Breaking Away – Του Πάνου Λιάκου
Επιστροφή στην αγαπημένη οσκαρική κατηγορία, σε εκείνη του καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου. Το 1980 το αγαλματίδιο βρέθηκε στα χέρια του Στηβ Τέσιτς για τη συγκλονιστική ταινία ενηλικίωσης Breaking Away, τη σκηνοθεσία της οποίας ανέλαβε ο Πίτερ Γέιτς. Τσίμπησε και δύο υποψηφιότητες στις κατηγορίες ταινίας και σκηνοθεσίας αλλά ήταν η χρονιά που θριάμβευσε το Κράμερ εναντίον Κράμερ. Έτσι, με μια υποψηφιότητα αρκέστηκε και η Μπάρμπαρα Μπάρι (υποστηρικτικού γυναικείου) που έχει το ρόλο της μάνας εδώ, μιας και μια άλλη μάνα, η Μέριλ Στριπ και πάλι για το Κράμερ εναντίον Κράμερ σήκωσε το τιμημένο. Μια υποψηφιότητα για τη μουσική είχε ο Πάτρικ Γουίλιαμς σε ένα φιλμ που τη χρησιμοποιεί αρκετά αλλά μάς μεταφέρει επίσης και πολλούς άλλους ήχους.
Κι αυτό διότι βρισκόμαστε στο Μπλούμινγκτον της Ιντιάνα όπου γνωριζόμαστε με μια παρέα νεαρών που ετοιμάζονται να την κάνουν για εργασίες ή κολέγια αλλά έχουν παράλληλα το καλοκαίρι μπροστά τους. Έτσι μπορούν να κάνουν βουτιές κοντά στο λατομείο και να τραγουδούν κάντρι. Αυτές είναι οι πρώτες εικόνες του φιλμ και μαζί ξεκινούν και οι πληροφορίες για τους χαρακτήρες, καθώς εκείνος που θα αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή, ο Ντέιβ (Ντένις Κρίστοφερ), αμολάει κάποιες λέξεις στα ιταλικά. Δεν θα αργήσουμε να μάθουμε ότι είναι ερωτευμένος με την Ιταλία και κάποια ομάδα ποδηλατών- όπως όλοι οι έφηβοι που έχουν ο καθείς το κόλλημά του. Ακούει όπερες, έχει μπει σε βάθος στα περί της μεσογειακής οικογένειας, ενώ το γάτο του τον λέει Φελίνι (τόσο λεπτοδουλειά το σενάριο που βγάζει χιούμορ μέσα…από το γάτο που είτε δήθεν απαντάει με »ΜΙΑΟΥ» σε κάτι που λέει ο πατέρας είτε τρομάζει από κάτι ασυνάρτητο που κάνουν τα παιδιά).
Κάπου εκεί γνωριζόμαστε με τους γονείς του (εξαιρετικό δίδυμο φτιάχνουν οι Πολ Ντούλει και Μπάρμπαρα Μπάρι, τι διδασκαλία ηθοποιών, πόσες πρόβες θα χρειάστηκαν για να βγάλουν τόσο ρεαλιστικά αυτό το ζευγάρι μεσοαστών!). Ο πατέρας φρικαρισμένος με τα ιταλικά του γιου, ο οποίος γιος όταν γνωρίζει και την ιταλιάνα Κατερίνα αποτρελαίνεται και για να την πλησιάσει αρχίζει τα ψέμματα ότι τάχα είναι Ιταλός. Ο Πίτερ Γέιτς, έχοντας εμπειρία από ταινίες δράσης, μάς δίνει την αίσθηση ότι εδώ σκηνοθετεί ακριβώς όπως χρειάζεται- δηλαδή με νεύρο (το μοντάζ ακολουθεί αυτόν και το σενάριο)- την ίδια την περιπέτεια της ενηλικίωσης.
Αρκεί μόνο να αναφέρουμε σκηνές όπως εκείνη της προπόνησης στο ποδήλατο πίσω από τη νταλίκα, το κυνήγι πίσω από την Κατερίνα (πάλι με ποδήλατο) και φυσικά τις δύο μεγάλες σεκάνς με τους αγώνες. Ειδικά στη δεύτερη και τελευταία, ο Γέιτς επιλέγει να μη χρησιμοποιήσει μουσικό χαλί (κάτι αντίστοιχο δεν κάνει στις μεγάλες σκηνές δράσης του Μπούλιτ;) παρά μόνο στη νικητήρια κατάληξη όπου αποσυμπιεζόμαστε…μας είχε κοπεί η ανάσα!
Παρότι η σχέση του πρωταγωνιστή με τον πατέρα του διαγράφει κάπως μεγαλύτερο τόξο, ωστόσο η Ακαδημία σημείωσε την ερμηνεία της μητέρας. Εκείνης της μητέρας που σιγοντάρει με τον τρόπο της το βλαστάρι της, με μια μικρή λεξούλα στον πατέρα, με ένα νεύμα και στο τέλος συγκινείται που πατέρας και γιος έχουν καταφέρει να εκφράσουν την αγάπη τους ο ένας στον άλλο. Ο δε κεντρικός ήρωας είναι ξεκάθαρα αριστοτελικός, καθώς μαθαίνει σταδιακά να είναι περήφανος για τις καταβολές του ενώ κατανοεί ότι και από την τρικλοποδιά που σου βάζει κάποιος που θαύμαζες (η ομάδα των Ιταλών ποδηλατιστών εν προκειμένω) μπορείς να αντλήσεις δύναμη για να συνεχίσεις να προσπαθείς για το καλύτερο, το ανέφικτο, τη νίκη. Με λίγη βοήθεια και από τα φιλαράκια, φυσικά!
- 37
- 776