Το τέλος της ιστορίας; – Του Λευτέρη Στάικου

Το τέλος της Ιστορίας δεν έχει έρθει ακόμα, γιατί η συνεχής εξέλιξη των κοινωνιών είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αναχαιτιστεί, άρα καμία στασιμότητα στον ιστορικό ρού δεν γίνεται να υπάρξει. Αν με τον όρο τέλος, εννοείται η ασυνέχεια, η μη γραμμικότητα των γεγονότων, τότε αυτό είναι άλλη μια περίπτωση τραγικής παρανόησης, στρέβλωσης του νοήματος της έννοιας. Η θεωρία που προωθεί την ανάγνωση της Ιστορίας ως τελειωμένης διαδικασίας, στην ουσία προωθεί εξίσου αισχρά την αδράνεια και την παθητικότητα, με την αντιεπιστημονική λογική της αντιδιαλεκτικής. Συχνά δε, με την πομπώδη έκφραση »τέλος της Ιστορίας», εννοούν ταυτόχρονα και το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, το τέλος των μεγάλων χειραφετητικών ιδεολογιών, που επιμένουν μέσα στην κυρίαρχη βαρβαρότητα να προεικάζουν τον νέο ανθρωπότυπο. Αυτή η εκδοχή του »τέλους», όπως κι η προηγούμενη που αναφέρθηκε, καταρρίπτεται επόμενα προς την πρώτη, καθότι η ιστορία προοδεύει και άρα μαζί της αναλογικά προοδεύει και η θεωρητική σκέψη που θεμελιώνει στο φιλοσοφικοεπιστημονικό επίπεδο το παρόν, αλλά και το μέλλον ως προοπτική. Η αντιδραστική, αντιεπιστημονική, άκυρη θεώρηση του πραγματικού, συμβαίνει εκ μέρους του συστήματος, για το ίδιο το σύστημα. Οι διάφοροι απολογητές του, καλυμμένοι με τον μανδύα του πολυσχιδούς ειδικού, μεταφράζουν τα σημεία των καιρών, με γνώμονα τα συμφέροντα των ερογδοτών τους, δηλαδή εμβολιασμένα με ενέσεις (μικρο)αστισμού, βιολογισμού, ιδεαλισμού και μπόλικης αφαίρεσης. Κι έτσι έκαναν ανέκαθεν. Η ψευδής είδηση των μίντια, συνάδει απόλυτα με τον παραπλανητικό ξύλινο λόγο των δημοσιογράφων και των παρουσιαστών, ώστε να συμπληρωθεί η συνταγή για την εντελή χειραγώγηση του μαζικού ατόμου.

Πλάι στην συστημική λειτουργία, η αντισυστημική δράση πασχίζει να ενσταλάξει στους σύγχρονους μισθωτούς δούλους, την συνείδηση της απελευθέρωσης και της γενικής αυτοδιεύθυνσης στην παραγωγή -και άρα και στην πολιτική. Οι φωνές της όμως είναι ισχνές και δεν υπερβαίνουν τις οιμωγές των αλλοτριωμένων υποκειμένων που σαπίζουν μέσα στον θεαματικό-εμπορευματικό βόρβορο, νομίζοντας πως είναι ελεύθερα. Οι πολεμικές ιαχές στη Συρία, το Ιράκ, το Κουρδιστάν, τη Λιβύη, τώρα και τη Βενεζουέλα, πλημμυρίζουν τα ιερά κιτάπια των γραφείων της CIA και του ΝΑΤΟ, για να δοθούν ύστερα σαν τροφή στην αδηφάγα όρεξη των πετρελαϊκών και των πολυεθνικών.
Πού το τέλος της Ιστορίας; Εκτός κι εάν εννοούν μ’ αυτό, την παντελή, καθολική υπαγωγή της ζωής στον καπιταλισμό, στο κέρδος, τον πόλεμο, την χρηματιστική ολιγαρχία και το μονοπώλιο. Αυτό το δεχόμαστε. Δεν δεχόμαστε ωστόσο, την παράλογη πίστη ότι αυτή η καθολική κυριαρχία είναι δεδομένη κι ως εκ τούτου παντοτινή. Γιατί τότε, πώς εξηγείται η μανία του συστήματος να κρύβει κάτω απ’ το χαλί τις εκάστοτε αυθόρμητες λαϊκές εξεγέρσεις παρουσιάζοντάς τες σαν αμελητέες εκδηλώσεις βίας περιθωριακών δήθεν στοιχείων; Ή πώς εξηγείται λ.χ. η εναγώνια προσπάθεια των καπιταλιστών να νιώθουν όλο και πιό προστατευμένοι στην ζωή τους τόσο ως εκμεταλλευτών στον τόπο δουλείας, όσο και στην »ιδιωτική» τους ζωή ως συζύγων, οικογενειαρχών κλπ; Το κεφάλαιο επομένως κρύβει και κρύβεται, δεν θέλει να φαίνεται ως τέτοιο που αληθινά είναι, δηλαδή εκμεταλλευτικό, βουτηγμένο από την κορυφή ως τα νύχια στο αίμα, αδίστακτο, παρά να εμπεδώνεται απ’ τις μάζες σαν απόλυτη, κυρίαρχη, φυσική κι αναμφισβήτητη σχέση. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του παρ’ όλα αυτά, αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Οτι το κεφάλαιο ως σχέση, έχει ρήγματα, από τα οποία περνάει και διαχέεται η αμφισβήτηση, ως όρος και προϋπόθεση για τη ολική, ριζική ανατροπή του. Και τα ρήγματα αυξάνουν όσο αυξάνει η συγκεντροποίηση, η υπερσυσσώρευση και το χάσμα αστικής-εργατικής τάξης.

Το τέλος της Ιστορίας και το άτρωτο του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, είναι απλώς ιδεολογήματα, απότοκα του καπιταλιστικού μεγαλοϊδεατισμού, που ούτε ο ίδιος δεν πιστεύει. Κάνει όμως αναγκαία έκπτωση στη λογική του, για να κοροϊδέψει τις μάζες οτι είναι πανίσχυρος και σχεδόν τόσο φυσικός όσο και η αφηρημένη »ανθρώπινη φύση». Παριστάνει την παρθένα κόρη που λάθρα απ’ τον πατέρα της απολαμβάνει την πίσω συνεύρεση, διατηρώντας μόνο κατ’ επίφαση την αγνότητά της, επειδή απλώς δεν είναι ξεσκισμένη κι από μπροστά. Τουναντίον, το κεφάλαιο είναι αμφίπλευρα ξεσκισμένο και μαζί του ξεσκισμένοι ολότελα είναι και τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που αλυσοδένονται από αυτόν. Κι αν στον »δυτικό πολιτισμό» διατηρείται η παραίσθηση της ευζωίας, τότε πρόκειται για την »ευζωία» μερικών εκατομμυρίων προνομιούχων, έναντι των δισεκατομμυρίων Αφρικανών, Ασιατών και Λατίνων που γι’ αυτούς η λέξη »ευζωία» δεν προσφέρεται καν για φιλολογική χρήση.

Μα και στη Δύση, τα πράγματα δεν είναι όπως περιγράφονται απ’ τους συστημικούς διαύλους προπαγάνδας. Φοιτήτριες στη Σουηδία για την εξόφληση των λογαριασμών τους εμπορεύονται τις σάρκες τους, άστεγοι στις ΗΠΑ κι αλλού κοιμούνται στους υπονόμους, τα ναρκωτικά και η αποχαύνωση εκτοξεύονται, τοξινώνοντας μεγάλα τμήματα της νεολαίας (κι όχι μόνο). Πράγματι, επικρατεί μια καλύτερη κατάσταση σε σχέση με την αντίστοιχη στην Ασία ή την Αφρική, αλλά αυτή η διαφορά δεν έχει ούτε απόλυτο χαρακτήρα (απόλυτη ευζωία-απόλυτη εξαθλίωση), ούτε οφείλεται σε κάποιο δεδομένο πολιτισμικό γνώρισμα της »λευκής υπεροχής». Αντίθετα, έχει ιστορικά ερείσματα και η διαφορά προέρχεται από το γεγονός πως στην Ευρώπη συντελέστηκε η Βιομηχανική Επανάσταση, στην Ευρώπη πρωτοαναπτύχθηκε ο καπιταλισμός ως έμβρυο αρχικά μέσα στον κόλπο της φεουδαρχίας, και στην Ευρώπη συνακόλουθα γιγαντώθηκαν ως κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής ανάπτυξης οι δυνατότητες των παραγωγικών δυνάμεων. Εν συντομία, όλα έγιναν πιο γρήγορα και πιο νωρίς στην Ευρώπη, άρα και η διαλεκτική άρνηση του συστήματος, το προλεταριάτο, στην Ευρώπη είναι που πρωτογεννήθηκε και άρθρωσε λόγο και ταυτότητα ταξικής συνείδησης. Όλες συνεπώς οι εργασιακές βελτιώσεις και οι εκάστοτε κατακτήσεις, δεν παραχωρήθηκαν από τους »φιλεύσπλαχνους» εργοδότες, αλλά κερδήθηκαν έπειτα από σκληρές και κυριολεκτικά αιματηρές μάχες, στα πλαίσια της πάλης των τάξεων. Επόμενο ήταν, οι άλλες ήπειροι να αποτελούσαν απλώς τις πηγές απ’ τις οποίες θα αντλούσε πόρους και εργατικό δυναμικό ο ήδη αναπτυγμένος δυτικός καπιταλισμός. Όταν βέβαια άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται και ο εξωευρωπαϊκός καπιταλισμός, αυτός αποκτούσε λειψά χαρακτηριστικά, πάντα στη σκιά των ήδη ισχυρών αστικών τάξεων. Ήταν υποτελής, εξαρτώμενος και προδοτικός, καθώς υποτασσόταν ασύστολα στα κελεύσματα των ξένων ιμπεριαλιστών.

Στην Ευρώπη και αλλού στον πλανήτη, σε παγκόσμια δηλαδή κλίμακα, το σύστημα τραντάζεται από τις δονήσεις που προκαλεί το ίδιο. Παραγωγοί και καταναλωτές των εμπορευμάτων, οι ίδιες οι μάζες προσλαμβάνουν τις δομικές δονήσεις στρεβλά, πάντως τις προσλαμβάνουν. Δεν κατανοούν πάντα την αιτία, ή την κατανοούν μερικά, ενικά, τμηματικά, κατηγορώντας π.χ. τις εθνικές τους κυβερνήσεις για τις κακές διαχειριστικές επιλογές τους. Δεν βλέπουν πάντα καθαρά ότι πίσω απ’ τις έωλες και ασταθείς κυβερνήσεις ελλοχεύουν τα σταθερά συμφέροντα των μεγαλοκαρχαριών της ελεύθερης αγοράς. Οι συνειδητοποιημένοι προλετάριοι, είτε μέσα από τα πρωτοπόρα τμήματά τους, τα κόμματα, είτε κι ανεξάρτητα απ’ αυτά, επιδίδονται στην διαφώτιση και των λοιπών τμημάτων της τάξης τους, αντιμετωπίζοντας την ίδια στιγμή δυσκολίες που το κεφάλαιο θέτει μπροστά τους, για να εξουδετερώσει τον αγώνα τους. Κι ο αγώνας που επιχειρούν είναι άοκνος, συνεπής, ανυποχώρητος κι επίπονος. Διπλά επίπονος: αφενός εξαιτίας του ότι βάλλονται ευθέως από τα σύστημα που δρα εξωτερικά, με όσα όπλα διαθέτει, κι αφετέρου εξαιτίας των ίδιων των μαζών , εσωτερικά, που μέσα στην αλλοτρίωση τους αναπαράγουν μηχανικά τις στερεοτυπίες και τις αντιρρήσεις που έχουν διδαχθεί απ’ τους ιδεολογικούς μηχανισμούς. Νομίζω πως ο πιο δυσνίκητος αντίπαλος είναι ο δεύτερος, καθότι άκεντρος και καθόλα σωματοποιημένος μέσα στα υποκείμενα. Είναι εν ολίγοις παντού και πουθενά. Εξουδετερώνεται μονάχα διαμέσου της συστηματικής αγκιτάτσιας, της καθημερινής δράσης, σε όλα τα πεδία της ατομικής και συλλογικής ζωής. Ο πρώτος αντίπαλος απ’ την άλλη, ούτε υποτιμάται, ούτε και εξοβελίζεται απ’ τη σφαίρα της επικινδυνότητας, απλώς είναι λιγότερο δύσκολος ως προς τον εντοπισμό του, καθότι ορατός. Επιτίθεται άμεσα, κινητοποιεί συγκεκριμένες, γνωστές δυνάμεις και έχει διακριτά ταξικά συμφέροντα, που συνεπάγονται ανάλογες διακριτές τακτικές και στρατηγικές αντιμετώπισης του αντιπάλου του.

Η θεωρία επομένως περί τέλους της Ιστορίας, εκκινεί από την επιτηδευμένη στρέβλωση της πραγματικότητας, η οποία τοποθετείται στον άξονα του άχρονου, αέναου, χαοτικού κύκλου, που όσο κι αν περιστρέφεται, ουσιαστικά μένει στατικός, φέροντας τα ίδια αποτελέσματα μετά από κάθε ερέθισμα. Ο διαλεκτικός υλισμός, ως φιλοσοφία της εσωτερικής κίνησης των πάντων, φύσης και κοινωνίας, εξωθείται βίαια στον κόσμο του παραλόγου, εκεί όπου οι εκάστοτε εξουσίες πέταγαν όλες τις ριζοσπαστικές θεωρίες που έθεταν σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους, βαφτίζοντάς τες αιρετικές, διαβολικές, ψεύτικες, διασπαστικές κλπ.

Η απάντηση στην στρέβλωση που επιβάλλεται απ’ την αντικειμενική θέση των αντισυστημικών, βρίσκεται στον αντίποδα της ιδεαλιστικής φιλολογίας του αναλλοίωτου, του άχρονου, του τελειωμένου. Είναι η ενεργητική κατάφαση της υλιστικής φιλοσοφίας κι επιστήμης, που διαλύει τις αντιδραστικές εντυπώσεις και παραστάσεις των απολογητών της εκμετάλλευσης. Η παθητική σχέση ατόμου-κοινωνίας αίρεται έτσι, αντικαθιστάμενη από την επαναστατική σχέση διαμορφωτή-διαμορφούμενου, που θετικοποιεί την ανθρώπινη παρουσία μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η άρνηση της τωρινής αδράνειας που προτάσσει το σύστημα, είναι η δημιουργική καταστροφή του.

Άν τέλος, η Ιστορία για τους απολογητές, έφτασε στο μη επέκεινα, επειδή ο καπιταλισμός αγκάλιασε κάθε ως τώρα παρθένα γωνιά του πλανήτη με τις επενδυτικές και εξορυκτικές του δραστηριότητες, τότε πάλι έχουμε να κάνουμε με μια κακή χώνεψη της έννοιας της ολότητας. Το ότι ο καπιταλισμός έγινε παγκόσμιος και επιχειρεί να ομογενοποιήσει τους πολιτισμούς, δεν σημαίνει πως καθίσταται έτσι ακατάβλητος. Οι αντιφάσεις του πολλαπλασιάζονται, διότι δεν απορροφά μόνο νέες αγορές, νέα φθηνά χέρια και νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές, μα και όλους τους κραδασμούς που αυτόματα γεννά η διευρυνόμενη εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης.

Ο καπιταλισμός δεν είναι μια κλειστή αυτοκρατορία που επιδιώκει συνεχώς να επεκτείνεται προσέχοντας τους εξωτερικούς της εχθρούς διασφαλίζοντας τα σύνορά της. Είναι ένα ανοιχτό σύστημα, χωρίς όρια, με τον εχθρό του να βρίσκεται εν τη γενέσει του εντός του. Κι έτσι κάπως θα αναδυθεί ο νέος κόσμος, μέσα από τα σπλάχνα του παλιού, μέσα απ’ το γκρέμισμα του.

YOU MIGHT ALSO LIKE