Κ. Μαρξ: Κριτική του προγράμματος της Γκότα-Μία ευθεία βολή στον οπορτουνισμό – Του Λευτέρη Στάικου
Στο εργατικό κίνημα της Γερμανίας του 19ου αιώνα, δέσποζαν δύο πολιτικές οργανώσεις, οι οποίες παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους, πέτυχαν τη συνένωσή τους υιοθετώντας ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα. Απ’ τη μιά, το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, ιδρυμένο το 1869 υπό την καθοδήγηση των Αουγκούστ Μπέμπελ και Βίλχελμ Λήμπκνεχτ (πατέρας του Καρλ Λήμπκνεχτ, που μαζί με την Ρόζα Λούξεμπουργκ εκτελέστηκε το 1919), και η Γενική Γερμανική Εργατική Ένωση, ιδρυμένη το 1863, με μπροστάρη τον Φερντινάντ Λασάλ, η προσέγγιση του οποίου πάνω στον μαρξισμό, καθώς και οι πολιτικές του αντιλήψεις ήταν αυτές που επηρέασαν καθοριστικά το μέλλον του γερμανικού εργατικού κινήματος, και γι’ αυτό πυροδότησαν την κριτική που άσκησε ο Μαρξ. Ο στόχος της κριτικής αυτής, ήταν η παρεμπόδιση της ένωσης των δύο αυτών οργανώσεων, κάτω από τη σημαία ενός πατροναρισμένου και ευνουχισμένου σοσιαλισμού. Τελικά, τον Μάιο του 1875 η ένωση έλαβε χώρα, στο συνέδριο της Γκότα, και το νέο κόμμα που προέκυψε, δεν ήταν άλλο από το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, που κάποια χρόνια μετέπειτα μετονομάστηκε στο γνωστό πλέον σήμερα SPD.
O Μαρξ, αρχίζει την σύνταξη της κριτικής του τον Απρίλη του 1875 και την ολοκληρώνει περίπου ένα μήνα αργότερα, λίγες μέρες προτού γίνει το ιδρυτικό συνέδριο. Δημοσιεύτηκε ωστόσο πρώτη φορά απ’ τον Ένγκελς το 1891, το έτος που σημαδεύτηκε από ένα ακόμη καθοριστικό γεγονός στους κόλπους της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ήταν το συνέδριο της Ερφούρτης, το οποίο επικύρωσε το ομώνυμο πρόγραμμα που έμελλε να αποτελέσει ορόσημο στην ιστορία του κινήματος, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο τόσο θεωρητική όσο και κινηματική.
Ποιος όμως ήταν ο πυρήνας της κριτικής που άσκησε με τόση αυστηρότητα ο Μαρξ πάνω στο λασαλικών καταβολών πολιτικό πρόγραμμα του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος; Αρχικά, η πρώτη παρατήρηση του Μαρξ, αφορά στη λαθεμένη πρόσληψη της εργασίας ως πηγής του κοινωνικού πλούτου. Εξηγεί, πως το να αποδίδουν οι σοσιαλιστές μια »υπερφυσική» ιδιότητα στην εργασία, συνιστά παραποίηση της αλήθειας, καθώς η πραγματική απώτερη πηγή του πλούτου, είναι η φύση, στην οποία η ανθρώπινη κοινωνία προσπαθεί να κυριαρχήσει, πρώτα μέσα από την κατασκευή απλοϊκών εργαλείων, κι έπειτα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνικής. Η ίδια η εργασία ως δημιουργία των αναγκαίων μέσων αναπαραγωγής της ζωής, προέρχεται από την εξίσου φυσική δύναμη της εργατικής δύναμης που ενυπάρχει εγγενώς στο κάθε άτομο. Ο Μαρξ συνεχίζει την εξέταση -οπωσδήποτε λεπτομερή- και των παραγώγων της λασαλικής αντίληψης της εργασίας, αναφερόμενος όχι στην λασαλική έννοια της »ωφέλιμης», αλλά αντίθετα στην ανώφελη ή βλαβερή εργασία, που μέσα σε μια κοινωνία μπορεί κάλλιστα να γίνει βιοποριστικός κλάδος, όπως ακριβώς συμβαίνει για τις εκάστοτε εκμεταλλεύτριες τάξεις π.χ. που ζουν και κερδίζουν παρασιτικά, αξιοποιώντας την πραγματικά ωφέλιμη εργασία, δηλαδή την παραγωγική εργασία των εκμεταλλευομένων.
Το πρώτο βέβαια κομβικό και περισσότερο επί της ουσίας σημείο του προγράμματος στο οποίο επικεντρώνει την προσοχή του ο Μαρξ, είναι αυτό που δηλώνει κανονιστικά πως »το έσοδο της εργασίας ανήκει ακέραιο και με ίσο δικαίωμα σε όλα τα μέλη της κοινωνίας». Πάνω σ’ αυτή τη πρόταση, σχολιάζει ο Μαρξ πως η έννοια »έσοδο της εργασίας» είναι μια αφηρημένη διατύπωση, καθότι δεν καθορίζει συγκεκριμένα το περιεχόμενό της, εάν δηλαδή πρόκειται για το προϊόν καθαυτό στην αξία χρήσης του, ή εάν πρόκειται για την αξία του. Το πρόβλημα δεν είναι σχολαστικό, ίσα ίσα θίγει την ελλιπή λασαλική γνώση περί διανομής του κοινωνικού προϊόντος. Για τον Λασάλ, σύνολη η κοινωνική εργασία θα πρέπει να οργανωθεί στη βάση της συνεταιριστικής παραγωγής, που σημαίνει ότι εφόσον κοινωνική εργασία δεν υφίσταται παρά ως ταυτισμένη με τη συνεταιριστική εργασία, τότε το φερόμενο ως έσοδο της εργασίας, είναι το συνεταιριστικό προϊόν. Ο Λασάλ, θέλει ό,τι παράγεται από τους εργάτες της βιομηχανίας και τους αγρότες να διανέμεται ακέραιο, ολόκληρο σ’ αυτούς. Η θέση αυτή όμως, δείχνει άγνοια γύρω από τα αναγκαία οικονομικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν κατά την πρώτη, κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Στη φάση αυτή λοιπόν, που αντιστοιχεί στον σοσιαλισμό, διατηρείται το αστικό δίκαιο της ισότητας, με την έννοια πως η αμοιβή είναι ανάλογη όχι ακόμη των αναγκών, αλλά της προσφερόμενης εργασίας. Προσοχή, ο μισθός στον καπιταλισμό συνιστά την αξία της εργατικής δύναμης κι όχι της εργασίας, μέρος της οποίας ακριβώς δεν καταβάλλεται, παρότι ενσωματώνεται στο τελικό προϊόν, και είναι ακριβώς αυτό η πηγή του κέρδους, επομένως η ισότητα στον σοσιαλισμό, εδράζεται στην ίση αμοιβή για ίσες ώρες εργασίας. Και ακριβώς επειδή ακόμα η παραγωγή δεν έχει φτάσει ακόμα στο απόγειο της ανάπτυξής της ώστε να είναι εφικτό το πέρασμα από το βασίλειο των αναγκών στο βασίλειο της ελευθερίας, τα οικονομικά μέτρα των κρατήσεων είναι απαραίτητο βήμα για την κεντρική οργάνωση της οικονομίας.
Έτσι, από το »ακέραιο έσοδο της εργασίας» πρέπει να αφαιρεθούν ορισμένα τμήματα που προορίζονται: α) για την αντικατάσταση πρώτων υλών, εργαλείων, μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν κατά τη παραγωγική διαδικασία, β) για την απαιτούμενη παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων -που πλέον είναι ανεμπόδιστη-, συνακόλουθα και την επέκταση της παραγωγής, γ) για εφεδρικά αποθέματα, σε περίπτωση φυσικών καταστροφών κλπ, δ) για τα έξοδα της διαχείρισης, τα οποία αρχίζουν αυτόματα να συρρικνώνονται αναλογικά προς την αυτόματη απονέκρωση του εργατικού κράτους, ε) για την προνοιακή πολιτική, σχολεία, νοσοκομεία, ασφάλιση κλπ, η οποία σε αντίθεση με το (δ) εντείνεται και ποσοτικά και ποιοτικά όσο μεταβαίνουμε από τη σοσιαλιστική προς την κομμουνιστική κοινωνία, και στ) για για την αυτοσυντήρηση των ανίκανων προς εργασία. Ό,τι μένει μετά την καταβολή των κρατήσεων, θα προορίζεται ως μέσο κατανάλωσης για τους εργαζόμενους.
Ο Μαρξ, δεν αφήνει ωστόσο να εννοηθεί σε καμία περίπτωση οτι αυτό το τμήμα του μισθού ή του »εσόδου» χάνεται εντελώς για τον δημιουργό του, διευκρινίζοντας πως ό,τι αφαιρείται άμεσα απ’ αυτόν υπό τη μορφή φόρων και κρατήσεων, επιστρέφει έμμεσα σ’ αυτόν, υπό τη νέα μορφή των πραγματικών κοινωνικών παροχών. Άρα, η ουσία παραμένει ίδια, αλλάζει μόνο η μορφή της, κάτι που όμως στην καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό, μιας και οι εισφορές των εργαζομένων πάνε στο αστικό κράτος, το οποίο στέκει πάνω κι έξω από την κοινωνία ως παρασιτική-εξουσιαστική απόφυση.
Χρειάζεται εδώ να τονιστεί, (εάν δεν έγινε σαφές προηγούμενα), ότι αυτά τα οικονομικά μέτρα που μεσολαβούν ανάμεσα στο άμεσο, ακέραιο έσοδο και τον εργαζόμενο, λαμβάνονται αποκλειστικά στη σοσιαλιστική, κατώτερη κομμουνιστική φάση, στην οποία έχουμε τον σταδιακό αυτομαρασμό του εργατικού μισοκράτους, οπότε και τα αστικά κατάλοιπα και οι όποιες αντιθέσεις, που νομοτελειακά εμμένουν απ’ τη γέννα του παλιού, τότε μόνο εξαφανίζονται ολοκληρωτικά, όταν δηλαδή μεταβαίνουμε στον ανώτατο κοινωνικό σχηματισμό. Γράφει ο Μαρξ: »Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνο θα μπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Η δεύτερη θεμελιακή προγραμματική θέση του κόμματος, στην οποία ασκεί κριτική ο Μαρξ, έγκειται στη σχέση της εργατικής με τις άλλες τάξεις. Για τον Λασάλ, μόνο η εργατική τάξη είναι επαναστατική κοινωνική δύναμη και όλες οι υπόλοιπες τάξεις υψώνονται μπρόστά της σαν μια μεγάλη αντιδραστική μάζα. Παραβλέπει επομένως τον προωθητικό ρόλο που είχαν διαδραματίσει και κάποια μικροαστικά στρώματα πχ (βιοτέχνες,μικροκαταστηματάρχες) σε κρίσιμες ιστορικές φάσεις, αλλά παραγνωρίζει και το γεγονός πως όσο το κεφάλαιο συγκεντροποιείται, τόσο όλο και μεγαλύτερα μικροαστικά στρώματα προλεταριοποιούνται, εντασσόμενα με τον τρόπο αυτό στο μπλόκ των επαναστατικών δυνάμεων. Αλλά ποιά είναι και η θέση του Λασάλ για την τάξη των γαιοκτημόνων; Τους αφήνει στο απυρόβλητο, καθώς σύμφωνα με την ανάλυσή του, τα μέσα παραγωγής ανήκουν αποκλειστικά στην τάξη των καπιταλιστών (μονοπώλιο). Καμία νύξη δεν γίνεται στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και από την τάξη των γαιοκτημόνων. Για τον Μαρξ, η εξήγηση που δίδεται στη λασαλική τοποθέτηση περί των τάξεων, μπορεί να συνοψιστεί πάνω κάτω ως εξής: Ο Λασάλ, για λόγους οπορτουνιστικής, συμβιβαστικής τακτικής, δεν επεδίωκε να θίξει τα συμφέροντα της μέχρι τότε ακόμα ισχυρής φεουδαρχικής τάξης, με την οποία αποζητούσε συνεργασία προκειμένου να χτυπήσει την καπιταλιστική τάξη, μέσω ακριβώς μιας δήθεν διαταξικής συμμαχίας. Ο Μαρξ απογυμνώνει τον Λασάλ, αποσαφηνίζοντας τη θέση της Διεθνούς γύρω από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Γράφει λοιπόν: » Στη σημερινή κοινωνία τα μέσα εργασίας είναι μονοπώλιο των γαιοκτημόνων […] και των κεφαλαιοκρατών. Το καταστατικό της Διεθνούς, δεν κατονομάζει στο σχετικό μέρος ούτε τη μία, ούτε την άλλη τάξη των μονοπωλητών». Και συνεχίζει παρακάτω: » Η βελτίωση μπήκε γιατί ο Λασάλ, για λόγους που σήμερα είναι γενικά γνωστοί, χτυπούσε μόνο την τάξη των καπιταλιστών, όχι όμως και τους γαιοκτήμονες».
Γενικότερα, η άποψη του Λασάλ σχετικά με το ζήτημα της διαταξικής συμμαχίας, μπορεί να κατανοηθεί πληρέστερα, με τη συμπληρωματική διατύπωση από μέρους του, του αιτήματος για εθνικό, τοπικό αγώνα της εργατικής τάξης, μέσα στα πλαίσια του έθνους κράτους της. Δεν παραλείπει να αναφερθεί βέβαια και στη συναδέλφωση των λαών, που θα προκύψει τελικά, ύστερα από τους επιμέρους, ενικούς εθνικούς αγώνες των επιμέρους εργατικών τάξεων. Η στρέβλωση που επιχειρήθηκε του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, συνίσταται στο γεγονός ότι προκρίνεται ο απομονωμένος ταξικός αγώνας, έναντι της συντονισμένης, παράλληλης κοινής δράσης. Άν προσθέσουμε τώρα και την συνεργασία με τους φεουδάρχες, τότε έχουμε ένα πλήρως αποδυναμωμένο εργατικό κίνημα. Οι φιλοσοφικές κατηγορίες της μορφής και του περιεχομένου επανέρχονται στο προσκήνιο, καθώς εδώ, η μία παίρνει τη μορφή της άλλης. Ενώ κανονικά ο ταξικός αγώνας είναι εκ των πραγμάτων εθνικός στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο, στη σκέψη του Λασάλ συμβαίνει το αντίστροφο, ο ταξικός αγώνας είναι πρώτα και κύρια εθνικός στο περιεχόμενο και μόνο στη μορφή διεθνικός.
Η προβληματική σύλληψη της τακτικής του προλεταριάτου, δεν χρειάζεται επεξήγηση. Αρκεί μόνο να καταδειχτεί η περιορισμένη και τεθλασμένη εικόνα που είχε διαμορφώσει ο Λασάλ για τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Γερμανία του 1860. Αδυνατούσε να δεί πως όσο το γερμανικό εμπόριο απλωνόταν διαμορφώνοντας μια παγκόσμια αγορά, άλλο τόσο η γερμανική αστική τάξη συναδελφωνόταν πραγματικά με τις άλλες αστικές τάξεις για να εδραιώσει την κυριαρχία της, συνθλίβοντας ταυτόχρονα όποιες απόπειρες του εργατικού κινήματος για χειραφέτηση και αυτοδιεύθυνση. Απλώς, το εργατικό κίνημα στη σκέψη του Λασάλ, αφήνεται κομματιασμένο στα ειδικά τμήματα που οριοθετούνται από τα εθνικά σύνορα.
Αλλά τί μας λέει ο Λασάλ έπειτα για την λύση του ταξικού προβλήματος; (το ταξικό πρόβλημα το ονομάζει »κοινωνικό»). Ποιά τα μέσα και οι κινήσεις που πρέπει να υιοθετήσει το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα; Απαντάει, όλα τα νόμιμα μέσα που παρέχονται από το αστικό κράτος, ενώ για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, προτείνει την ίδρυση παραγωγικών συνεταιρισμών, κρατικά επιδοτούμενων -άρα και ελεγχόμενων- απ’ αυτό το ίδιο. Γράφει το πρόγραμμα της Γκότα συγκεκριμένα, πως το κόμμα »απαιτεί» να ιδρυθούν αυτοί οι συνεταιρισμοί, προφανώς στα όρια μιας βελτιωμένης καπιταλιστικής διαχείρισης. Έτσι, όπως κριτικάρει ο Μαρξ: » Η σοσιαλιστική οργάνωση της συνολικής εργασίας αντί να ξεπηδά από την επαναστατική διαδικασία μετατροπής της κοινωνίας, ξεπηδά από την κρατική βοήθεια […]». Ο εργάτης για τον Λασάλ δεν είναι ούτε ο πραγματικός οργανωτής της οικονομίας και της παραγωγής, ούτε επομένως ο απελευθερωμένος συνεταιρισμένος. Στην καλύτερη των περιπτώσεων να είναι ένας ημιαυτόνομος διαχειριστής, πάντοτε όμως υπόλογος στο αστικό κράτος και τους νόμους του. Βέβια, η σκέψη αυτή, για να μην απορριφθεί απ’ τους ίδιους τους εργάτες ως παραιτημένη από κάθε επαναστατική διάθεση, επεκτείνεται ως την αξίωση ανάδυσης του σοσιαλισμού μέσα από τους κόλπους αυτών των συνεταιρισμών. Το πολιτικό αυτό πρόγραμμα, θα μπορούσε να περιγραφεί εναλλακτικά ως μια ιδιότυπη θεωρία των σταδίων, που ωστόσο δεν φτάνει ποτέ στην καρδιά του προβλήματος. Σκιαγραφεί ένα σχιζοφρενικό κράτος, το οποίο καταργώντας την ουσία του ως πολιτικής οργάνωσης της κυρίαρχης τάξης, θα υποστηρίξει ως δια μαγείας σε μαζική κλίμακα την άρνησή του. Κι αν ακόμη υποστηρίξει την δημιουργία συνεταιρισμών, υποτίθεται πως αυτοί θα θα έχουν τέτοια αυτονομία και αυτούσια δύναμη που θα γεννήσουν την νέα κοινωνία από τα σπλάχνα τους. Όταν το πρόγραμμα της Γκότα προσδιορίζει τους συνεταιρισμούς ως ελεγχόμενους δημοκρατικά από τον εργαζόμενο λαό, ο Μαρξ αντικρούει ισχυριζόμενος πως η προσθήκη »δημοκρατικός έλεγχος» απλώς αποτελεί μια σοφιστεία για το ξέπλυμα της ντροπής που απορρέει απ’ την επονείδιστη παράδοση στο αστικό κράτος.
Το πρόγραμμα του Κόμματος, κάνει επίσης λόγο και για την επιδίωξη του »ελεύθερου κράτους». Ο Μαρξ δεν αφήνει μια τέτοια βαρύγδουπη φράση ασχολίαστη. Τί θα πεί πάλι αυτό το ελεύθερο κράτος; άν με τον όρο ελευθερία, εννοείται μια αποσύνδεση του κράτους από τις κοινωνικές του βάσεις, τότε μιλάμε για μια δεσποτική κυβέρνηση που διαθέτει εξωτερική ελευθερία απέναντι στους πολίτες της. Ελευθερία για τον έναν πόλο, συνεπάγεται υποδούλωση για τον άλλον. Άν απ’ την άλλη, η έννοια της ελευθερίας εκλαμβάνεται σαν απαλλαγή από κάθε κυριαρχική, εξουσιαστική σχέση, τότε δεν κατανοείται η αξία της μεταβατικής φάσης της δικτατορίας του προλεταριάτου, ως αναγκαίου σταδίου για την εξάλειψη των τάξεων και των ταξικών καταλοίπων. Το »ελεύθερο κράτος» συνεπώς, ως αίτημα, είτε παραμένει δέσμιο του φιλελεύθερου ιδεαλισμού, μιας και οι αστοί αντιμετωπίζουν το κράτος ως αυθύπαρκτη οντότητα, ανώτερη έκφραση του εγελιανού Πνεύματος, είτε ακυρώνει θεωρητικά άρα και πρακτικά το εργατικό κράτος, καθότι αυτό δεν είναι από καμία άποψη »ελεύθερο». Και δεν είναι ελεύθερο, γιατί πρώτον, αντιστοιχεί σε ένα ορισμένο επίπεδο κοινωνικής ανάπτυξης, και δεύτερον, γιατί χρειάζεται σύμφωνα με τον Μαρξ »όχι προς το συμφέρον της ελευθερίας, αλλά της καταστολής των αντιπάλων του (ενν. του προλεταριάτου) και από τη στιγμή που θα μπορεί να μιλάει κανείς για ελευθερία, παύει να υπάρχει το κράτος σαν τέτοιο». Μοιραία, η ελευθερία επέρχεται με την απονέκρωση του εργατικού μισοκράτους και με τη μετάβαση έτσι στην αταξική, ακρατική, κομμουνιστική κοινωνία.
Η περίπτωση του Λασάλ, είναι μια ξεχωριστή ιστορία ενός ανθρώπου που διέγραψε μια ιδιαίτερα ταραχώδη όσο και αντιφατική πολιτική διαδρομή, εκκινώντας με τις καλύτερες προοπτικές, και καταλήγοντας αριστερό δεκανίκι της γερμανικής απολυταρχίας του Μπίσμαρκ και της αυτοκρατορίας του. Στα κοντά σαράντα χρόνια της ζωής του, φυλακίστηκε για αντιβασιλικές δράσεις, συμμετείχε στις επαναστάσεις του 1848 και αγωνίστηκε για τα μέλη της Ένωσης Κομμουνιστών, όταν αυτά εκδιώχθησαν δικαστικά στις αρχές του β’ μισού του 19ου αιώνα. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που αργότερα θα υποστηρίξει απερίφραστα την Πρωσία και τον ηγετικό της ρόλο στην διαδικασία της γερμανικής ενοποίησης και που θα προτείνει αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, ακυρώνοντας τα συνδικάτα και τον προλεταριακό διεθνισμό. Ο Λασάλ, στον αντίποδα του επαναστατικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού, ανέπτυξε την οπορτουνιστική εκδοχή ενός ευνουχισμένου σοσιαλισμού που έμελλε να ριζωθεί βαθιά στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Έγινε πατέρας του ρεφορμισμού, σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα είχε ανάγκη από πρωτοπόρους και όχι μεταρρυθμιστές, ουραγούς της αντίδρασης. Σκοτώθηκε σε μονομαχία το 1864, πριν δει τη σκέψη του να αποκρυσταλλώνεται στο πρόγραμμα που υιοθετήθηκε στην Γκότα, μια δεκαετία αργότερα.
Βιβλιογραφία και πηγές
Καρλ Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, 2015
https://www.komep.gr/2001-teyxos-6/gia-thn-politikh-organosh-ton-kommoyniston-sthn-istoria-d-meros
- 52
- 1338