Όταν οι Ιρλανδοί αποφάσισαν να αναστηθούν – “Seachtain na Páise” – Του Χρήστου Γιαννάτου
Και 900 χρόνια κατοχής έλαβαν τέλος..
Πριν από περίπου έναν αιώνα, ο κόσμος ήταν τυλιγμένος στις φλόγες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το καλοκαίρι του 1914, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, μεταξύ αυτών η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Αυστρία-Ουγγαρία, ενεπλάκησαν σε μία σύγκρουση που όμοιά της δεν είχε ξαναγίνει στην ιστορία. Η πίστη πως ο πόλεμος θα τελείωνε σύντομα θάφτηκε κάτω από τις σορούς 1,6 εκατομμυρίων στρατιωτών που σκοτώθηκαν τους πρώτους πέντε μήνες του πολέμου.
Αμέσως έγινε φανερό , ότι η νίκη δε θα βασιζόταν μόνο στη βιομηχανική και οικονομική ισχύ της κάθε δύναμης και οι κυβερνήσεις τους ξεκίνησαν να προσεγγίζουν τις καταπιεσμένες εθνικές ομάδες που κατοικούσαν εντός της επικράτειας των εχθρών τους, αλλά και να προσφέρουν παραχωρήσεις στις αντίστοιχες δικές τους, προκειμένου, στην πρώτη περίπτωση, να ξεσπάσουν εξεγέρσεις και στη δεύτερη, να τις αποφύγουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η βρετανική απόπειρα να εξεγερθούν οι Άραβες κατά των Οθωμανών, με πρωτεργάτη τον T. E. Lawrence (γνωστό και ως «Λόρενς της Αραβίας») και η υπόσχεσή τους για παραχώρηση μεγαλύτερης αυτονομίας στην Ινδία.
Η περίπτωση της Ιρλανδίας παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς με την Πράξη της Ένωσης του 1800, το νησί γινόταν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου παγιώνοντας τη, σχεδόν, χιλιόχρονη παρουσία των Βρετανών κατακτητών. Αυτό ενίσχυσε το ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε. Η βρετανική κυβέρνηση είχε προτείνει δύο νομοσχέδια που θα έδιναν πολιτική αυτονομία στην Ιρλανδία, το 1886 και το 1893, αλλά το βρετανικό κοινοβούλιο τα απέρριψε. Ο 19ος αιώνας υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός για τον ιρλανδικό λαό, ο οποίος είχε βιώσει το φοβερό λιμό του 1846 και την αποτυχημένη επανάσταση του 1848. Τα δύο αυτά γεγονότα αποδεκάτισαν τον πληθυσμό του νησιού και πολλοί επέλεξαν το δρόμο της μετανάστευσης.
Όλα τα παραπάνω απογοήτευσαν τους περισσότερους ακτιβιστές για την αυτονομία, το λεγόμενο “Home Rule”. Στην πολιτική σκηνή του νησιού κυριαρχούσαν οι «κοινοβουλευτικοί», οι οποίοι επιζητούσαν το σκοπό τους μέσα από τις διαδικασίες του βρετανικού κοινοβουλίου. Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα τη σκυτάλη παίρνουν οι ριζοσπάστες, που κάνουν λόγο για μια Ιρλανδία, πλήρως ανεξάρτητη από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η κατάσταση δεν εξομαλύνθηκε, ούτε και με την πολυπόθητη ψήφιση του νομοσχεδίου για την ιρλανδική αυτονομία. Η προτεσταντική μειοψηφία στα βόρεια της χώρας, δεν επιθυμούσε την εφαρμογή του και συγκρότησε παραστρατιωτικά σώματα, τους “Ulster Volunteers”. Σε απάντηση οι καθολικοί του νότου ίδρυσαν τους “Irish Volunteers”. Οι δύο πλευρές συγκρούονταν συχνά και μέχρι το 1914 η Ιρλανδία βρισκόταν στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης. Το “Irish Home Rule Bill” δεν τέθηκε σε εφαρμογή, λόγω της έναρξης του πολέμου και η κυβέρνηση Asquith δεσμεύθηκε να το εφαρμόσει με το τέλος του. Καμία πλευρά, όμως, δεν ήταν διατεθειμένη να περιμένει.
Η εξέγερση είχε δρομολογηθεί και τα μέλη του “Irish Republican Brotherhood”, η πολιτική ηγεσία των προαναφερθέντων “Irish Volunteers”, επιχείρησαν να λάβουν την υποστήριξη της Γερμανίας. Ο Sir Roger Casement, επιφανής Ιρλανδός πολιτικός, συναντήθηκε με τον Γερμανό πρέσβη στις Η.Π.Α και συμφωνήθηκε η αποστολή όπλων από το Αμβούργο, αλλά όχι γερμανικών δυνάμεων. Ωστόσο, υπήρχε διχογνωμία για την ημέρα έναρξης της εξέγερσης ανάμεσα στους επικεφαλής του IRB και η καθυστέρηση λειτούργησε υπέρ των βρετανικών αρχών, οι οποίες γνώριζαν για την επικείμενη αναταραχή. Όταν το γερμανικό φορτηγό “SS Libau”, το οποίο μετέφερε όπλα και πυρομαχικά, επιχείρησε να προσεγγίσει τις ακτές της χώρας, βυθίστηκε από το Βασιλικό Ναυτικό και ο Casement συνελήφθη.
Τα σχέδια για ξεσηκωμό το Πάσχα φαίνονταν να εγκαταλείπονται, αλλά επτά επικεφαλής της προγραμματισμένης εξέγερσης αποφάσισαν να δράσουν. Στις 24 Απριλίου 1916, Δευτέρα του Πάσχα, ο Patrick Pearse διάβασε σε πλήθος συγκεντρωμένων στο Δουβλίνο, τη «Διακήρυξη της Ιρλανδικής Ανεξαρτησίας από το Ηνωμένο Βασίλειο». Το κείμενο υπέγραφε ο ίδιος από κοινού με τους Sean Mac Diarmada, Thomas J. Clarke, Eamonn Ceannt, James Conolly, Joseph Plunkett, Thomas MacDonagh.
Αμέσως κινητοποιήθηκαν 1.200 οπλισμένοι εθελοντές, οι οποίοι κατέλαβαν θέση σε στρατηγικά σημεία του Δουβλίνου, συλλαμβάνοντας αστυνομικούς και εξασφαλίζοντας προμήθειες. Στόχος των εξεγερμένων ήταν να κρατήσουν την κεντρική πλατεία της πόλης, μέχρι την αναπόφευκτη άφιξη των Βρετανών και στήθηκαν αρκετά οδοφράγματα. Την Τρίτη κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος. Χιλιάδες στρατιώτες περικύκλωσαν την ιρλανδική πρωτεύουσα και σκληρές οδομαχίες ξέσπασαν ανάμεσα σε «δημοκρατικούς» και «ενωτικούς». Με την άφιξη βρετανικών ενισχύσεων την Τετάρτη, ο κλοιός γύρω από τους εξεγερμένους στένευε και μέχρι την Κυριακή, όλες οι θέσεις τους είχαν καταληφθεί. Οι επικεφαλής της εξέγερσης συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων, ο Michael Collins και ο μετέπειτα πρόεδρος της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, Eamon de Valera.
Ο στρατηγός Maxwell ξεκίνησε τη διαδικασία των στρατοδικείων και από τις 3 έως τις 12 Μαΐου, 14 Ιρλανδοί επαναστάτες τουφεκίστηκαν για το ρόλο τους στην εξέγερση, μεταξύ αυτών και οι επτά υπογράφοντες της διακήρυξης ανεξαρτησίας. Οι Βρετανοί και οι Ιρλανδοί «ενωτικοί» επιθυμούσαν να συνεχίσουν τις εκτελέσεις, αλλά η κυβέρνηση στο Λονδίνο δεν επέτρεψε στον Maxwell να εκτελέσει άλλους, λόγω και της πίεσης που δεχόταν από τον Αμερικανό πρέσβη στο Λονδίνο. Ο de Valera, έχοντας γεννηθεί στις Η.Π.Α., ήταν από τους λίγους που δεν στήθηκαν απέναντι στο απόσπασμα. Ο Sir Roger Casement δικάστηκε στο Λονδίνο και απαγχονίστηκε στις 3 Αυγούστου.
Το Δουβλίνο παρέμεινε υπό στρατιωτική κατοχή για το υπόλοιπο του πολέμου, κατά την οποία η ιρλανδική κοινή γνώμη έγερνε σταδιακά υπέρ των εξεγερμένων και κατά των Βρετανών. Το 1917 ο πατέρας του εκτελεσμένου Joseph Plunkett, George, ηγήθηκε του συνεδρίου πολιτικών δυνάμεων, στη διάρκεια του οποίου οι εθνικιστικές και δημοκρατικές δυνάμεις της Ιρλανδίας συνασπίστηκαν υπό την αιγίδα του “Sinn Feinn”. Ένα χρόο μετά και λίγο πριν τις εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου, οι Βρετανοί επιχείρησαν να εφαρμόσουν την υποχρεωτική στρατολόγηση των Ιρλανδών. Αποτέλεσμα ήταν η συντριπτική νίκη του “Sinn Feinn” στις εκλογές και η επακόλουθη υιοθέτηση της διακήρυξης της ανεξαρτησίας.
Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας είχε μόλις ξεκινήσει και θα κρατούσε μέχρι το 1922, όπου η Ιρλανδία θα κέρδιζε την αυτονομία της, εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ως το «Ελεύθερο Ιρλανδικό Κράτος» (“Irish Free State”). To 1920 η Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία, πρόδρομος της ΕΣΣΔ, αναγνώρισε την Ιρλανδική Δημοκρατία. Το 1937 ο Eamon de Valera, ως πρόεδρος του “Irish Free State”, διακήρυξε ότι το νέο σύνταγμα της χώρας την καθιστούσε ανεξάρτητη δημοκρατία, εντός της Κοινοπολιτείας, και το 1949 ο πρόεδρος της χώρας απέκτησε ισότητα στην εκτελεστική εξουσία με τον Βρετανό μονάρχη.
Ο τίτλος του άρθρου μεταφράζεται στα ελληνικά ως «Μεγάλη Εβδομάδα» ή «Εβδομάδα των Παθών»
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Caulfield, Max, The Easter Rebellion, Dublin 1916
Coogan, Tim Pat, The IRA 2nd ed. 2000
De Rosa, Peter. Rebels: The Irish Rising of 1916. Fawcett Columbine, New York. 1990.
- 33
- 1037