Είδα ένα όνειρο…- Του Αποστόλη Σερέτη

Το ξυπνητήρι χτυπάει λυσσασμένα. Είναι εκεί να σου θυμίσει πως πρέπει να σηκωθείς. Να βιαστείς. Να πλυθείς, να ετοιμαστείς. Να φύγεις να προλάβεις τα μέσα μαζικής μεταφοράς να είσαι στη δουλειά στην ώρα σου. Έτσι και εγώ σήμερα. Ξύπνησα. Σηκώθηκα, πλύθηκα. Έβαλα κάτι στα γρήγορα, έφτιαξα και ένα καφέ και έφυγα για τον ηλεκτρικό. Αυτό όμως που μονοπωλούσε τη σκέψη μου καθώς πήγαινα στον ηλεκτρικό σταθμό, ήταν το όνειρο που είδα. Και ήταν ένα πολύ όμορφο όνειρο.

Είδα ένα όνειρο. Είδα ότι ήμουν στη δουλειά και μαζί με τους συναδέλφους μου θα αποφασίζαμε την παραγωγή που έπρεπε να βγάλουμε στο μήνα. Δουλεύουμε όλοι μαζί με χαμόγελο γιατί ξέραμε πως στο τέλος του μήνα η μοιρασιά θα ήταν η ίδια. Όμως η σκέψη μου ήταν σε εκείνη. Σε εκείνο τον έρωτα με το όμορφο γλυκό πρόσωπο και τα φωτεινά ξανθά μαλλιά, που την είχα αφήσει να κοιμάται στο κρεβάτι μας, αποχαιρετώντας τη με ένα φιλί στο μέτωπο. Στο διάλειμμα στη δουλειά, πήγα να ξαποστάσω στη βιβλιοθήκη που υπήρχε στο γραφείο να κρατήσω κάποιες σημειώσεις για ένα βιβλίο που έγραφα. Πήγα πήρα με τη κάρτα της δουλειάς μου δωρεάν το καφέ μου και έκατσα λίγο να διαβάσω. Δίπλα μου κάποιοι συνάδελφοι ήταν στην αίθουσα με κάποια αθλητικά όργανα και έβγαζαν την ενέργεια τους εκεί. Η ώρα περνούσε. Με περίμενε εκείνη. Ήθελα πως και πως να πάω πίσω στο σπίτι να δω αυτό το χαρακτηριστικό της χαμόγελο.

Είδα ένα όνειρο. Γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά. Η ‘Ε’ ήταν πολύ χαρούμενη. Μας είχε δοθεί η ευκαιρία να κάνουμε μία νέα αρχή. Περιμέναμε τη μηνιαία άδεια που δικαιούμασταν, για να γυρίσουμε όποιο μέρος στην Ευρώπη θέλαμε ελεύθεροι, γεμάτοι ορμή να κατακτήσουμε το νέο κόσμο που ανοιγόταν μπροστά μας.

Είδα ένα όνειρο. Όταν περίμενα στην αναμονή για να πάρω το σπίτι είδα ότι αν δεν ήθελα να κάνω αίτηση για το δωρεάν διαμέρισμα που δικαιούμουν, τότε μπορούσα να αγοράσω σπίτι από τον οικοδομικό συνεταιρισμό της πόλης που διαλέξαμε να μείνουμε ή εάν εργαζόμουν σε μεγάλη επιχείρηση από τον οικοδομικό συνεταιρισμό της επιχείρησης. Είδα ότι οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί είχαν δωρεάν πολεοδομημένα οικόπεδα, οικοδομικά υλικά σε τιμή κόστους από τις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις και έπαιρναν άτοκα κρατικά δάνεια για τις ανεγέρσεις κατοικιών. Η αγορά του σπιτιού από τον οικοδομικό συνεταιρισμό γινόταν σε πολύ χαμηλή τιμή, σε τιμή κόστους στην κυριολεξία. Η πληρωμή γινόταν με μικρές δόσεις ως μεριδιούχος του οικοδομικού συνεταιρισμού, ενώ ταυτόχρονα κατοικούσα στο σπίτι που σταδιακά εξοφλούσαμε με την ‘Ε’. Είδα ότι σε όλες τις κατοικίες ήταν σχεδόν δωρεάν η παροχή ρεύματος, θέρμανσης, τηλεφωνίας, φυσικού αερίου και νερού. Η επιβάρυνση είναι πολύ μικρή, αφού για το σύνολο των υπηρεσιών αυτών αντιστοιχούσε ένα πολύ μικρό κλάσμα από το μισθό του εργαζόμενου, γύρω στο 5% του μισθού του.

Είδα ένα όνειρο. Καθόμουν μαζί της στο καναπέ, τη κρατούσα αγκαλιά και ενώ στο ένα μου χέρι κρατούσα ένα βιβλίο, εκείνη χωμένη στην αγκαλιά μου έβλεπε τηλεόραση. Ξαφνικά ακούμε από την τηλεόραση. ‘ Με επιτυχία καλύφθηκαν οι στόχοιΤα Συμβούλια πρέπει να κληθούν να επιλέξουν τους αντιπροσώπους τους ανά κλάδο για την μεγάλη ολομέλεια.’ Αν θυμάμαι καλά στο όνειρο, μια νέα ασθένεια είχε προκύψει και έπρεπε να γίνει συζήτηση για το συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ θα γινόταν και μία ανταλλαγή ιστορικών επιστημόνων με τους συντρόφους από τη Γαλλία και την Γερμανία. Είχα εκλεγεί στο Εργατικό Συμβούλιο στη δουλειά και είχα υποσχεθεί στην ‘Ε’ ότι θα την έπαιρνα μαζί μου στη Γερμανία σε ένα ταξίδι που έπρεπε να κάνω. Θα πηγαίναμε με τρένο.

Είδα ένα όνειρο. Η ‘Ε’ ήταν καλή στη ζωγραφική. Και για καλή μας τύχη, είχαμε ενημερώσει τα αρμόδια όργανα και είχε ενταχθεί σε ένα ειδικό πρόγραμμα όπου όλες οι σπουδές της στη Καλών Τεχνών, ήταν μέριμνα του Κράτους. Κάθε πρωί ερχόταν λεωφορείο και την έπαιρνε να την πάει στη δουλειά. Το ίδιο συνέβαινε και όταν είχε σχολή. Εμένα μου άρεσε να περπατάω. Να κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου. Δεν έβλεπα άστεγο. Οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί, γεμάτοι από λεωφορεία που πήγαιναν το κόσμο στις δουλειές τους. Μία Σύρια έπαιζε με το παιδάκι της στις κούνιες και την συναντούσα συνέχεια. Τη καλησπέριζα και συνέχιζα.

Είδα ένα όνειρο. Τα πελώρια κτίρια με τους σταυρούς, είχαν γίνει υπέροχα πολιτιστικά κέντρα νεολαίας και μεγάλες βιβλιοθήκες. Νέοι και νέες μπαινοέβγαιναν από τους παλιούς ναούς. Τι όμορφη εικόνα. Σε ένα μόνο μέρος στην περιοχή μου θυμάμαι είχε μια εκκλησία όπου ήταν ένας ιερέας. Ο πάτερ Κωνσταντίνος. Αδύνατος, χαμογελαστός. Πρόθυμος να φιλοξενήσει τον αθεϊσμό μου. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά στη γειτονιά. Όταν τον είδα είχε γύρω του παιδιά από όλες τις χώρες του κόσμου και τα αγκάλιαζε με αγάπη. Όμορφος άνθρωπος. Πολλές φορές η ‘Ε νευρίαζε γιατί καθυστερούσα. ‘Μία το Συμβούλιο, μία οι ολομέλειες, μία οι συνελεύσεις, μία τα γραψίματα και τα διαβάσματα, θα έχουμε και το πάτερ Κωνσταντίνο; Θέλω να περνάμε χρόνο μαζί τώρα που τα πράγματα άλλαξαν’’ έλεγε. Είχε δίκιο. Όμως περνούσα να αφήσω κάτι στον πάτερ Κωνσταντίνο. Πλέον οι ιερείς ζούσαν από τις δωρεές των πιστών. Έτσι βγήκαν στην επιφάνεια άνθρωποι σαν κι αυτόν.

Είδα ένα όνειρο. Έπιασα μια εφημερίδα στα χέρια μου. Μιλούσε για κάποια εκπαιδευτικά ταξίδια που θα γίνονταν με μαθητές από τη Συρία, το Ιράν, το Αφγανιστάν που θα έρχονταν στην Ελλάδα. Οι πόλεμοι για τα πετρέλαια και τα κέρδη λίγων είχαν τελειώσει πολλά χρόνια.

Είδα ένα όνειρο. Καθόμουν στη βεράντα ενώ η ‘Ε’ ήταν μέσα και έβλεπε τηλεόραση, εγώ σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν πόσο σπουδαίο είναι μία κοινωνία να στηρίζεται στην παιδεία, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών. Καθώς καθόμουν στη βεράντα πέρασε ο γιατρός του οικοδομικού μας τετραγώνου. Τον χαιρετούσα συνέχεια, ήταν πάντα χαμογελαστός και γκρινιάρης παράλληλα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο έχει το γιατρό του πλέον και αυτό μας έχει βοηθήσει. Να πέρασε και ο κολλητός μου ο Δημήτρης στο δρόμο. Γεμάτος νεύρα, μάλλον θα τον είχαν νευριάσει κάποιοι μπόμπιρες στο σχολείο που δεν θα μπορούσε να τους κάνει καλά στο μάθημα. Γυρίζω το βλέμμα μου…Η ‘Ε’ με κοιτούσε χαϊδεύοντας απαλά με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της τα ξανθά της μαλλιά, βάζοντας λίγες τούφες πίσω από το αριστερό αυτί της……

Μα ξαφνικά ακούγεται μία φωνή: Επόμενη στάση Βικτώρια.

Η σκέψη μου επανήλθε στην κανονικότητα. Σταμάτησα να σκέφτομαι το όνειρο που είδα. Έφυγα γρήγορα να προλάβω να κατέβω στη στάση. Έτρεξα να προλάβω να περάσω τις μπάρες γιατί δεν είχα βγάλει εισιτήριο και κόλλησα πίσω από έναν άλλο επιβάτη. Ανέβηκα γρήγορα τις σκάλες και κατευθύνθηκα προς τη στάση στον Πανελλήνιο. Ένας γέρος έβριζε μία Σύρια στη στάση. Δίπλα μου ξαπλωμένοι άστεγοι. Απέναντι, ένα ζευγάρι να λιώνει στην πρέζα, έχοντας τη ζωή στη βελόνα τους και στο κουταλάκι που την έβραζαν γραμμένη. Στο λεωφορείο μία νέγρα με το παιδάκι της έκατσε σε μία θέση και η διπλανή της κυρία σηκώθηκε με αποστροφή. Κοίταξα γύρω μου. ‘Τι όμορφο όνειρο ήταν αυτό, δεν μπορεί να γίνει η ζωή έτσι; ‘

Εκείνο το πρωί, εκείνο το ρημάδι ξυπνητήρι. Αυτή η αναθεματισμένη εφεύρεση που σε επαναφέρει στη σάπια αστική κανονικότητα. Στο φαύλο κύκλο και στη ρουτίνα της εντατικοποίησης της εργασίας. Εκείνο το πρωί ξύπνησα. Κοίταξα το μαξιλάρι. Δεν ήσουν ‘Ε’ εκεί. Ποτέ δεν ήσουν εξάλλου. Τόσα χρόνια πέρασαν, τόσες εμπειρίες και εσύ ακόμα εκεί. Να γελάς μέσα στο μυαλό μου. Να συζητάμε μέσα στη καρδιά μου… Το λεωφορείο φτάνει στη δουλειά. Κατεβαίνω. Βγάζω το καπνό και στρίβω ένα τσιγάρο. Κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου και σκέφτομαι… Μπορεί να μην είπα στην ‘Ε’ αυτά που ήθελα να της πω και αισθανόμουν. Ούτε να έδειξα και να έπραξα όπως πραγματικά ήθελα, όντας εγκλωβισμένος σε ηλίθια και σαπισμένα πρέπει τρίτων. Μπορεί να έφυγα από τη ζωή της γιατί δεν ήθελα το ρόλο που μου έδινε. Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν και οι άσπρες τρίχες να έκαναν την εμφάνιση τους πάνω στο κεφάλι μου. Αλλά έτσι είναι. Τα συναισθήματα δεν μπορείς να τα προκαθορίσεις. Ούτε όλα είναι αμοιβαία. Πάντα κάποιος θέλει και κάποιος όχι, ή κάποιος λιγότερο και κάποιος περισσότερο. Έτσι λένε τουλάχιστον. Οπότε σκέφτομαι ότι μάλλον ‘Ε’ θα ζεις πάντα μέσα στα όνειρα μου.

Όμως όλα τα άλλα; Κάθομαι και σκέφτομαι… Είναι αδύνατο να αλλάξεις τη κοινωνία; Όλη η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία διαρκής εξέλιξη με κοινωνικές συγκρούσεις τάξεων. Μήπως ήρθε η ώρα μας; Το να κάνεις κάποιον άνθρωπο να σε θέλει δεν γίνεται. Το να κάνεις όμως μια κοινωνία να αλλάξει γίνεται. Και γίνεται με αγώνες. Έτσι σκέφτομαι, ότι αξίζει να καείς στη φωτιά αυτού του αγώνα. Και αν βγεις ζωντανός από αυτή τη φωτιά να ξαναμπείς μέσα. Ναι…Σε αυτό τον σκληρό, μοναχικό αγώνα…Ξανά και ξανά. Μέχρι να ξημερώσουν καλύτερες μέρες….Οι μέρες της κοινωνικής δικαιοσύνης. Της πραγματικής ισότητας. όπου αυτός που παράγει τον πλούτο θα είναι και αυτός που θα τον χαίρεται. Όπου ο κάθε λαός θα είναι νοικοκύρης στο τόπο του.

Γυρίζω για μια τελευταία φορά το βλέμμα μου στον ουρανό. Σκέφτομαι την ‘Ε‘ και στεναχωριέμαι αναγνωρίζοντας τις μάταιες ελπίδες μου. Ανησυχώ όμως βλέποντας αυτή τη κοινωνία και τους ανθρώπους. Και όσο κι αν βλέπω όλη αυτή την ανταγωνιστική, μισαλλόδοξη, ατομικιστική κοινωνία σκέφτομαι… Και τότε θυμάμαι κάποια λόγια που χάνονται στο βάθος του χρόνου. Ότι καμιά φορά, η ζωή κουβαλάει πολύ μεγαλύτερη φαντασία από αυτή που έχουμε στα όνειρα μας….

YOU MIGHT ALSO LIKE