Ο υποκειμενικός παράγοντας στον κοινωνικό μετασχηματισμό- Του Λευτέρη Στάικου

Στη μαρξιστική θεωρία, είναι κεντρικής σημασίας ζήτημα, η κατάδειξη του τρόπου
με τον οποίο μπορεί να πραγματωθεί ο κοινωνικός μετασχηματισμός, η μετάβαση
από τον καπιταλιστικό, στον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής. Οι επικρατούσες
τοποθετήσεις, με την στάση που προκρίνουν, μεταβιβάζουν το βάρος της αλλαγής,
είτε στην μηχανιστική, ντετερμινιστική ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων εξαιτίας
της ποσοτικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, είτε από την άλλη, στον
υποκειμενικό παράγοντα και την επαναστατική του δράση. Ουσιαστικά, η ετερότητα
των δυο προσεγγίσεων, αποτυπώνεται στην οικονομίστικη αντίληψη της πρώτης και
στην υποκειμενίστικη της δεύτερης, μια ετερότητα που ευθύνεται σε κάποιο βαθμό
και για την διασπαστική κινηματική διαδρομή που έχουν διαγράψει ιστορικά, οι
ποικίλες κομμουνιστικές πτέρυγες.
Η πορεία της ιστορίας όμως, έχει προ πολλού αναδείξει τους νόμους της. Πράγματι,
σε όλους τους προγενέστερους κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως ακριβώς και στον
συγκαιρινό μας, οι παραγωγικές δυνάμεις σε κάποια φάση της ανάπτυξής τους,
εμποδίζονται να αναπτυχθούν περαιτέρω από τις παραγωγικές σχέσεις που τις
εμπερικλείουν. Αυτό όμως, δεν συνεπάγεται νομοτελειακά, μηχανιστικά υλιστικά, την
ανατροπή του εκάστοτε τρόπου παραγωγής και την μετάβαση σε εναν ανώτερο.
Απαιτείται πλάι στις αντικειμενικές συνθήκες και η ωρίμανση των υποκειμενικών
συνθηκών, η διαλεκτική μετεξέλιξη της τάξης, από καθεαυτή, σε διεαυτή. Όπως οι
αστοί στους κόλπους της φεουδαρχίας, ετσι και οι σύγχρονοι προλετάριοι και τα
φτωχά λαϊκά στρώματα στον καπιταλισμό, είναι οι μοχλοί που θα κυλήσουν την
ιστορία στο επόμενο βήμα της. Η βασική ωστόσο προβληματική, τόσο στο
θεωρητικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο, αφορά στη θέση και το ρόλο που
προορίζονται για το άτομο, μέσα στην επαναστατική αλλά και στην μετεπαναστατική
περίοδο. Νομίζω, πως η παρουσία του, δεν θα πρέπει να αντιστοιχεί σε εκείνη ενός
παθητικού-εκτελεστικού οργάνου, ενός αμέτοχου διεκπεραιωτή αποφάσεων που
λαμβάνονται από μια γραφειοκρατική σέχτα, εξωτερικά επιβαλλόμενη πάνω σε
αυτόν, αλλά αντίθετα, να υποδηλώνει την ενεργή συμβολή του ίδιου, στη
διαμόρφωση της πολιτικής του. Να είναι με άλλα λόγια, φορέας κι αποδέκτης της
πολιτικής διαχείρισης. Εδώ, χρειάζεται να τονιστεί εμφατικά και ο ρόλος των
εργατικών πρωτοποριών, των εργατικών κομμάτων, τα οποία οφείλουν να αξιώνουν
τη διαρκή ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων και του μαχόμενου λαού, κι όχι το
πατρονάρισμά τους. Οι τακτικές των εργατικών πολιτικών σχηματισμών, βρίσκονται
στον αντίποδα εκείνων των αστικών. Είτε κόμματα, είτε συνδικάτα, είτε οργανωσεις,
μπορούν μόνο να χρησιμοποιούν τα παρεχόμενα από το σύστημα μέσα,
προκειμένου να περνούν τις θέσεις τους και να εντείνουν τις παρεμβάσεις τους,
αλλάζοντας παράλληλα τον συσχετισμό των δυνάμεων. Να ισχυροποιούνται όλο και
περισσότερο, διαμέσου της μαζικοποίησής τους. Να στοχεύουν τακτικά στον ίδιο
σκοπό, την συγκρότηση ενιαίου αντικαπιταλιστικού μετώπου και να μην αναλώνονται
σε ενδοταξικές αντιθέσεις. Χρήση επομένως και όχι φετιχοποίηση των αστικών
καναλιών πολιτικής κανονικοποίησης της δράσης. Άρα, οποιαδήποτε προσκόλληση
αποκλειστικά στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και όποια εμμονική επιδίωξη της
εκλογικής ενίσχυσης εκ μέρους των κομμάτων της επαναστατικής Αριστεράς, δεν
συντείνουν στην επαναστατικοποίηση και την αυθεντική αντισυστημική κατεύθυνση,
παρά συνιστούν μεθοδολογικά σφάλματα, εγκλωβίζοντας την ταξική πάλη στα
πλαίσια της «αστικής νομιμότητας» των εκλογών και του αποστειρωμένου και

αντιδραστικού Κοινοβουλίου. Η λύση φυσικά, δεν βρισκόταν ούτε και βρίσκεται εντός
της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αλλά στο δρόμο, την απεργία, τις γειτονιές και
τους τόπους της μισθωτής σκλαβιάς, εκεί όπου λαμβάνει χωρα η εκμετάλλευση των
εργαζομένων, η ιδιοποίηση του παραγόμενου από αυτούς υπερπροϊόντος, η
αλλοτρίωση του υποκειμένου απο το παραγωγικό προτσές, τον κοινωνικό
χαρακτήρα της παραγωγής και τελικά από τον ίδιο τον εαυτό του. Τα κόμματα
συνεπώς, πρέπει να είναι οι συλλογικοί διανοούμενοι, στόχος των οποίων, θα
παραμένει η αφύπνιση των εκμεταλλευόμενων τάξεων, η εμπέδωση της ταξικής τους
συνείδησης και η οργάνωση-συντονισμός της κοινής μετωπικής δράσης. Σε καμία
περίπτωση δεν πρέπει να παρεκκλίνουν απο αυτή τη στόχευση, ώστε να μη
μεταβληθούν σε κλειστές γραφειοκρατίες, όπου η υψηλή καθετότητα του
δημοκρατικού συγκεντρωτισμού θα τα αποστερεί από τα κοινωνικά τους
ερείσματα. Στην υπόθεση εργασίας, σύμφωνα με την οποία η επαναστατική
διαδικασία εχει επικρατήσει έναντι της εγχώριας και διεθνούς αντίδρασης, ο
εργαζόμενος, δεν μπορεί παρά να είναι η θεμελίωση του εργατικού κράτους.
Αναλαμβάνοντας την καθολική διαχείριση της παραγωγής, αναλαμβάνει την ίδια
στιγμή και την οργάνωση της οικονομίας. Μέσα από τα εργατικά συμβούλια, την
ραχοκοκαλιά δηλαδή του σοσιαλισμού, θα επιτελείται ο κεντρικός σχεδιασμός, ωστε
οι παραγωγικές δυνάμεις -ανεμπόδιστες πλέον από τις προηγούμενες παραγωγικές
σχέσεις- να αναπτύσσονται χωρίς την καταστροφή μέρους τους απο τις ανύπαρκτες
τότε οικονομικές κρίσεις, με μοναδικό γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες κι όχι την
αναρχία της κερδοθηρίας. Το σοσιαλιστικό μεταβατικό κράτος, αρχίζει αυτόματα να
απονεκρώνεται, ήδη από τη στιγμή της γέννησής του. Προφανώς, η μετάβαση απο
το μαύρο στο άσπρο θα αφήσει εμφανή ίχνη του μαύρου, τα οποία όσο περνά ο
καιρός θα απαλείφονται μέχρι την οριστική εξαφάνισή τους. Γι αυτό η σοσιαλιστική
φάση, είναι γεμάτη αντιφάσεις, που συναντούν σταδιακά τη λύση τους, γιατί ακριβώς
βγαίνει απο τους κόλπους ενός συστήματος που έχει ακόμα βαθειά ριζωμένα
ορισμένα χαρακτηριστικά του, όπως πχ. τον νόμο της αξίας, ή στοιχεία αστικού
δικαίου. Το μεταβατικό κράτος με συνέπεια και συλλογική προσπάθεια, θα εξαλείψει
τα αστικά κατάλοιπα, οδηγώντας έτσι, στην αυτοκατάλυσή του και στο πέρασμα στην
κομμουνιστική, ακρατική, αταξική κοινωνία, οπότε και θα βρει επιτέλους εφαρμογή η
μαρξική αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα
με τις ανάγκες του». Προκειμένου να καταφέρει το σοσιαλιστικό κράτος να
απονεκρωθεί, χρειάζεται η πολιτική εξουσία του προλεταριάτου να μην οργανωθεί
γύρω από έναν άτεγκτο συγκεντρωτικό μηχανισμό, ως μια τυπική μεταφορά του
παλιού αστικού κράτους που στέκει πάνω από την κοινωνία, αλλά να απορρέει απο
την ίδια την κοινωνία. Το εργατικό κράτος δηλαδή, να συγκροτηθεί στα χνάρια της
Παρισινής Κομμούνας, να καταστεί αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε χαρακτηριστικά
«μισοκράτος τύπου Κομμούνα». Σε αυτό, ο εργαζόμενος καθίσταται ο εκφραστής της
νέας πραγματικότητας, ο υπεύθυνος εκπρόσωπος των συνολικών συμφερόντων της
τάξης του, και άρα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού. Το εργατικό συμβούλιο,
γίνεται ο παρασκευαστικός χώρος της αυτοδιαχείρισης, το εργαστήρι της ζύμωσης
της αλληλεγγύης, του συνεργατισμού και της συντροφικότητας, αρχών που θα
διέπουν κάθε πτυχή της συλλογικής ζωής. Αν από την άλλη, το κράτος
παρεκτραπεί σε αυτό που περιγράφηκε προηγουμένως, σε έναν άτεγκτο θεσμικό
μηχανισμό που στα τυπικά του γνωρίσματα δεν θα διαφέρει από τα αντίστοιχα
αστικά, τότε θα είναι απλά αδύνατο για τον υποκειμενικό παράγοντα να στηρίξει με τη
βούλησή του την σοσιαλιστική οικοδόμηση, η οποία θα του είναι ξένη, αναγκαστικά
επιβεβλημένη, φυτεμένη από τα πάνω προς τα κάτω. Διότι σοσιαλισμός σημαίνει
προσωπική εμπλοκή στην κοινή υπόθεση του χτισίματος της νέας κοινωνίας,
συλλογική προσπάθεια, με ταυτόχρονο γκρέμισμα των ανισοτήτων που αντικειμενικά

κληροδοτούνται από το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Όλες οι υπηρεσίες και
οι κλαδοι στον καταμερισμό εργασίας που κρίνονται απαραίτητοι για την εύρυθμη
κοινωνική λειτουργία, περνούν στην εργατική αυτοδιαχείριση, όπως αυτή
πραγματώνεται μέσα από την συντονισμένη διάδραση των επιμέρους κλαδικών
συμβουλίων. Οι ανάγκες που θα ανακύψουν σε εναν κλάδο της παραγωγής, θα
ικανοποιούνται από τους άλλους κλάδους που θα σπεύσουν για την πλήρη κάλυψή
τους. Στην κοινωνική ζωή, οι λαϊκές συνελεύσεις βάσης, θα επεξεργάζονται
συλλογικά τις κοινές τους υποθέσεις, προωθώντας τα αιτήματά τους σε ένα
δευτεροβάθμιο λαϊκό όργανο για τη διευθέτησή τους. Γενικότερα, σε μια γνήσια
εργατική δημοκρατία, όλες οι ζωτικές λειτουργίες του κοινωνικού σώματος θα
βρίσκονται άμεσα στα χέρια των παραγωγών, άμεσα στον ίδιο τον λαό,
αδιαμεσολάβητα και στη βάση της οριζόντιας οργάνωσης.
Κλείνοντας, μια μόνο αδρή μνεία στις τωρινές πολιτικές συγκυρίες και τις
πραγματικές δυνατότητες για την εργατική χειραφέτηση και την κοινωνική
απελευθέρωση.

Στην πολυπολική ιμπεριαλιστική μέγγενη που σφίγγει όλο και εντονότερα το
μεγαλύτερο τμήμα των μαζών σε πλανητική κλίμακα, πιέζοντάς το ασφυκτικά, στην
εποχή των αλλεπάλληλων δομικών οικονομικών κρίσεων που τείνουν να γίνουν η
καπιταλιστική κανονικότητα, στη πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους που
αίρεται πάντοτε με ρυθμίσεις εις βάρος της εργατιάς, σε ακραίες συνθήκες ανέχειας,
τραγικής μείωσης του κόστους διαβίωσης και ραγδαίας αύξησης του εφεδρικού
στρατού (ανέργων), δεν χωράει καμιά αντίρρηση σχετικά με το ώριμο των
αντικειμενικών συνθηκών. Οι εξοντωτικές πολιτικές που επιβάλλονται από τα
παγκόσμια ιμπεριαλιστικά κέντρα και τους οργανισμούς τους (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ), τα
στρατιωτικά σκέλη τους (ΝΑΤΟ) και ο χυδαίος τρομοκρατικός προπαγανδιστικός
ρόλος των συστημικών εφοπλιστοκαναλιών, γιγαντώνουν αναγκαστικά την κοινωνική
-άρα ταξική- πόλωση, κάτι που μεταφράζεται σε ιδιαίτερα ικανές (υπό το πρίσμα της
προοπτικής) επαναστατικές συνθήκες.
Το σύστημα αδυνατεί να ανακόψει την πορεία της κατάρρευσής του, κι αυτό, οι
μεγαλοκαρχαρίες της αγοράς, οι τραπεζίτες και οι αστικές κυβερνήσεις -σε όποια
μορφή κι αν αυτές απαντώνται- το γνωρίζουν καλά. Οι αναλύσεις που ματαιώνουν
την επανάσταση, αναβάλλοντάς την μέχρις ότου «ωριμάσουν οι υποκειμενικές
συνθήκες», καταλήγουν αναπόφευκτα στην αντίδραση και την εγκληματική
παράταση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Ο υποκειμενικός παράγοντας ωριμάζει
επί της ουσίας, όταν πάνω στην εκμετάλλευση που βιώνει εμπειρικά, οι ταξικές
εμπροσθοφυλακές μέσα από άοκνη ιδεολογική αγκιτάτσια και επιμόρφωση, τον

ωθήσουν στη συνειδητοποίηση της ιστορικής αναγκαιότητας για το τρίπτυχο αγώνα-
ρήξη-ανατροπή. Οι διαχρονικοί αγώνες της εργατικής τάξης για να μπορέσουν να

δικαιωθούν, χρειάζονται τη δυναμική επανεκκίνησή τους στον παροντικό χώρο και
χρόνο, δίχως ακαθόριστες αναβολές επ’ αόριστον. Όσο ο προλετάριος περιορίζει το
κινηματικό του εύρος στην εκλογική στήριξη των εργατικών κομμάτων, εξαϋλώνει ένα
σημαντικό μέρος της πηγαίας ενεργητικότητάς του, θεωρώντας πως επιτέλεσε το
ταξικό του καθήκον. Προφανώς, η εκλογική στήριξη της εργατικής πρωτοπορίας και η
ποσοτική αποτύπωσή της στις κάλπες είναι σημαντικότατη, καθώς σφυγμομετρεί τον
εργατικό δυναμισμό. Ωστόσο, η ταξική πάλη και η λύση της, ας μην ξεχνάμε πως δεν
εντοπίζεται ούτε αποκλειστικά, ούτε κυρίως εκεί. Ο εργαζόμενος και ο
φτωχοποιημένος της διπλανής πόρτας, οφείλει να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος
να συγκρουστεί με το κεφάλαιο και το κράτος του, σε όλα τα πεδία, έχοντας σε
εγρήγορση τα ταξικά του φίλτρα και αντανακλαστικά, σε σημείο όπου δεν νοείται
πιθανότητα διάλυσης ή περιστολής τους από το κυρίαρχο σύστημα και τους
μηχανισμούς του.
Ζούμε σε μεταιχμιακή περίοδο και το μεταίχμιο υποδεικνύει πάντα τα όρια
αντοχής του εκάστοτε εκμεταλλευτικού συστήματος. Καιρός να αδράξουμε την
ευκαιρία χωρίς περαιτέρω αναβολές επί ματαίω, και να πετάξουμε τον καπιταλισμό
εκεί όπου ανήκει, στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.

YOU MIGHT ALSO LIKE