Vice (2018) – Του Πάνου Λιάκου
Την τελευταία εβδομάδα της χρονιάς βλέπουμε στις αίθουσες το νέο φιλμ του Άνταμ ΜακΚέι, Vice. Είναι ένα έργο σε σενάριο του ίδιου του ΜακΚέι, ένα σενάριο σαν εκείνο του The Big Short που είχε κερδίσει και το Όσκαρ το 2016. Αν εκεί είχαμε σενάριο εκ διασκευής βιβλίου, στο Vice έχουμε ένα πρωτότυπο σενάριο, ένα σενάριο σε non-linear αφήγηση σχετικό με την προσωπικότητα του Ντικ Τσένεϊ, τα έργα και τις ημέρες του ως αντιπροέδρου της κυβέρνησης του Μπους του νεότερου. Ο Άνταμ ΜακΚέι ως σεναριογράφος έχει πλέον κατακτήσει τον τρόπο να καταγγέλλει τα κακώς κείμενα της αμερικανικής πολιτικής μιλώντας στοχευμένα και κατανοητά για το μέσο θεατή.
Την ίδια στιγμή δεν του λείπουν οι σατιρικές αιχμές (π.χ. οι ψεύτικοι τίτλοι τέλους, κάποιες καρτέλες σχολιασμού, η σκηνή με το »μενού») και οι ευφυείς λύσεις ως προς τον voice-over αφηγητή όπου συνεχώς αναρωτιόμαστε ποιος μπορεί να είναι. Και εκπλησσόμαστε όταν τελικά μας αποκαλύπτεται αυτό. Εκπλησσόμαστε με σκηνές όπως εκείνη του διαγγέλματος του Μπους όπου ο σεναριογράφος σκέφτεται να μας δείξει το τρεμάμενο πόδι του την ίδια στιγμή που το πόδι ενός άλλου άντρα, κάπου στο Ιράκ, τρέμει από τις αποφάσεις που πήρε ο πρώτος. Τις αποφάσεις-όπως και την ταινία- στοιχειώνει ο Τσένεϊ με τη μορφή του Κρίστιαν Μπέιλ. Είναι από τις ερμηνείες μεταμόρφωσης που συνήθως αρέσουν στην Ακαδημία, ο Μπέιλ έχει δοθεί σαν αθλητής ψυχή τε και σώματι και με τη βοήθεια του Makeup and Hairstyling τμήματος το αποτέλεσμα είναι κάτι το τρομακτικό- χώρια αυτή η άρθρωσή του καθώς υποδύεται κάποιον πολύ μεγαλύτερό του.
Εκτός από την τελική σκηνή του-μονόλογο, θα ξεχωρίζαμε κι εκείνη με την αναφορά στο Σαίξπηρ όπου τον ακομπανιάρει η Έιμι Άνταμς στο ρόλο της συζύγου (της δίνει και μια στιγμή ο ΜακΚέι στο τελευταίο μέρος όπου επιβάλει τη θέλησή της να είναι δίπλα στο σύζυγό της μετά το χτύπημα της 11/09 όπου την παρακολουθούμε σε exterior). Και αυτή όπως και οι υπόλοιποι ερμηνευτές φαίνεται να το δούλεψαν πολύ στις πρόβες και έπειτα από σεναριακή κατεύθυνση ώστε να βγουν όσο πιο ντοκιμαντερίστικες γίνεται. Για να λέμε οι θεατές ότι αισθανόμαστε σαν να είμαστε τότε εκεί, σε αυτά τα γραφεία και τις διασκέψεις.
Για άλλη μια φορά είναι στο μοντάζ ο Hank Corwin όπου είχε πραγματικά πολλή δουλειά, να βρει τον κατάλληλο ρυθμό ώστε να συνδυάσει το δράμα, με αρχειακό υλικό κ.ο.κ. Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, ο γράφων αισθάνεται- όπως και με το The Big short- ότι μπορεί ένα τέτοιο έργο να είναι καλά κατασκευασμένο και να απευθύνεται στη λογική, στο μυαλό μας, αλλά τι τέλειο θα ήταν να ακουμπούσε περισσότερο την καρδιά μας.
- 46
- 877