Ο Μικρασιατικός πόλεμος και το τέλος του Μικρασιατικού Ελληνισμού

Το Μάιο του 1919 ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στην περιοχή ύστερα από απόφαση Ανώτατου Συμβουλίου Ειρήνης. Τότε στη Σμύρνη ζούσαν: 555 χιλιάδες Έλληνες, 310 χιλιάδες Τούρκοι, 100 χιλιάδες διάφοροι άλλοι. Συμπαγής ελληνισμός υπήρχε και στον Πόντο, αλλά από το 1914 οι Τούρκοι εκτοπίζουν και αναγκάζουν σε φυγή χιλιάδες Πόντιους. Η απόβαση του ελληνικού στρατού προκάλεσε οργή Τούρκων, που οργανώνονται από τον εθνικιστή Κεμάλ Ατατούρκ, που δεν αποδέχεται τις συνθήκες που υπέγραψε ο Σουλτάνος για λογαριασμό της Τουρκίας. Ο κεμαλικός στρατός οργανώνεται, υπογράφοντας διμερείς συνθήκες με Σοβιετική Ένωση, Ιταλία, Γαλλία. Ο ελληνικός στρατός προχωρά πέραν από τη γραμμή που όριζε η απόφαση Ειρήνης. Εντωμεταξύ στην Ελλάδα υπάρχει διχασμός, γίνονται εκλογές που χάνει ο Βενιζέλος, και επανέρχεται στην Ελλάδα ο γερμανόφιλος βασιλιάς Κωνσταντίνος. Οι σύμμαχοι της Αντάντ βρίσκουν αυτό ως πρόσχημα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα στην τύχη της. Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν εξαντληθεί, οπότε τον Αύγουστο του 1922 αντεπιτίθεται ο στρατός του Κεμάλ. Στη Σμύρνη μπαίνει ο στρατός του στις 27 Αυγούστου. Τον ίδιο χρόνο γίνεται η «δίκη των εξ». Έχουμε την ανακωχή των Μουδανιών (11 Οκτωβρίου 1922) και τη συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923).Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ιστορικά το Μικρασιατικό πόλεμο (τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την Έξοδο), πρέπει να κατανοήσουμε τα γενικά πλαίσια στα οποία εντάσσεται, όπως είναι οι συνέπειες του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, ο διεθνής ανταγωνισμός και η διείσδυση στην περιοχή, οι διπλωματικές ζυμώσεις και οι πολιτικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ο Μικρασιατικός πόλεμος με αυτό το πλαίσιο έχει τρεις παράγοντες: το διπλωματικό αγώνα της Αντάντ, την εκστρατεία των Ελλήνων και την αντίσταση των Τούρκων. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ανταγωνίζονται στις αρχές του 20ου αιώνα έντονα να αποκτήσουν αποικίες και να διεισδύσουν οικονομικά σε εξαρτημένες χώρες. Στον ανταγωνισμό αυτό παίρνουν μέρος δύο ομάδες χωρών, αυτές που ήδη είχαν αποικίες και αυτές που τώρα ήθελαν να αποκτήσουν. Δημιουργήθηκαν έτσι οι δύο συνασπισμοί: η Γερμανία και Αυστρουγγαρία από τη μια, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία (η Αντάντ) από την άλλη. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918)η Αντάντ και η Ιταλία παραμερίζουν το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να επωφεληθούν οικονομικά. Στον πόλεμο αυτό, το ανατολικό μέτωπο καταρρέει με την Οκτωβριανή επανάσταση, στο βαλκανικό η Ελλάδα ανήκει στην Αντάντ, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία συντάσσεται με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Όταν η Ελλάδα προσχωρεί στην Αντάντ το 1917, ήδη είχε γίνει, μέσα στο έντονο διπλωματικό παιχνίδι, η προδιαγραφή των σφαιρών επιρροής. Έτσι η Ελλάδα περιμένει το τέλος του πολέμου, για να διατυπώσει διεκδικήσεις. Όλοι πάντως περίμεναν ειρήνευση του κόσμου, όπως διακήρυσσε ο πρόεδρος Ουίλσον των Η.Π.Α. και η ηγεσία της ρωσικής επανάστασης. Με τη νίκη όμως την Αντάντ αρχίζει αδυσώπητος διπλωματικός και οικονομικός σπαραγμός, που ευνοούσε έναν νέο πόλεμο. Η Κοινωνία των Εθνών ήταν αδύναμη. Ειδικότερα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι νικητές είχαν προβλήματα συνεννόησης μεταξύ τους. Το πλούσιο υπέδαφος (πετρέλαιο), η γεωγραφική θέση, η σκιά της Ρωσικής Επανάστασης δυσκόλευαν τα πράγματα. Από την ανακωχή του Μούδρου (17/30 Οκτώβρη 1918) ως τη συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιούλη 1923) έχουμε έντονες ανακατατάξεις. Σε αυτές τις συνθήκες έχουμε τη Μικρασιατική Εκστρατεία (Μάης 1919 – Σεπτέμβρης 1922).


Στην περίοδο αυτή έχουμε μυστικές συμφωνίες, την ανακωχή του Μούδρου, τη συνθήκη των Σεβρών, τις ελληνικές επιχειρήσεις, τις διαβουλεύσεις των συμμάχων για διανομή, συνθήκες του Κεμάλ με Σοβιετική Ένωση, Ιταλία, Γαλλία, αντεπίθεση Κεμάλ (το 1922), ανακωχή Μουδανιών, τις διαπραγματεύσεις για συνθήκη τελικά της Λοζάννης. Όλα αυτά ερμηνεύονται κάτω από το πρίσμα διπλωματικού αγώνα και οικονομικών ανταγωνισμών. Τον Οκτώβρη λοιπόν του 1918 στο Μούδρο υπογράφεται η ανακωχή ανάμεσα στο Σουλτάνο και την Αντάντ, με όρους εξοντωτικούς, όπως δικαιώματα στρατιωτικής κατοχής των Στενών, ελεύθερη διέλευση, γενική αποστράτευση, δικαίωμα Αντάντ να καταλάβει στρατηγικά σημεία, συγκοινωνιακά κέντρα και δημιουργία ανεξάρτητων περιοχών. Μετά την υπογραφή, ο Σουλτάνος ήταν υπό την «προστασία» των νικητών. Όλα αυτά συσπείρωσαν τους Τούρκους που οργανώνουν κίνημα εθνικής αντίστασης.

Οι Άγγλοι, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι καταλαμβάνουν διάφορες περιοχές, χωρίς όμως αφοπλισμό των Τούρκων (ενισχυόταν έτσι το κίνημα αντίστασης). Οι σύμμαχοι κοίταζαν να περιλάβουν στην τελική συνθήκη τις διεκδικήσεις τους. Και ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποβάλλει τον Δεκέμβρη του 1918 σχετικό υπόμνημα, που βασιζόταν στην παρουσία ελληνικών πληθυσμών στις διεκδικούμενες περιοχές, και αναφερόταν στη Βαλκανική, Μικρασία και νησιά: Η Ανατολική Θράκη (χωρίς διεκδίκηση από τη μεριά της Ρωσίας), τα Δωδεκάνησα, η Κύπρος, το Καστελόριζο (που κατείχαν τώρα οι Σύμμαχοι), η Ζώνη της Μικράς Ασίας (που ήταν σαφώς περιοριστική για το τουρκικό κράτος και τη διεκδικούσαν και οι Ιταλοί που είχαν κάνει απόβαση). Τον Απρίλη του 1919 (ενώ απουσιάζουν από το Συμβούλιο των Τεσσάρων οι Ιταλοί) οι τρεις σύμμαχοι αποφασίζουν να στείλουν την Ελλάδα να καταλάβει στρατιωτικά την περιοχή της Σμύρνης, για να πιέσουν την Τουρκία και να αναχαιτίσουν τους Ιταλούς.
Έτσι γίνεται η ελληνική απόβαση στις 2/15 Μάη 1919. Οι Έλληνες της περιοχής τους δέχονται ως απελευθερωτές. Οι Τούρκοι από την πρώτη στιγμή αντιδρούν, πράγμα που ενισχύουν και οι Ιταλοί. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και άλλοι πληθυσμοί που ζούσαν στην καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία ήθελαν να επωφεληθούν, κυρίως οι Πόντιοι και οι Αρμένιοι, που το 1918 εκδήλωσαν αυτή τη πρόθεσή τους. Προτάθηκαν πολλές λύσεις. Τελικά το 1920 προκρίθηκε η λύση της Ποντοαρμενικής ομοσπονδίας, πράγμα που αναγνώρισε και η συνθήκη των Σεβρών. Σε λίγο όμως οι Αρμένιοι ηττώνται, ενώ οι Πόντιοι έμειναν στο έλεος των Τούρκων. Με τη συνθήκη στο Alexandropol του 1920 η κεμαλική Τουρκία και η Σοβιετική Ένωση έλυσαν το αρμενικό με τη διανομή ανάμεσά τους των εδαφών.
Η Κεμαλική Τουρκία και η Σοβιετική Ένωση συνεργάζονται από τον Απρίλη του 1920, γιατί συμφωνούν στην αντιμετώπιση των δυτικών ως εισβολέων αποικιοκρατών. Συνεργάζονται, ενώ το 1921 (το Μάρτη) υπογράφουν και σύμφωνο φιλίας, που θορύβησε τους δυτικούς, γιατί φοβούνται εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης. Ο κύριος όγκος του πληθυσμού της Τουρκίας ήταν τουρκικός. Βλέπουν όμως τη διάλυσή της και αγωνίζονται με το σύνθημα «Η Τουρκία στους Τούρκους». Αυτό συνεπάγεται απομάκρυνση των ξένων, αναγνώριση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και την απαλλαγή της Τουρκίας από τις δρομολογήσεις.
Εκφραστής της νέας ιδεολογίας είναι ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Η ανακωχή του Μούδρου και η εισβολή των ξένων αφυπνίζουν τις μάζες και οδηγούν στη δημιουργία εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος με ένοπλα τμήματα λιποτακτών του σουλτανικού στρατού και άλλων. Αντιδρούν στην εφαρμογή της ανακωχής και ο Κεμάλ αναπτύσσει πολιτική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη. Οι αρχές τον στέλνουν Επιθεωρητή στις ανατολικές επαρχίες, όπου οργανώνει την αντίσταση.

Έτσι ο Κεμάλ από το Μάη του 1919 διαμορφώνει το σχέδιό του: εθνική συνοχή και ανοχή απέναντι στο σουλτάνο, πόλεμο φθοράς των ξένων, υποχώρηση προσωρινή απέναντι στους Έλληνες, συμμαχίες με ξένα κράτη και εκμετάλλευση των αντιθέσεών τους. Στα 1919 έχουμε σημαντικά βήματα προς αυτές τις κατευθύνσεις 23 Ιουλίου – 7 Αυγούστου συνέδριο Ερζερούμ (για εθνική ενότητα και ανεξαρτησία, παραμερισμό του σουλτάνου), α΄ δεκαήμερο Σεπτεμβρίου Συνέδριο Σεβάστειας, για προάσπιση εθνικής υπόστασης. Έτσι δημιουργείται διαρχία: στην Κωνσταντινούπολη ο Σουλτάνος που αναγνώριζαν οι Σύμμαχοι, στην Ανατολία ο Κεμάλ που αναγνώριζε ο λαός. Ο Σουλτάνος αναγκάζεται να προκηρύξει εκλογές, όπου θριαμβεύουν οι εθνικιστές και διακηρύσσονται θέσεις όμοιες με Ερζερούμ και Σεβάστειας. Ο Κεμάλ ως θριαμβευτής εγκαθίσταται στην Άγκυρα και οργανώνει εθνικό λαϊκό στρατό.


Οι Άγγλοι στις 3/16 Μάρτη 1920 καταλαμβάνουν την Πόλη και διαλύουν το Κοινοβούλιο, αυτό όμως συσπειρώνει τους Τούρκους, που προχωρούν τέλη Μαρτίου σε Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, όπου δημιουργείται μια επαναστατική εξουσία, που όπως ήταν φυσικό αμφισβήτησε τη συνθήκη των Σεβρών που σε λίγους μήνες (Αύγουστος 1920) υπογράφεται από τη σκιώδη κυβέρνηση του Σουλτάνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη στιγμή που υπογράφηκε η συνθήκη οι μεγάλες δυνάμεις επιδίωκαν την αναθεώρησή της. Από οθωμανική πλευρά, η συνθήκη σήμαινε διάλυση και διαμελισμό της Τουρκίας. Από ελληνική πλευρά, η συνθήκη συμβατικά θεωρήθηκε η μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία, γιατί η Ελλάδα έπαιρνε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και Τένεδο, την περιοχή Σμύρνης (όταν μετά 5 χρόνια γινόταν δημοψήφισμα), τα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου. Από την ευρωπαϊκή πλευρά, η συνθήκη των Σεβρών ήταν θρίαμβος του αποικιακού ή νεοαποικιακού πνεύματος, γιατί: υπήρχε ελεύθερη ναυσιπλοΐα και αεροπλοΐα στα Στενά, Διεθνής Έλεγχος, σφαίρες επιρροής, νέα κράτη υπό την κηδεμονία Ευρωπαίων, διομολογήσεις, γενικότερος έλεγχος περιοχής. Τα εκκρεμή θέματα (Αρμενία, Πόντος, Κουρδιστάν) θα ήταν αφορμές για εμπλοκές και διαιτησίες, άρα για παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Οι Τούρκοι, λοιπόν, του Κεμάλ αρνήθηκαν τη συνθήκη, οι Ευρωπαίοι ήθελαν την αναθεώρησή της, ενώ οι Έλληνες πρέπει να αγωνιστούν για να την επιβάλλουν. Αυτά συμπίπτουν και με την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές.
Η περίοδος είναι κρίσιμη και δραματική. Ο Βενιζέλος μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών δέχεται δολοφονική απόπειρα, ενώ στην Αθήνα δολοφονείται ο Ίωνας Δραγούμης. Ο διχασμός έχει προχωρήσει. Γυρίζει ο Βενιζέλος και μαζί με τη συνθήκη, προτείνει εκλογές. Πεθαίνει ο βασιλιάς Αλέξανδρος και οι εκλογές γίνονται με αντιβασιλέα τον Π. Κουντουριώτη (1 Νοέμβρη 1920), έχοντας πολιτειακό χαρακτήρα. Η Ηνωμένη Αντιπολίτευση ταυτίστηκε με τους βασιλόφρονες, ενώ οι Βενιζελικοί θεωρήθηκαν αντιβασιλικοί.. Λόγω του πολέμου και της πολεμικής κατάστασης της χώρας για ένατο χρόνο και εξαιτίας αυθαιρεσιών κατώτερων στελεχών της βενιζελικής παράταξης, με σύνθημα τον τερματισμό του πολέμου η Αντιπολίτευση κερδίζει (λόγω και του εκλογικού νόμου). Αντί όμως η νέα Κυβέρνηση να σταματήσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία τη συνεχίζει. Με δημοψήφισμα γυρίζει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (22 Νοέμβρη 1920). Με το πρόσχημα αυτό εγκαταλείπουν οι σύμμαχοι μόνη την Ελλάδα στη Μικρασία, παρά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης. Οι Σύμμαχοι αντίθετα κοιτάζουν τα δικά τους συμφέροντα, το Φεβρουάριο του 1921 αναγνωρίζουν de facto το κίνημα του Κεμάλ και παράλληλα επιθυμούν να συνεχίσει η Ελλάδα την εκστρατεία, για να φθείρονται οι δύο «σύνοικοι» λαοί, ώστε οι ίδιοι να παίξουν το ρόλο του διαιτητή για δικό τους κέρδος.

Η υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών αποδυνάμωνε το Σουλτάνο και ενίσχυε τον Κεμάλ στα μάτια του τουρκικού λαού. Αυτό φαίνεται και από τα διάφορα σύμφωνα που υπογράφει ο Κεμάλ, στις αρχές του 1921 με τη Σοβιετική Ένωση, λίγες μέρες μετά το Μάρτη του 1921 με Γαλλία και Ιταλία, τον Οκτώβρη σύμφωνο οικονομικής συνεργασίας με Γαλλία. Έτσι ο Κεμάλ εφαρμόζει την ενεργητική ουδετεροφιλία (φιλία και με τις δύο πλευρές), πράγμα του επιτρέπει πια απερίσπαστα να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Ήδη από το καλοκαίρι του 1921 τα γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα αποσύρθηκαν, αφήνοντας στον Κεμάλ το υλικό τους και ανοιχτά λιμάνια του νότου για ανεφοδιασμό. Ας  παρακολουθήσουμε τώρα την πορεία του Μικρασιατικού μετώπου.
Από το Μάη του 1919 που αποβιβάστηκαν οι Έλληνες στη Σμύρνη αντιμετώπισαν δυσκολίες: συμπλοκές, κακοποιήσεις, ανταρτοπόλεμο. Επιπλέον καταστάσεις που δημιουργούσαν ένταση στις σχέσεις Ελλήνων-Τούρκων. Πολλά έκτροπα ίσως ήταν σκηνοθετημένα, για να δυναμιτίσουν τις σχέσεις αυτές. Ο Βενιζέλος συνιστούσε ψυχραιμία και ο Ύπατος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης ενεργούσε έτσι, όντας οπαδός της θεωρίας της ελληνοτουρκικής συνύπαρξης, ώστε να προστατεύει τους Τούρκους από τους αιώνια πιεσμένους Έλληνες. Ο ελληνικός στρατός για να καταλάβει την περιοχή που παραχωρήθηκε ή για να αντιμετωπίσει προκλήσεις τούρκικων ανταρτικών ομάδων, προχωρεί στο εσωτερικό της χώρας, σε βάθος μερικών χιλιομέτρων με την άδεια των συμμάχων.
Το Μάη του 1920 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Ανατολική Θράκη με συμμαχική έγκριση, τον επόμενο μήνα γίνεται απόβαση στην Αρτάκη και Πάνορμο της Προποντίδας, και κυριεύεται η Προύσα. Έτσι όταν υπογράφεται η συνθήκη των Σεβρών, που δεν αναγνωρίζει ο Κεμάλ, οι Έλληνες βρίσκονται πολύ πιο ανατολικά από ότι όριζε η συνθήκη. Το πολιτικό δίλημμα που δημιουργείται τότε είναι, άμυνα στη γραμμή της συνθήκης ή προέλαση στο εσωτερικό; Οι Άγγλοι ήθελαν μπλεγμένη και την Ελλάδα και τον Κεμάλ ταπεινωμένο. Ακόμη η γραμμή αυτή των Ελλήνων προστάτευε και τους Άγγλους που ήταν στο Τσανάκαλε. Το δίλημμα ήταν και στρατιωτικό, γιατί η άμυνα είναι φθαρτική για το ηθικό του στρατού, ενώ ο αντίπαλος (Κεμάλ) έχει την πρωτοβουλία. Στην Ελλάδα μετά τις εκλογές του 1920 υπάρχουν πολλά προβλήματα, πολιτικά, στρατιωτικά, διπλωματικά, οικονομικά. Το επιτελείο αποφασίζει προέλαση προς τα ανατολικά (παρά τις συστάσεις της Αγγλίας), αρχές Ιουλίου 1921 ο στρατός μας είναι στην Κιουτάχεια. Προτού περικυκλώσει τον τούρκικο στρατό, ο Κεμάλ αποσύρεται στο εσωτερικό. Στην Κιουτάχεια αποφασίζεται προέλαση, παρά τις δυσχέρειες και τις αντίθετες απόψεις. Έτσι φτάνουμε στο Σαγγάριο με μύρια βάσανα. Για ένα περίπου χρόνο η γραμμή έμεινε αμετακίνητη, κατέχοντας ζώνη 100.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενώ οι σύμμαχοι αδρανούσαν και στην Ελλάδα τα οικονομικά επιδεινώνονταν.

Στα τέλη του 1921 υπογράφηκε ευρύ γαλλοκεμαλικό σύμφωνο που θορύβησε τους Βρετανούς. Ταυτόχρονα έχουμε συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στον Κεμάλ και τρεις σοβιετικές δημοκρατίες Καυκάσου. Αυτές οι διπλωματικές, στρατιωτικές και οικονομικές εξελίξεις θορύβησαν την εξαρτημένη από την Αγγλία ελληνική κυβέρνηση. Πολλοί διατύπωναν ανησυχίες, αλλά μόνο ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και οι συνεργάτες του δημοσιεύοντας το Φεβρουάριο του 1922 το Δημοκρατικό Μανιφέστο καταδίκαζαν τις πολιτικές και άλλες εξελίξεις. (Για το κείμενο αυτό δικάζεται και φυλακίζεται). Οι Σύμμαχοι το Μάρτη του 1922 προτείνουν στην Ελλάδα να αποσυρθεί από τη Μικρασία, οι Έλληνες το δέχονται όμως οι κεμαλικοί όχι. Οι Έλληνες προτείνουν να καταλάβουν για αντιπερισπασμό την Πόλη με το στρατό της Θράκης. Οι Άγγλοι το απορρίπτουν, οι Έλληνες όμως ήδη είχαν μεταφέρει στη Θράκη στρατιωτική δύναμη. Εναλλακτική λύση ήταν η αυτονόμηση της περιοχής της Σμύρνης. Ήταν όμως αργά το – καλοκαίρι του 1922 – για κάτι τέτοιο. Ο ελληνικός στρατός ήταν μειωμένος ενώ ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης δεν είχε πρόσφατη πολεμική πείρα. Η επίθεση εκδηλώνεται στις 13 Αυγούστου. Οι Έλληνες δεν είχαν σχέδιο σύμπτυξης, έτσι η γραμμή μετώπου διασπάστηκε και άρχισε υποχώρηση και φυγή προς την Προποντίδα και τις δυτικές ακτές. Άλλες μονάδες φεύγουν, άλλες αιχμαλωτίζονται. Οι Άγγλοι είναι απλοί, μακρινοί θεατές. Στις 27 Αυγούστου οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη. Τέλη Αυγούστου – μετά τον εμπρησμό – η Σμύρνη δεν υπάρχει πια. Οι τελευταίες ελληνικές δυνάμεις φεύγουν για το Τσεσμέ και τη Χίο. Η μεγαλύτερη τραγωδία είναι για τους αμάχους, οι πράξεις βίας είναι απερίγραπτες, οι επίσημοι σύμμαχοι μένουν πάλι ασυγκίνητοι. (Ανάμεσα στα θύματα αναφέρουμε το Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο). Η κατάρρευση του μετώπου επηρέασε άμεσα και την εσωτερική πολιτική ζωή της Ελλάδας. Οι Άγγλοι από το Τσανάκαλε νιώθουν την πίεση του κεμαλικού στρατού και προωθούν ανακωχή, που υπογράφεται στα Μουδανιά στις 28.9.1922 χωρίς την παρουσία των Ελλήνων. Οι σύμμαχοι εξασφάλιζαν τον έλεγχο των Στενών, οι Έλληνες αποχωρούσαν από Μικρασία και Ανατολική Θράκη. Η επαναστατική κυβέρνηση στην Ελλάδα τελικά αναγκάστηκε να δεχτεί την αποχώρηση, παρόλο που η κατοχή της Ανατολικής Θράκης ήταν αδιαμφισβήτητη. Στις 12/25 Νοέμβρη 1922, μετά την αποχώρηση στρατού και 250.000 αμάχων, διαβιβάζεται η εξουσία Ανατολικής Θράκης μέσω Συμμάχων στους Τούρκους. Στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση, οι μοναρχικοί σκέφτονται το θρόνο, ενώ το αντιμοναρχικό κίνημα δυνάμωνε. Οι μοναρχικοί θέλουν τον Αύγουστο του 1922 να εγκαθιδρύσουν δικτατορία υπό τον Ι. Μεταξά, οι πολεμιστές όμως αντιδρούν: οι Ν. Πλαστήρας, Στ. Γονατάς και Δ. Φωκάς συγκροτούν επαναστατική τριανδρία που τελικά το Σεπτέμβρη αναγκάζει την αποχώρηση του Κωνσταντίνου και την παραχώρηση του θρόνου στο Γεώργιο.

Η επαναστατική επιτροπή αντιμετωπίζει τα επείγοντα προβλήματα της χώρας, ενώ ο Βενιζέλος αναλαμβάνει το διπλωματικό μέρος. Κρίθηκε αναγκαία και σκόπιμη η παραπομπή των υπαίτιων σε δίκη, που έμεινε στην ιστορία ως «δίκη των εξ», που καταδικάστηκαν σε θάνατο (εκτέλεση στο Γουδί 15.11.1922 των Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Θεοτόκη, Γ. Χατζηανέστη). Η δίκη και εκτέλεση έγινε πρόσχημα για μελλοντικές αντιδικίες. Το βασικό πρόβλημα είναι αν ήταν βάσιμο ή όχι το κατηγορητήριο. Η ουσία ήταν πως είχαμε μια τραγωδία και έπρεπε να υπάρχει «κάθαρση» και εξιλαστήρια θύματα για να ηρεμήσει η κοινή γνώμη. Στο μεταξύ οι Σύμμαχοι πασχίζουν να συνάψουν συνθήκη σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Οι Η.Π.Α. δε διεκδικούσαν τίποτε, ήθελαν όμως να λάβουν υπόψη τα συμφέροντά τους. Η Αντάντ δεν επιθυμεί την παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης, παρά μόνο στη συζήτηση των Στενών. Όλες οι συζητήσεις κράτησαν από το Νοέμβρη του 1922 έως τον Ιούλιο του 1923, με θέματα τα Στενά, τα πετρέλαια της Μοσούλης, την κατάργηση των διομολογήσεων. Η συνθήκη υπογράφεται στις 24 Ιουλίου 1923 στη Λωζάννη με δικαίωση των Τούρκων, τον έλεγχο της περιοχής από την Αντάντ, με ανταλλαγή πληθυσμών.

Ο οραματιστής της Μεγάλης Ιδέας Ελευθέριος Βενιζέλος διαπραγματεύεται στη Λωζάννη τον ακρωτηριασμό της. Όσον αφορά την Ελλάδα προβλέπεται: Ανατολική Θράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Στενά δίνονται στους Τούρκους, τα Δωδεκάνησα παραχωρούνται στην Ιταλία, η Κύπρος παραχωρείται οριστικά στην Αγγλία, τα Στενά αποστρατικοποιούνται και διεθνοποιούνται. Με χωριστή ελληνοτουρκική σύμβαση γίνεται ανταλλαγή πληθυσμών, ενώ είναι εκκρεμές το θέμα ανταλλαγής περιουσιών. Άλλοι όροι της συνθήκης της Λωζάννης βελτιώνουν σύνορα Τουρκίας-Συρίας, αναγνωρίζουν τη συνθήκη Alexandropol, αποσιωπούνται όμως οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι, καταργούνται διομολογήσεις, το ζήτημα της Μοσούλης λύνεται υπέρ των Άγγλων(1926).
Με την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα, πυκνώνεται ο ελληνικός πληθυσμός, και μακροχρόνια τονώνεται η οικονομία και ο πολιτισμός. Παράλληλα δημιουργείται το κοινωνικό πρόβλημα της προσφυγιάς και συρρικνώνεται ο Ελληνισμός. Ας σταθούμε για λίγο στο χαρακτήρα του Μικρασιατικού πολέμου: δεν ήταν ελληνοτουρκικός, μα πόλεμος των δυνάμεων της Αντάντ, ήταν κυρίως οικονομική επιχείρηση και διπλωματική μάχη, ήταν εθνικός για τους Έλληνες και Τούρκους, αποικιακός ή νεοαποικιακός για τους συμμάχους, ζημίωσε τους Έλληνες και τους Τούρκους, εξυπηρετώντας αδάπανα άλλους. Για να κατανοήσουμε το Μικρασιατικό Πόλεμο απαραίτητα πρέπει να μελετήσουμε τα θέματα οικονομικών ανταγωνισμών, τον εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα της κεμαλικής επανάστασης, τις τύχες των μειονοτήτων. Για την Ελλάδα οι «Χαμένες πατρίδες» σημαίνουν τραγωδία και νοσταλγία.

Πόσο φρούδη ήταν η ελπίδα επιστροφής για 1.300.000 Έλληνες που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους. Ενίσχυσαν, βέβαια, εθνολογικά την Ελλάδα, συνέβαλαν στην γεωργική οικονομία, στη βιομηχανική ανάπτυξη, στη διάδοση προοδευτικών ιδεών και στο συνδικαλισμό, στο εργατικό κίνημα, γιατί οι πρόσφυγες ήταν φιλελεύθεροι και αντιμοναρχικοί. Όμως το ερώτημα είναι: ήταν αναπόφευκτη η τραγωδία;

Ποιος φταίει; Ο Βενιζέλος; Ήταν ρεαλιστής, ήθελε τη συνύπαρξη, γιατί αυτό εξυπηρετούσε την αστική τάξη. Όσο για τις εκλογές του 1920, ήταν υποχρεωμένος συνταγματικά και ηθικά να τις πραγματοποιήσει. Φταίνε οι αντίπαλοι του Βενιζέλου; που συνέχισαν τον πόλεμο και με την επαναφορά του βασιλιά έδωσαν πρόσχημα αποδέσμευσης των συμμάχων, που δεν εκμεταλλεύτηκαν διπλωματικά έντιμη απαγκίστρωση. Φταίνε οι σύμμαχοι; Τώρα εντοπίζεται, τότε όμως ήταν ορατό; Φταίνε οι Μπολσεβίκοι; Δεν είχαν λόγους να ευνοούν Έλληνες, που το 1919 πήραν μέρος στην Ουκρανική Εκστρατεία. Φταίνε οι Έλληνες κομμουνιστές; Μα η επιρροή τους ήταν πολύ περιορισμένη. Μάλλον όλα αυτά είναι συναίτια προς ένα αποτέλεσμα.

Το πρώτο αίτιο φαίνεται ότι είναι η αναδιανομή συμφερόντων στην περιοχή. Οι Έλληνες με λάθη και παραλείψεις και ο Κεμάλ με ουδετεροφιλία, που σημαίνει ενεργητική εκμετάλλευση αντίθεσης των μεγάλων δυνάμεων, οδήγησαν τους συμμάχους στη δυνατότητα να μας «αξιοποιήσουν». Η κρίση 1918-1923 ήταν αναγκαία ιστορικά, η Μικρασιατική όμως καταστροφή ήταν ζήτημα ανθρώπινων χειρισμών.

Κλείνοντας, αναφέραμε ότι (σχετικά γρήγορα) υπογράφεται ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας στα 1930 για ρύθμιση οικονομικών διαφορών, αμοιβαίο περιορισμό ναυτικών εξοπλισμών, ελεύθερη επικοινωνία υπηκόων δύο χωρών και αύξηση ανταλλαγών εμπορικών. Και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν απόλυτα τη συνθήκη της Λωζάννης (1923). Η σύναψη συμφώνου φιλίας και η ρύθμιση οικονομικών θεμάτων ήταν σύμφωνα με το διεθνές κλίμα εκείνης της εποχής.

 

Βιβλιογραφία

Πέτρος Μεχτίδης, Η Μικρασιατική Εκστρατεία, εκδ. Μαλλιαρης, Μάιος 2020

Ένθετο του Συλλόγου Μικρασιατών Νομού Ξάνθης <<Αλησμόνητες Πατρίδες>>

Το Χρονικό του 20ου αιώνα, εκδόσεις ΔΟΜΙΚΗ

YOU MIGHT ALSO LIKE