Καρλ Μαρξ: «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ». Μια σύντομη ανάλυση – Του Λευτέρη Στάικου
[1]. Μέχρι τώρα, το κύριο ελάττωμα κάθε υλισμού- συμπεριλαμβανομένου αυτού του Φόυερμπαχ- είναι
πως συλλαμβάνει το αντικείμενο, την πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο, μόνο με τη μορφή του
Γνωστικού ή του Εποπτικού Αντικειμένου, όχι σαν ανθρώπινη αισθητηριακή δραστηριότητα, σαν Πράξη,
όχι υποκειμενικά. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τον υλισμό, την ενεργητική πλευρά την ανέπτυξε αφηρημένα
ο ιδεαλισμός, ο οποίος φυσικά δεν γνωρίζει την πραγματική, αισθητηριακή δραστηριότητα ως αυτή που
είναι. Ο Φόυερμπαχ διακρίνει όντως τα αισθητά από τα στοχαστικά αντικείμενα, αλλά δεν συλλαμβάνει την
ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα ως αντικειμενική δραστηριότητα. Συνεπώς, στην Ουσία του
Χριστιανισμού εξετάζει τη θεωρητική συμπεριφορά σαν τη μόνη γνήσια ανθρώπινη, ενώ την πράξη την
συλλαμβάνει και την ορίζει αποκλειστικά με την ακάθαρτη εβραϊκή μορφή της. Γι’ αυτό δεν κατανοεί την
επαναστατικότητα της πρακτικής-κριτικής δραστηριότητας.
Ερμηνεία: Στην πρώτη του θέση για τον Φόυερμπαχ, ο Μαρξ ψέγει τον παλιό υλισμό, τμήμα του
οποίου είναι και ο φοϋερμπαχικός, καθότι αυτός, αρνείται να προσλάβει το αντικείμενο, την
πραγματικότητα, ως όχι μόνο δεδομένες συνθήκες που είναι εξωτερικές προς τον άνθρωπο, αλλά κι ως
δημιουργήματά του, που καθίστανται τέτοια μέσα από την πραγματική, αισθητηριακή του
δραστηριότητα. Ο ατελής προμαρξικός υλισμός, εντοπίζει το δίπολο πραγματικότητας-ανθρώπου στα
όρια μιας παθητικής σχέσης, όπου ο πρώτος πόλος, το δεδομένο πραγματικό, παίρνει αποκλειστικά τη
μορφή του «εποπτικού αντικειμένου», άρα η μόνη δυνατή επενέργεια του δεύτερου πόλου πάνω του,
είναι αυτή που αντιστοιχέι στην καντιανή εποπτεία, έναν τύπο εμπειρικής πρόσληψης του κόσμου ως
βάσης για την κατανόησή του. Τα ιδεαλιστικά κατάλοιπα στη φοϋερμπαχική φιλοσοφική σκέψη,
αποτυπώνονται έκδηλα στο έργο »η Ουσία του Χριστιανισμού», εκεί όπου ο Φόυερμπαχ αντιλαμβάνεται
μόνο την πνευματική εργασία ως την πραγματική ανθρώπινη δραστηριότητα, παραγνωρίζοντας έτσι την
επαναστατική φύση της υποκειμενικής επέμβασης πάνω στην απτή πραγματικότητα, την οποία και
μεταβάλλει -στο βαθμό που οι παραγωγικές δυνάμεις του το επιτρέπουν- προκειμένου να ικανοποιεί τις
ανάγκες του. Επομένως, ο άνθρωπος εντάσσεται σε συγκεκριμένες, καθορισμένες συνθήκες, τις οποίες
ωστόσο, μέσα από την παραγωγική διαδικασία, είναι σε θέση να μεταλλάξει, μεταλλασσόμενος
παράλληλα κι ο ίδιος.
[2]. Το ερώτημα αν η ανθρώπινη νόηση μπορεί να συναντήσει την αντικειμενική αλήθεια δεν είναι
θεωρητικό, αλλά πρακτικό. Στην πράξη ο άνθρωπος πρέπει να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την
πραγματικότητα και την ισχύ, το εντεύθεν της νόησής του. Η διχογνωμία για την υλικότητα ή μη της
νόησης, απομονωμένη από την πράξη, είναι ένα καθαρά σχολαστικό πρόβλημα.
Ερμηνεία: Στη δεύτερη θέση, η κριτική του Μαρξ μετατοπίζεται στη προβληματική που εγείρει η
άποψη του Φόυερμπαχ πως ο άνθρωπος προσλαμβάνει και επεξεργάζεται πνευματικά το αντικείμενο,
μέσα από την εποπτική του ικανότητα, δηλαδή μέσω των αισθήσεων και της εμπειρίας. Ο Μαρξ,
τοποθετεί το ερώτημα της γνωσιολογίας στις σωστές του βάσεις, ισχυριζόμενος πως η νόηση, η σκέψη,
δεν μπορεί να είναι ενεργητική, παρά μόνο υπό την απαράβατη προϋπόθεση πως εξωτερικεύεται, οπότε
και πραγματώνει τον δυνάμει υλικό της χαρακτήρα. Έτσι μονάχα η νόηση είναι σε θέση να κατανοήσει
τον κόσμο, όταν δηλαδή αποδεικνύει έμπρακτα τον ρόλο της ως καθοριστικού παράγοντα στη
συνδιαμόρφωση της ύλης. Σκέψη αποσυνδεδεμένη από την εφαρμογή της στον εξωτερικό κόσμο, είναι
στείρα, άρα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θεωρητικολογία (ως σχολαστικό πρόβλημα), που
αυτοαναλώνεται στη περιδήνηση γύρω από τον άξονά της. Αυτός ο σχολαστικισμός, συνεπάγεται την
αδυναμία να ιδωθεί η ύλη στη δυναμική διάσταση της συνεχούς αλλαγής, γεγονός που αναπόδραστα
οδηγεί στην θεώρηση της ύλης σαν στατικής, σε αμετάβλητη κατάσταση, που δεν επιδέχεται καμιά
παρέμβαση πάνω της. Ο Μαρξ, ίσα-ίσα αναδεικνύει τον ρόλο που διαδραματίζει η παραγωγική εργασία
στην απόδειξη της αλήθειας, και άρα στην απόλυτη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει τον κόσμο,
μέσα από την πράξη (Praxis). Ταυτόχρονα, αν και σε ανύποπτο χρόνο, δίδεται και η απάντηση στο
ερώτημα που έθετε και θέτει κλασικά η φιλοσοφία, σχετικά με το εάν και κατά πόσο είναι εφικτή η
γνώση της αλήθειας, καθώς επίσης και αν υφίσταται η ίδια η αλήθεια. Η ανάλυση του Μαρξ δεν αφήνει
περιθώρια αμφισβήτησης.
[3]. Η υλιστική διδασκαλία για τη μεταβλητότητα των καταστάσεων και της εκπαίδευσης ξεχνά πως οι
άνθωποι μεταβάλλουν τις καταστάσεις, πως ο ίδιος ο εκπαιδευτής πρέπει πρώτα να εκπαιδευθεί, και ως εκ
τούτου χωρίζει την κοινωνία σε δύο μέρη, εκ των οποίων το ένα υψώνεται πάνω από την ίδια. Η σύμπτωση
της μεταβολής των καταστάσεων με τη δραστηριότητα του ανθρώπου ή την αυτομεταβολή του, μπορεί να
συλληφθεί και να κατανοηθεί λογικά, μόνο σαν επαναστατική πράξη.
Ερμηνεία: Στο σημείο αυτό, ουσιαστικά διακρίνεται η ολοκληρωμένη υλιστική φιλοσοφία που εισάγει
το επαναστατικό υποκείμενο στο πεδίο της ανάλυσης. Ο άνθρωπος, τοποθετείται σε μια διττή
κατάσταση, αφενός του διαμορφωτή και αφετέρου του διαμορφωμένου απ’ τις συνθήκες, ανατρέποντας
έτσι τη μονοδιάστατη κι ελλιπή φοϋερμπαχική αντίληψη που θέλει τον άνθρωπο αποκλειστικά κοινωνικό
προϊόν, απόρροια της εκπαίδευσης και της αγωγής που λαμβάνει. Ο Μαρξ αποκαθιστά τη διττή σχέση,
δηλώνοντας την αμφίπλευρη λειτουργία του ανθρώπου, τόσο ως εκπαιδευόμενου, όσο και ως
εκπαιδευτή, διαλύοντας τη διαχωριστική γραμμή που ορθώνει ο Φόυερμπαχ, ανάμεσα στην αριστοκρατία
του πνεύματος (ελίτ) και στην μεγάλη ακαλλιέργητη μάζα που εξαρτάται από την πρώτη. Αυτή η
ιδεαλιστική εκτροπή του Φόυερμπαχ, δικαιώνει έστω και αθέλητα, την αστική διάκριση της πνευματικής
από την χειρωνακτική εργασία, άρα και την ίδια την ύπαρξη των τάξεων. Η αντιδραστική αυτή άποψη,
βάλλεται από την κλασική μαρξική κριτική, που αξιώνει την γνώση του τρόπου μεταβολής ανθρώπου και
καταστάσεων (συνθηκών), υπό το πρίσμα της επαναστατικής πράξης, που αίρει τις συντηρητικές
προλήψεις περί αυτόματης-φυσικής κατηγοριοποίησης των υποκειμένων σε τάξεις και ομάδες.
[4]. Ο Φόυερμπαχ ξεκινά από το δεδομένο της θρησκευτικής αλλοτρίωσης, του αναδιπλασιασμού του
κόσμου σε έναν θρησκευτικό και έναν εγκόσμιο. Η εργασία του προσδιορίζεται ως αναγωγή του
θρησκευτικού κόσμου στην εγκόσμια βάση του. Αλλά το ότι αυτή η εγκόσμια βάση ορθώνεται πάνω από τον
εαυτό της και εγκαθιδρύει ένα αυθυπόστατο βασίλειο στα σύννεφα, μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τις
αυτοαντιθέσεις και αυτοαντιφάσεις της. Άρα, πρέπει να επαναστατικοποιηθεί εν εαυτή. Τόσο μέσω της
κατανόησης της αντιφατικότητάς της όσο και στην πράξη. Έτσι, λ.χ. από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε πως
η αγία οικογένεια έχει το μυστικό της στην γήινη οικογένεια, η πρώτη αυτή πρέπει να εκμηδενιστεί στη
θεωρία και στην πράξη.
Ερμηνεία: Για τον Φόυερμπαχ, ο Θεός κι ο θρησκευτικός κόσμος, αποτελούν την αντανάκλαση σε ένα
ιδεατό, υπερβατικό επίπεδο, των ιδιοτήτων της ανθρώπινης φύσης, όπως αυτή έρχεται σε σύγκρουση με
την κοινωνική οργάνωση. Τα άτομα με άλλα λόγια, μεταβιβάζουν τις ιδιότητές τους, την ουσία τους, σε
ένα φαντασιακό επουράνιο Ανώτατο όν, το οποίο και αποσυνδέουν απ’ την πηγή του, τα εγκόσμια
δηλαδή πράγματα, προσδίδοντάς του ανώτερες δυνάμεις που ωστόσο είναι απεικάσματα των ανθρωπίνων
δυνάμεων, φιλτραρισμένων με μπόλικες δόσεις μεταφυσικής επίτασης. Πάνω στη φαντασιακή αυτή
σχέση ανθρώπου-θεού, πραγματικού-αντανάκλασης, εδράζεται και το φαινόμενο της θρησκευτικής
αλλοτρίωσης. Ο Μαρξ, διατείνεται πως για τον Φόυερμπαχ, αρκεί η επίγνωση της γήινης υπόστασης του
θεού, για να καταλυθεί η θρησκευτική αυταπάτη και ότι επομένως η λύση της φαντασιακής αναγωγής,
επέρχεται μηχανιστικά με την κατανόηση της αλλοτρίωσης ως αλλοτριωτικής σχέσης, που αναπτύσσεται
πάνω στον δυϊσμό του ανθρώπου σε δημιουργό και δημιούργημα. Η άποψη του Φόυερμπαχ για την
»ουσία του ανθρώπου», επιβεβαιώνει την βαθιά ιδεαλιστική επίδραση του εγελιανισμού στη σκέψη του,
στην οποία ο Μαρξ θα ασκήσει δριμύτατη κριτική , σημειώνοντας μεταξύ άλλων, πως αυτή η »ουσία» δεν
είναι μια σταθερά, αμετάβλητη και αναλλοίωτη μέσα στον ιστορικό ρού, τουναντίον, κινείται κι αυτή
μέσα από αντιθέσεις, διαλεκτικές αρνήσεις και αρνήσεις των αρνήσεων, οπωσδήποτε αναλογικά προς τις
υλικές συνθήκες και το επίπεδο ανάπτυξής τους.
[5]. Ο Φόυερμπαχ δεν ικανοποιείται με την αφηρημένη νόηση, θέλει την Εποπτεία. Μα δεν
συλλαμβάνει τον αισθητό κόσμο σαν πρακτική, ανθρώπινη-αισθητηριακή δραστηριότητα.
Ερμηνεία: Στην πέμπτη θέση, επανέρχεται το ουσιώδες γνωσιολογικό ζήτημα, στον πυρήνα του
οποίου βρίσκεται η αντιπαράθεση εποπτικής και πρακτικής σκέψης. Η πρώτη, θυμίζει την καντιανή
προσπάθεια συμφιλίωσης του εμπειρισμού με τον ορθολογισμό, με φανερή όμως την αρχηγία του
εμπειρισμού. Η εποπτεία, χρησιμοποιείται από τον Φόυερμπαχ στην παρατήρηση και κατανόηση του
γίγνεσθαι, της ύλης, σε αντίθεση με την πράξη (τη δεύτερη), που αποβλέπει στην υλοποίησή της, στην
αποκρυστάλλωσή της στα πράγματα, τα οποία και θέλει να διαμορφώνει. Ενώ λοιπόν ο Φόυερμπαχ είναι
υλιστής και όντως προκρίνει την ύλη έναντι της ιδεάς και του Λόγου, εντούτοις δεν φαίνεται να
απεμπολύει τα ιδεαλιστικά του κατάλοιπα που μάλλον τον κρατούν δέσμιο της εποπτείας, της εντελούς
παθητικής σχέσης ανθρώπου-ύλης, όπου ο πρώτος υποτάσσεται στη δεύτερη, χωρίς δυνατότητα
ενεργητικής, θετικής εμπλοκής. Το επαναστατικό περιεχόμενο της πράξης, επανεμφανίζεται εδώ, για να
εξυψώσει τον υποκειμενικό παράγοντα στη θέση μιας μεταβλητής που με την μεταβολή της, επηρεάζει
και την μεταβολή των συνθηκών μέσα στις οποίες πρωτοκαθορίστηκε.
[6]. Ο Φόυερμπαχ ανάγει την θρησκευτική ουσία στην ανθρώπινη ουσία. όμως η ανθρώπινη ουσία δεν
είναι μια αφαίρεση εγκατεστημένη στο επιμέρους άτομο. Η πραγματικότητά της είναι το ενιαίο σύνολο των
κοινωνικών σχέσεων. Ως εκ τούτου, ο Φόυερμπαχ, του οποίου η κριτική δεν υπεισέρχεται σ’ αυτή την
πραγματική ουσία, εξαναγκάζεται:
1. Να αφαιρέσει από την ιστορική πορεία και να ορίσει τη θρησκευτική νοοτροπία δι’ εαυτή, και να
προϋποθέσει ένα αφηρημένο- απομονωμένο- ανθρώπινο άτομο.
2. Να μη συλλάβει -συνεπώς- την ουσία παρά μόνο σαν »Γένος», σαν μια εσωτερική βουβή
καθολικότητα, η οποία συνδέει με τον τρόπο της φύσης τα επιμέρους άτομα.
Ερμηνεία: Η έκτη θέση, συνιστά το επίκεντρο της μαρξικής κριτικής στη φοϋερμπαχική φιλοσοφία
της θρησκείας. Το συναντήσαμε και προηγούμενα, να παίρνει ο Φόυερμπαχ ως δεδομένη και
αναλλοίωτη την ανθρώπινη ουσία, παραβλέποντας την ανάπτυξη κι εξέλιξη των κοινωνικών
σχηματισμών, άρα των κοινωνικών σχέσεων. Οι κοινωνικές σχέσεις, είναι παραγωγικές σχέσεις, εφόσον
η υποδομή-βάση είναι η καθοριστική σε τελική ανάλυση, οπότε και η ανάπτυξη του ανθρώπου όχι ως
αφηρημένου αλλά ως συγκεκριμένου κοινωνικού ανθρώπου, δεν δύναται να μελετηθεί αποσπασμένα από
την ποσοτική και ποιοτική μεταβολή της παραγωγής. Ο Μαρξ, αποκαθιστά τον υλισμό που ο Φόυερμπαχ
νόθευσε με ενέσεις αντιδραστικού ιδεαλισμού. Δηλώνει πως η »ουσία» έγκειται όχι στο επιμέρους άτομο,
σα να επρόκειτο για έναν εσωτερικό »Λόγο» που εκδιπλώνεται ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες,
αλλά στο »ενιαίο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», επομένως σε μια λογική προέκταση, η θρησκευτική
συνείδηση και οι κοινωνικές-παραγωγικές σχέσεις συνάδουν ως προς το επίπεδο ανάπτυξής τους. Αυτή η
αναλογική σχέση, παρατηρείται και στην εξέλιξη της θρησκείας, από τον φυλετικό τοτεμισμό στον
πολυθεϊσμό, κι έπειτα, στον μονοθεϊσμό, όπου η κάθε λατρευτική μορφή οργανωνόταν στη μορφή που
είχαν οι εκάστοτε παραγωγικές σχέσεις. Τα λάθη που διαπράττει ο Φόυερμπαχ στην ανάλυσή του,
οφείλονται πρώτον, στο γεγονός ότι αποσυνδέει το επιμέρους άτομο από το κοινωνικό, και δεύτερον, στο
ότι προσλαμβάνει την »ουσία» με όρους μεταφυσικής και μυστικιστικής θεμελίωσης, η ακατάλυπτη
υπόσταση της οποίας πετυχαίνει υποτίθεται την καθολική αρμονία των επιμέρους ατόμων, διαμέσου της
θρησκευτικής ενοποίησής τους. Το αφηρημένο άτομο δηλαδή, ενώνεται »ουσιακά» με τα άλλα
αφηρημένα άτομα, όχι εξαιτίας των κοινών συνθηκών στις οποίες αλληλεπιδρούν, αλλά εξαιτίας της
κοινής τους εσωτερικής απόλυτης ουσίας που αντανακλάται στον Θεό και την πίστη.
[7]. Κατά συνέπεια, ο Φόυερμπαχ δεν βλέπει πως η θρησκευτική νοοτροπία είναι η ίδια ένα κοινωνικό
προϊόν, και πως το αφηρημένο άτομο του οποίου την ανάλυση επιχειρεί, ανήκει σε μια καθορισμένη
κοινωνική μορφή.
Ερμηνεία: Η μαρξική κριτική συνοψίζεται σε μαι συμπερασματική διατύπωση: ο Φόυερμπαχ βλέπει
την θρησκεία σαν απότοκο της διάστασης ατόμου-κοινωνίας κι όχι ως κοινωνικό προϊόν, δημιούργημα
των εκάστοτε συνθηκών. Καμία νοερή κατάσταση, καμία ιδέα και κανένα σύστημα σκέψης, δεν συνιστά
αυθύπαρκτη πραγματικότητα, αποκομένη από τις υλικές συνθήκες που τη γέννησαν. Έτσι συμβαίνει και
με τη θρησκευτική νοοτροπία, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με το επιμέρους άτομο, το οποίο είναι το ίδιο
ένα κοινωνικό προϊόν, ένα παιδί της εποχής του. Στο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας, αντιστοιχεί αυτό
που ο Μαρξ ορίζει ως »καθορισμένη κοινωνική μορφή».
[8]. Κάθε κοινωνική ζωή είναι ουσιαστικά πρακτική. Κάθε μυστήριο που οδηγεί τη θεωρία στο
Μυστικισμό, βρίσκει την λογική αναγωγή του στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της
πράξης.
Ερμηνεία: Η ύλη, εντοπίζεται πάντα στη βάση όλων των ιδεολογιών, όλων των φιλοσοφικών
κατηγοριών, κι όλων επομένως των αντιλήψεων. Όταν τα »μυστήρια» θολώνουν και συσκοτίζουν το
αληθινό αίτιο της ύπαρξής τους, απλώς αποκρύπτουν την κοινωνική τους καταβολή. Όλα τα ιδεολογικά
και θρησκευτικά φαινόμενα, ανάγονται στις κοινωνικές πράξεις και την πρακτική εμπέδωσή τους, στη
μορφή των επαναστατικών διαδικασιών. Γι’ αυτό άλλωστε »κάθε κοινωνική ζωή είναι ουσιαστικά
πρακτική». Απέναντι στη παθητική εποπτεία του Φόυερμπαχ, αντιπαραβάλλεται ο διαλεκτικός και
ιστορικός υλισμός των Μαρξ και Ένγκελς, που τελειοποιεί τον μέχρι την εποχή τους ατελή υλισμό των
αριστερών εγελιανών. Η ύλη δεν είναι στατική, μεταβάλλει και μεταβάλλεται, κινείται μέσα από την
συνεχή ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Το πνεύμα που για τους ιδεαλιστές είναι αυτούσιο, αντανακλά
απλώς την μεταβολή της ύλης στο επίπεδο της συνείδησης και της νόησης. Ύστερα, το πνεύμα μπορεί να
αναδράσει πάνω στην ύλη, μετασχηματίζοντάς την, εντός βέβαια καθορισμένων ορίων.
[9]. Το υψηλότερο σημείο στο οποίο φθάνει ο εποπτικός υλισμός, δηλαδή ο υλισμός που δεν κατανοεί
τον αισθητό κόσμο ως πρακτική δραστηριότητα, είναι η επόπτευση των επιμέρους ατόμων και της αστικής
κοινωνίας.
Ερμηνεία: Στην ένατη θέση, ο φοϋερμπαχικός ανολοκλήρωτος υλισμός, τοποθετείται σαν κρίκος στην
αλυσίδα της αστικής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Ο Φόυερμπαχ, μολονότι στο τέλος της ζωής του
αυτοπροσδιοριζόταν ως άθεος, υλιστής και κομμουνιστής, παρ’όλα αυτά στο απόγειο της θεωρητικής
ακμής του, δεν κατάφερε την εξάλειψη των κληρονομημένων εγελιανών του υπολειμμάτων. Για άλλη μια
φορά, ο Μαρξ επικρίνει τον εποπτικό προσανατολισμό του φοϋερμπαχικού υλισμού, που αρνείται να
κατανοήσει τον κόσμο στη δυναμική του σχέση με τον άνθρωπο και τις πράξεις του. Στον Φόυερμπαχ
έτσι, απουσιάζει η πραγματική πρακτική δραστηριότητα και παραμένει η παθητική, αποστειρωμένη
γνώση του αφηρημένου-μεμονωμένου ατόμου και της αστικής, αλλοτριωτικής του κοινωνίας.
[10]. Η σκοπιά του παλαιού υλισμού είναι η αστική κοινωνία – η σκοπιά του νέου είναι η ανθρώπινη
κοινωνία ή η κοινωνική ανθρωπότητα.
Ερμηνεία: Ο Μαρξ, ήδη στα 1845, όπου πιθανολογείται πως συνέταξε τις θέσεις για τον Φόυερμπαχ,
είχε συγκροτήσει την διανοητική του ταυτότητα, που τον διέκρινε από τους προγενέστερους φιλοσόφους.
Ο ίδιος ο Ένγκελς, χαρακτήρισε το έργο »ανεκτίμητο, δεδομένου ότι πρόκειται για το πρώτο κείμενο στο
οποίο τοποθετήθηκε ο μεγαλοφυής σπόρος της νέας άποψης για τον κόσμο». Στη δέκατη λοιπόν θέση, ο
συνεπής υλισμός του Μαρξ σωματοποιείται στο σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό πρόταγμα, που εδώ
διαφαίνεται αχνά, με τον προσδιοριστικό όρο »ανθρώπινη κοινωνία» ή »κοινωνική ανθρωπότητα». Για τον
Μαρξ, ο Φόυερμπαχ ανήκει παρ’ όλες τις ευγενείς προθέσεις του, στον παλιό υλισμό που ερμήνευε τα
πράγματα μέσα από το ιδεαλιστικό πρίσμα της αντιδραστικής κοινωνίας των μπουρζουάδων. Ο νέος
υλισμός, βγαλμένος απ’ τα σπλάχνα του αστικού κόσμου, είναι το ακριβές αντίθετό του, η ασυμβίβαστη
άρνησή του. Είναι ο υλισμός που αναλύει απ’ τη προοπτική της ταξικής και κοινωνικής χειραφέτησης.
[11]. Οι φιλόσοφοι έχουν επιχειρήσει με διάφορους τρόπους, μόνο την ερμηνεία του κόσμου- η
πραγματική πρόκληση είναι η μεταβολή του.
Ερμηνεία: Η ενδέκατη και τελευταία θέση, αποτελεί αναμφίβολα την πλέον γνωστή για το ύφος και το
περιεχόμενο, ρήση αυτού του έργου. Είναι τελευταία, καθότι εσωκλείει την κλιμάκωση της μαρξικής
κριτικής απ’ την χαμηλότερη προς την υψηλότερη επαναστατική τονικότητα. Ο Μαρξ, διαλύει τις
θεωρητικές παραδόσεις στις οποίες βούλιαζε η φιλοσοφία κατά τους προηγούμενους αιώνες, με το να
εξαντλείται στην ερμηνευτική. Εκφράζει ρητά και άφοβα την πνευματική αποστολή των νέων
φιλοσόφων, που δεν είναι πια η πολύτροπη ερμηνεία του κόσμου, αλλά η μεταβολή του. Η θέση αυτή,
εμπεριέχεται και σε άλλα μαρξικά έργα, όπως φερ’ ειπείν στην »Αγία Οικογένεια», στα »Οικονομικά και
Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844» ή στην »Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του
Δικαίου», όπου δηλώνεται ευθαρσώς η ανάγκη της μετατροπής της θεωρίας σε επαναστατική πράξη, με
γνώμονα την ανατροπή του καπιταλιστικού κόσμου και την εγκαθίδρυση ενός νέου, απελεύθερου, δίχως
εκμετάλλευση, φτώχεια κι ανισότητα.
Βιβλιογραφία
Καρλ Μαρξ, Θέσεις για τον Φόυερμπαχ/ Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της
κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, εκδόσεις ΕΡΑΤΩ, Αθήνα, 2004
- 60
- 3320