GEORGE THE BEST
«Ο πόνος είναι προσωρινός. Η δόξα είναι που κρατά για πάντα»
Αυτά έλεγε ο Τζορτζ Μπεστ αναφερόμενος στους πόνους που ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του από την ανεπανόρθωτη βλάβη που του επέφερε ο αλκοολισμός.
Γεννημένος στο Μπελφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας το 1949 έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στην Κρεγκαχ όταν ήταν 12 χρόνων. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, ο σκάουτερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Μπομπ Μπίσομπ θα παρακολουθήσει τον Μπεστ και γυρνώντας στο Μάντσεστερ θα πει στον σερ Ματ Μπάσμπι: «Νομίζω ότι βρήκαμε μία ιδιοφυία». Οι «κόκκινοι διάβολοι» τότε θα αποκτήσουν τον Μπεστ, παρά τις άσχημες κριτικές που έχει δεχτεί, τόσο για το ανάστημά του, όσο και τα φυσικά του προσόντα καθώς ζύγιζε μόλις 50 κιλά.
Η ιστορία λέει ότι ο 15χρονος τότε Μπεστ ξεκινά για το Μάντσεστερ, αλλά στα μέσα της διαδρομής αλλάζει γνώμη και επιστρέφει στην πατρίδα του. Τελικά ο πατέρας του και ο σερ Μπασμπι τον μετέπεισαν στο να συνεχίσει, ο Μπεστ άλλαξε γνώμη και μαζί άλλαξε την ιστορία του ποδοσφαίρου πηγαίνοντας στο Μάνστεστερ. Λίγα χρόνια αργότερα, σε ηλικία μόλις 17 ετών έκανε το ντεμπούτο του με την Γιουνάιτεντ, εν έτη 1963, ξεδιπλώνοντας με το «καλημέρα» το πλούσιο ταλέντο του. Την επόμενη σεζόν (1964-65) στο νησί μιλούσαν συνεχώς για αυτόν καθώς ολοκλήρωσε τη σεζόν με 14 γκολ και υπήρξε ως ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της κατάκτησης του τίτλου.
Σε ηλικία μόλις 20 χρόνων αναδείχθηκε σε ηγέτη των «κόκκινων διαβόλων» χάρη στα δύο παιχνίδια κόντρα στη Μπενφίκα για τα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ το 1966. Οι Άγγλοι είχαν νικήσει 3-2 στην έδρα τους και πήγαν στη Λισαβόνα με ελαφρύ προβάδισμα για την πρόκριση. Ο Μπεστ όχι μόνο πέτυχε δύο γκολ σε δώδεκα λεπτά στο 5-1 της ρεβάνς, αλλά έδειξε ότι διαθέτει νεύρο και τσαμπουκά και μπορεί να πάρει την ομάδα πάνω του. Τότε οι Πορτογάλοι τον χαρακτήρισαν ως «το πέμπτο μέλος των Μπιτλς»(!). Δύο χρόνια αργότερα ξανά κόντρα στη Μπενφίκα του μεγάλου Εουσέμπιο, έμελλε να γράψει την πρώτη μεγάλη χρυσή σελίδα της καριέρας του. Δέκα χρόνια μετά τη τραγωδία στο Μόναχο, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στέφθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της πρωταθλήτρια Ευρώπης επικρατώντας με 4-1 στο «Γουέμπλεϊ», ο Μπεστ πέτυχε το δεύτερο γκολ της αναμέτρησης περνώντας και τον τερματοφύλακα. Στο τέλος της σεζόν θα κατακτήσει τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή και θα βάλει το όνομά του δίπλα σε αυτά των Λόου και Τσάρλτον. Το 1970 σε αγώνα εναντίον της Νορθάμπτον για το κύπελλο Αγγλίας σημειώνει 6 γκολ χαρίζοντας τη νίκη στην ομάδα του με 8-2. Από εκείνη τη μέρα ονομάστηκε «κόκκινος διάβολος» και μέχρι σήμερα είναι ο παίκτης με τα περισσότερα τέρματα σε έναν αγώνα.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το τι έγινε μετά και επήλθε η κατάρρευση ψυχολογική και σωματική κατάρρευση ενός ανθρώπου που μόλις στα 22 του χρόνια αναγνωρίστηκε ως ο καλύτερος παίχτης της χρονιάς. Πλέον φαίνεται να μην τον ενδιέφερε το ποδόσφαιρο, ο ίδιος λάμβανε 10.000 γράμματα από θαυμαστές κάθε εβδομάδα. Ενώ ειδικό φορτηγάκι των Βρετανικών ταχυδρομείων μετέφερε τις επιστολές στο σπίτι του. Γυναίκες πήγαιναν στο γήπεδο μόνο για να τον δουν. Τα εισιτήρια στο «Ολντ Τράφορντ» γίνονταν ανάρπαστα χάρη σε αυτόν. Μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Υπήρξε ο πρώτος παίχτης στην ιστορία του αθλήματος που είχε αυτού του είδους την αναγνωσιμότητα, κάτι που στις ημέρες μας συμβαίνει κατά κόρων, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το διαχειριστεί ούτε ο ίδιος ούτε η ομάδα του. Μετά και από πολλά επεισόδια που θα δημιουργήσει το 1972 θα τεθεί υπό παραχώρηση, αλλά δε θα φύγει για λίγο καιρό ακόμα.
Τον Ιανουάριο του 1973 θα κατηγορηθεί για επίθεση εναντίον μιας σερβιτόρας και το δικαστήριο τον κηρύσσει ένοχο. Τον Ιανουάριο του 1974, παίζει το τελευταίο του παιχνίδι με τα χρώματα της Μάντσεστερ. Έτσι κλείνει έτσι ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του Μπεστ, έχοντας κερδίσει πρωταθλήματα το 1965 και το 1967 ένα κύπελο Αγγλίας το 1963 και 2 Σούπερ Καπ το 1965 και το 1967 φτάνοντάς και στην κορυφαία στιγμή του συλλόγου το Κύπελλο πρωταθλητριών το 1968. Σε ατομικό επίπεδο κατέκτησε τη χρυσή μπάλα την ίδια χρονιά, ενώ συνολικά με την φανέλα τον κόκκινων πέτυχε 137 γκολ σε 361 ματς σε όλες τις διοργανώσεις.
Αρκετά χρόνια αργότερα το 1983 έχοντας περάσει από πληθώρα άσημων ομάδων παίζει το τελευταίο του παιχνίδι σαν επαγγελματίας με την Μπόρνμουθ. Παράλληλα έχοντας χάσει όλα του τα χρήματα, φυλακίζεται για τρεις μήνες, με την κατηγορία της οδήγησης σε κατάσταση μέθης. Την επόμενη χρονιά εργάζεται σαν σχολιαστής αγώνων. Ενώ στις αρχές του 90′ θα προσπαθήσει κόψει το ποτό και καταφέρνει να αποσύρει την κήρυξη σε πτώχευση. Με το όνομα και τη φήμη του μόνο κερδίζει αρκετά χρήματα, τα οποία θα κατασπαταλήσει στα χαρτιά και στο ποτό.
Ο Μπεστ συνέχισε την άστατη ζωή και μετά το τέλος της καριέρας του και τελικά λόγω κίρρωσης του ήπατος υποβλήθηκε σε επιτυχή μεταμόσχευση το 2002. Όμως ούτε αυτό ήταν αρκετό για να ανακόψει την πορεία προς το θάνατο που ήρθε το 2005. Το τελευταίο του μήνυμα ήταν: «Μη πεθαίνετε σαν κι εμένα. Η κατάστασή μου είναι μια προειδοποίηση σε όλους σας».
Σίγουρα είναι από τις πλέον στενάχωρες ιστορίες αθλητών, ενός ταλέντου που ποτέ δεν έφτασε στο ζενίθ του λόγω των προβλημάτων με το ποτό και ενός ανθρώπου που όπως είπε και ο Σερ Μάικλ Πάρκινσον
«Η μόνη τραγωδία με τον Τζορτζ Μπεστ είναι ότι δε θα μάθει ποτέ πόσο μεγάλος θα μπορούσε να γίνει».
- 72
- 1412