργου του Σαίξπηρ) όπως και τη χρήση του ήχου εν γένει. Μου έμεινε ιδιαίτερα η σκηνή του μονολόγου του Πετρούκιο στο πρώτο μέρος του έργου (ο αγαπημένος μου μονόλογος, »Ας πούμε πως με βρίζει, εγώ θα πω, χωρίς καμιά ντροπή, πως κελαηδεί γλυκύτερ’ απ’ τ’ αηδόνι…») όπου ταυτόχρονα ακούμε ότι στο διπλανό δωμάτιο η στρίγγλα τα κάνει όλα λαμπόγιαλο. Εκεί όμως που βλέπουμε το απόλυτο δέσιμο τη σκηνοθεσίας με το μοντάζ και τη μουσική του Ρότα είναι χωρίς αμφιβολία η σεκάνς στο εξοχικό του Πετρούκιο – όταν εκείνος παραγγέλνει να τους φέρουν φαγητό.
- 45
- 1239