Άριστες αγριότητες και καραμέλες φράουλα – Της Κατερίνας Δήμτσα
Μπήκα στον ηλεκτρικό κι είχε πάρει να σουρουπώνει, νεκρή από την κούραση, σαν ένα σακί από οστά και δέρμα. Ένας τύπος με κιθάρα διέσχισε το βαγόνι τραγουδώντας το «Παράτα τα» και ξύπνησε το σακί από το λήθαργό του, κατάφερε να το κάνει να νιώσει πάλι άνθρωπος. Και βούρκωσα κάπως με το τραγούδι και το παιδάκι απέναντι με ζύγιζε με τα μάτια του και μου έδωσε μια καραμέλα φράουλα ρωτώντας με πού χτύπησα και κλαίω.
Έξω από τον κόσμο των μικρών γεγονότων της δικής μου καθημερινότητας, συμβαίνει η μεγάλη πραγματικότητα, μας χαστουκίζει μ’αποδείξεις οτι η χούντα δεν πέθανε το ’73, ο σπόρος της αστυνομικής βίας και της αυθαιρεσίας των πολιτικάντηδων δεν ξεριζώθηκε και πετά ξανά βλαστούς τώρα που οι συγκυρίες ξανάκαναν τον τόπο εύφορο.
Χθες ο εγκλεισμός των φοιτητών στην ΑΣΟΕ με το στρατό των μπατσικών απ’ όξω, ο θόρυβος απ’ τις κρότου-λάμψης, ο ήχος των γκλόμπ και των πλαστικών τους ασπίδων πάνω σε σώματα και να λες τώρα από μέσα θ’ακουστεί «είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέλφια». Και την Πέμπτη στα Εξάρχεια, όπου «έχουμε χούντα ρε, κι όποιος δε δέχεται φάπα και πούτσα δε θα μπαίνει» γιατί έτσι λέει γαμάνε οι χακί, η Αστυνομία προσπάθησε να μπουκάρει σε μαγαζί των Εξαρχείων για να μαζέψει όλους εκείνους που ήταν μέσα, βασάνισε και ξεγύμνωσε συλληφθέντα μέσα στη μέση του δρόμου. Σε κλάμπ στο Γκάζι έφοδος κι όλοι οι θαμώνες γονατισμένοι γιατί πρέπει να γίνει έλεγχος επιτέλους, ναι, πρέπει να πατάξουμε την ανομία. Ε, έντιμε άνθρωπε; Μπατσοκρατία και βία. Τρομοκρατία κι επιβολή. Είναι σαν να το έχουν προσωπική τους ανάγκη, σαν να τρέφονται από αυτό, είναι δίψα για φρίκη. Αυτή είναι η αγριότητα που σουλατσάρει εμπρός μας. Παρακαλώ περάστε στη λαιμητόμο της κανονικότητας.
Η χούντα βρικολάκιασε. Και χτυπά.
Αυτός είναι ο σκοπός της κοινωνίας μας, να μας απομονώσει όσο γίνεται, να χάσουμε την επαφή, να πάψουμε να είμαστε άνθρωποι. Να οστεοποιήσει τους γνήσιους επαναστάτες. Τόσα χρόνια μας έκλειναν τα μάτια με τους διάφορους οργανισμούς και τους διπλωματικούς ειδησεογραφικούς τίτλους, βάζοντας επικεφαλής μέτριους χαφιέδες και ρουφιάνους. Κι όλα με άριστη δήθεν περιφρόνηση τα βαφτίζουν χυδαία. Ξέρεις τι είναι όντως χυδαίο; Χυδαίο είναι να ζεις βουτηγμένος σε μια μέτρια μετριότητα, να κυβερνιέσαι από μέτριους που σου κανονίζουν τη ζωή, να πηγαίνεις σε άχρηστα σχολεία, να εξαλείφεις την ιδιαιτερότητά σου για να γίνεις αποδεκτός σε έναν μέσο όρο του κοινωνικού συνόλου. Ν’ αγαπάς με μέτρο, να ερωτεύεσαι με μέτρο, να αγανακτείς με μέτρο, καχύποπτος για ό,τι αγγίζεις είτε αυτό λέγεται φαγητό, υλικά που χρησιμοποιείς για το σπίτι, ρούχα, σώμα. Καχύποπτος για τη βροχή που σε δροσίζει, για τον ήλιο που σε ζεσταίνει, για την ατμόσφαιρα και τον αέρα που αναπνέεις. Κι όπου πάει να φυτρώσει κάτι υγιές το εξαφανίζουν με μια βόμβα νετρονίου, διαρροή τοξικών ή κρίνοντας το παράνομο, επικίνδυνο, εγκληματικό.
Δεν ξέρω τι διάολο γίνεται, δεν ξέρω τι κάνουμε, τα γεγονότα με προσπερνάνε και με ξεπερνούν, οι λέξεις δεν φτάνουν εκεί που θέλω. Κάτι να γίνει, μια φωνή να διαλαλήσει «να λιώσουμε τις σόλες μας στους δρόμους, να λιώσουμε τα στυλό στα κείμενα, τις νότες στα τραγούδια τα συλλογικά, να λιώσουμε τις φωνητικές μας χορδές από φωνές εξέγερσης κι εμψύχωσης». Παλεύουμε όχι για έναν κόσμο που όλοι θα προσφέρουν απλόχερα τη βοήθειά τους, αλλά για έναν κόσμο που κανείς δεν θα την έχει ανάγκη.
Και, πολύ ρομαντική για την εποχή, ή ακριβώς όσο ρομαντική χρειάζεται για την εποχή, σε μια διαδήλωση μέσα, εκεί στο ποτάμι ματατζίδικης βίας και χαμού, στην έκρηξη ανθρώπινης ενέργειας, ν’αρπάξω τον διπλανό και να του πω «φίλα με, φίλα με και μη νιώσεις εμένα, νιώσε το φιλί κι αφουγκράσου τον γύρω ηχητικό πίνακα, τις φωνές και τα βουητά και τους καρδιακούς μας παλμούς που συναντιούνται, φίλα με, να τους μπήξουμε το μαχαίρι όπως εμείς ξέρουμε κι ύστερα πες μου ένα αστείο να γελάσουμε ολόψυχα, να κρατήσουμε τον ήλιο στο στόμα και να ριχτούμε να τους τσακίσουμε».
- 37
- 2033