»Μάρλον Μπράντο: Ο νονός της έβδομης τέχνης» – Του Οδυσσέα Σουρίλα

Ο Marlon Brando Jr., ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και επιδραστικούς ηθοποιούς που έχουν περάσει από τον χώρο του κινηματογράφου, γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1924 στην πόλη Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα. Ο πατέρας του, Marlon Brando Sr., δεν τον αγάπησε ποτέ πραγματικά και του έλεγε πως δε θα καταφέρει τίποτα στη ζωή του. Η μητέρα του,  Dorothy Julia, ήταν και αυτή ηθοποιός, και  έπασχε από αλκοολισμό. Η παιδική του ζωή ήταν αρκετά δύσκολη και συχνά πυκνά η οικογένεια μετακόμιζε. Ο ίδιος μια ταραχώδης προσωπικότητα από τα νεανικά του χρόνια αποβλήθηκε και από το σχολείο που φοιτούσε επειδή οδηγούσε μηχανή μέσα στους χώρους του σχολείου, αλλά και από την Στρατιωτική Ακαδημία στην οποία τον έστειλαν.

Το καταφύγιο που βρήκε τελικά για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στα προβλήματά, τον πόνο και τη λύπη του ήταν η ηθοποιία. Στο χώρο αυτό ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του επιθυμητός,  χαρούμενος και κανείς δεν τον κριτίκαρε για όσα έκανε. Γι’ αυτό το λόγο αποφάσισε να πάει στην Νέα Υόρκη και να σπουδάσει. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του γνώρισε δυο ανθρώπους που θα επιδρούσαν καθοριστικά στην διαμόρφωση του: την Stella Adler και τον Elia Kazan. Η  Stella  Adler ήταν  η δασκάλα  του στο Actor’s Studio, της σχολής που διηύθυνε ο Lee Strasberg, τον οποίο ο Brando σιχαινόταν και θεωρούσε ψεύτη και εκμεταλλευτή, η οποία του δίδαξε την  «Μέθοδο» (ο ηθοποιός γίνεται ένα με το ρόλο του, δρα ρεαλιστικά),  η οποία βασιζόταν στην Μέθοδο υποκριτικής Στανισλόβσκι. Αν και θεωρούταν ο βασικός εκπρόσωπος της τεχνικής αυτής, ο ίδιος διαφωνούσε γιατί ένιωθε αηδιασμένος από τα μαθήματα του Lee Strasberg και ότι ήθελε να παίρνει αυτός τα εύσημα για όσα κατόρθωναν οι ηθοποιοί που έβγαιναν από το Studio.

Από το 1945 έως το 1947 έκανε τα πρώτα του βήματα σε διάφορες θεατρικές παραγωγές. Το θεατρικό που έκανε τον κόσμο να παρατηρήσει το ταλέντο του Marlon ήταν το «A Streetcar Named Desire» του Tennessee Williams σε σκηνοθεσία του Elia Kazan. Ο Brando ενσάρκωσε τον ρόλο του Stanley Kowalski. Την περσόνα του Kowalski την είχε βασίσει σε αυτή του boxer Rocky Graziano, τον οποίο είχε γνωρίσει στο γυμναστήριο.  Η πρώτη του εμφάνιση στην οθόνη του κινηματογράφου έγινε στην ταινία «The Men» το 1950, στην οποία υποδυόταν έναν παραπληγικό βετεράνο του πολέμου. Για να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα και να προετοιμαστεί για το ρόλο του πέρασε ένα μήνα σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Η ηθοποιία του ήταν εξωπραγματική για την εποχή. Κατάφερε να δώσει άλλη διάσταση με την φυσικότητα που έπαιζε τον ρόλο του και οι κριτικές ήταν πολύ θετικές.

Το μεγάλο ξεπέταγμα που τον καθιέρωσε σαν ένα από τα σύμβολα της Έβδομης Τέχνης ήταν ο ρόλος του Stanley Kowalski στην κινηματογραφική μεταφορά του «A Streetcar Named Desire» σε σκηνοθεσία του Kazan το 1951. Με αυτό το ρόλο εισήγαγε για τα καλά την «Μέθοδο» στον κινηματογράφο. Ο Kowalski ήταν ένας νέος γεμάτος ζωή, επαναστάτης, σαν ροκ χαρακτήρας με άσχημους τρόπους, που γύρναγε με ένα σκισμένο φανελάκι. Για τον ρόλο έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερου Ανδρικού Ρόλου. Το οποίο δεν κέρδισε όμως. Την επόμενη χρονιά υποδύθηκε τον Emiliano Zapata, τον Μεξικάνο επαναστάτη, στην ταινία «Viva Zapata!» (1952) σε σκηνοθεσία του Kazan. Sτο πλευρό του συμπρωταγωνιστούσε επίσης,  ο Anthony Quinn. Για να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα το ρόλο πήγε πριν αρχίσουν τα γυρίσματα στην πόλη όπου γεννήθηκε ο Zapata και εκεί έμαθε τη γλώσσα, τις συνήθειες και τα έθιμα των ανθρώπων της περιοχής. Για την ερμηνεία του αυτή είχε τη δεύτερη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, χωρίς να το κερδίσει.

Την επόμενη χρονιά υποδύθηκε τον Μάρκο Αντώνιο στην ταινία «Julius Caesar» σε σκηνοθεσία του Joseph Mankiewicz. Για την ερμηνεία του έλαβε την τρίτη συνεχόμενη υποψηφιότητα για Όσκαρ χωρίς να κερδίσει και αυτή τη φορά. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της εν λόγω ταινίας πληροφορήθηκε πως ο Kazan κατέδωσε ονόματα στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων (House on Un- American Activities Committee HUAC) πράγμα που τον θορύβησε, αλλά μαζί του γύρισε ακόμα μια τελευταία ταινία. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε και στο «The Wild One». H ταινία αυτή θεωρήθηκε βίαια για την εποχή εκείνη, αλλά ο τρόπος που έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο επηρέασε ανερχόμενους αστέρες όπως ο James Dean και ο Elvis Presley.

Το 1954 ο Brando πιο έτοιμος από ποτέ πρωταγωνίστησε στην ταινία του Elia Kazan «On the Waterfront». H ταινία αυτή ήταν ένα αστυνομικό δράμα που αναφέρεται στο οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά στο χώρο των λιμενεργατών. Εξαιτίας της κατάθεσης του Kazan στην Επιτροπή, ο Brando αρχικά δεν αποδέχτηκε τον ρόλο, ο οποίος παραλίγο να καταλήξει στον Frank Sinatra. Ο παραγωγός της ταινίας τελικά τον έπεισε να πάρει τον ρόλο. Ο Brando ενσάρκωσε έναν απογοητευμένο Ιρλανδο- Αμερικάνο λιμενεργάτη που όλα του τα όνειρα έχουν χαθεί. Η ταινία ήταν μια εμπορική επιτυχία, ενώ ο Brando κέρδισε το 1955 το Όσκαρ Καλύτερου Ηθοποιού.

Την υπόλοιπη δεκαετία συνέχισε να ‘χει επιτυχίες με τις ταινίες του. Παράλληλα  δοκίμασε και τις δυνατότητές του στο μιούζικαλ χωρίς μεγάλη επιτυχία, ενώ οι σχέσεις του με τον συμπρωταγωνιστή του Frank Sinatra ήταν τεταμένες. Το 1957 επέστρεψε δυναμικά με την ταινία «Sayonara» η οποία το χάρισε την τέταρτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, χωρίς να το κερδίσει. Το 1958 εμφανίστηκε στο «The Young Lions», όπου υποδυόταν έναν Ναζί, ενώ το 1960 πρωταγωνίστησε σε ένα άλλο έργο του Tennessee Williams, το «The Fugitive Kind» το οποίο δεν ήταν μεγάλη επιτυχία.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 ο Brando δεν γνώρισε καμία επιτυχία και κατηγορήθηκε από τους κριτικούς πως έπαιρνε τους ρόλους απλά για να βγάζει χρήματα ή ότι διάλεγε ρόλους που δεν ανταποκρίνονταν στο ταλέντο του. Ο ίδιος παραδέχτηκε πως έκανε πολλές ταινίες για τα χρήματα, ενώ κάποιες τις έκανε για να κάνει τη χάρη σε φίλους του σκηνοθέτες. Eπίσης, την ίδια δεκαετία και πιο συγκεκριμένα το 1961 σκηνοθέτησε την πρώτη και μοναδική ταινία του το «OneEyed Jacks». Αρχικά, την σκηνοθεσία την είχε αναλάβει ο Kubrick, αλλά απολύθηκε στα πρώτα στάδια της παραγωγής. Ο Brando προσπάθησε να εφαρμόσει την μέθοδο που χρησιμοποιούσε ως ηθοποιός και στην σκηνοθεσία, αλλά δεν τα κατάφερε. Η ταινία πέρα από το μεγάλο budget που ξοδεύτηκε για τα γυρίσματά της, ήταν μια εμπορική αποτυχία και δημιουργήθηκε πρόβλημα με την Paramount που παραλίγο να του στοιχίσει. 

Στις αρχές της δεκαετίας των ’70ς  θεωρούνταν ένας μη εμπορικός ηθοποιός, οι κριτικές ήταν πολύ σκληρές μαζί του και είχε να κάνει επιτυχία στο Box Office πάνω από μία δεκαετία. Όλα έδειχναν πως το μέλλον του Brando στον χώρο του κινηματογράφου ήταν προδιαγεγραμμένο και έφτανε προς το τέλος. Η μεγάλη επιστροφή και η εκ νέου εκτίναξη της καριέρας του έγινε με τον ρόλο του ως Vito Corleone στην ταινία του Francis Ford Coppola «The Godfather» (1972). Η επιλογή του για τον ρόλο αυτό  πέρασε από δεκάδες σκοπέλους, ενώ οι παραγωγοί και η εταιρία διανομής της ταινίας Paramount ήξεραν το δύσκολο χαρακτήρα του ηθοποιού και δεν τον ήθελαν και για τον λόγο ότι ο Brando είχε ξοδέψει πολλά χρήματα της εταιρίας για την ταινία που σκηνοθέτησε. Τελικά, ο πρόεδρος της εταιρίας αποφάσισε να του δώσει το ρόλο με την προϋπόθεση ότι θα πλήρωνε ο Brando για όποια καθυστέρηση γινόταν στο film εξαιτίας της συμπεριφοράς του και να περάσει από δοκιμαστικό. Και ο ίδιος  ο Coppola όμως είχε κάποιες ανησυχίες γιατί θεωρούσε πως ο Brando ήταν πολύ νέος για το ρόλο, ενώ και ο ηθοποιός είχε κάποιες αμφιβολίες επειδή πρώτη φορά θα έκανε ένα Ιταλο- Αμερικάνο χαρακτήρα.

Τα εμπόδια που παρουσιάστηκαν, ξεπεράστηκαν εν τέλει. Ο Brando λειτούργησε υποδειγματικά και αποτέλεσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για τους πολλούς και νεαρούς ηθοποιούς που έπαιζαν στην ταινία. Μάλιστα ο Brando έπεισε τον Coppola να κρατήσει στην ταινία τον Al Pacino που ήθελαν να τον διώξουν από την παραγωγή της ταινίας. Τελικά, ο ρόλος του Vito Corleone έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στην καριέρα του Brando. Ήταν υποψήφιος και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Αντρικής Ερμηνείας, το οποίο όμως δεν παρέλαβε ο ίδιος. Αντ’ αυτού πήγε να παραλάβει το αγαλματίδιο η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των  Αμερικάνων ιθαγενών Sacheen Littlefeather. Αυτή παρουσιάστηκε στην τελετή ντυμένη με τα ρούχα των Απάτσι, διαβάζοντας το μήνυμα του Brando και τους λόγους της αποχής του, οι οποίοι ήταν η διαφωνία του με την παρουσίαση και την συμπεριφορά που επιδείκνυαν ο κινηματογράφος και η τηλεόραση στους ιθαγενείς της Αμερικής που τους παρουσίαζαν ως καρικατούρες.

Η επόμενή του ταινία ήταν το «Last Tango in Paris» (1972) του Bernardo Bertolucci. Ήταν ακόμα μια εξαιρετική ερμηνεία του Brando, η οποία όμως υπερκεράστηκε από το σεξουαλικό περιεχόμενο πολλών σκηνών και σε πολλές χώρες οι σκηνές αυτές δεν παρουσιάστηκαν παρά μόνο μερικά χρόνια αργότερα. Η σκηνή του βιασμού, η πιο διάσημη σκηνή της ταινίας,  γυρίστηκε μετά από συνεννόηση του σκηνοθέτη με τον Brando, χωρίς να το ξέρει η συμπρωταγωνίστριά του Maria Schneider. Επίσης, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας ο  Brando δεν μάθαινε τα λόγια του, αλλά τα έγραφε σε κάρτες που τις είχε σε διάφορα μέρη μέσα στη σκηνή για να τα βλέπει. Για την ερμηνεία του στην ταινία ο Brando ήταν ξανά υποψήφιος για Όσκαρ, αλλά δεν κέρδισε.

Τα επόμενα χρόνια γύρισε αρκετές ταινίες με πιο σημαντικές το «The Missouri Breaks» (1976) στην οποία συμπρωταγωνιστούσε με τον στενό φίλο του Jack Nicholson και το «Apocalypse Now» (1979)  του Francis Ford Coppola. Στην ταινία αυτή πληρώθηκε ένα υπέρογκο ποσο, όπως και σε πολλές ταινίες του εκείνα τα χρόνια, για γυρίσματα 3 εβδομάδων. Στην ταινία εμφανίστηκε με πολλά παραπανήσια κιλά, ενώ δεν είχε μελετήσει το σενάριο και μαζί με τον Coppola προσπαθούσαν να ψυχογραφήσουν τον ήρωα που θα αναπαριστούσε. Μετά από πολλά προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά την διάρκεια των γυρισμάτων και πολλές καθυστερήσεις η ταινία βγήκε και έχαιρε κριτικής αποδοχής, όπως και ο Brando για τον μονόλογό του στο τέλος της ταινίας.   

Το 1980 δήλωσε πως θα αποσυρόταν από την ηθοποιία, αλλά γύρισε το 1989 για να συμμετάσχει στην ταινία «A Dry White Season» η οποία βασιζόταν στην νουβέλα του  Andre Brink που καταφερόταν για το  Απαρτχάιντ. Ο ίδιος ο Brando συμφώνησε να πάρει τον ρόλο χωρίς να πληρωθεί, αλλά τσακώθηκε με τον σκηνοθέτη  της ταινίας για το μοντάζ. Για την ερμηνεία του κέρδισε μια τελευταία υποψηφιότητα για Όσκαρ Υποστηρικτικού Ανδρικού Ρόλου, αλλά δεν κέρδισε. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε κάποιες ταινίες με πιο σημαντικές τις The Freshman (1990), Don Juan DeMarco (1995), The Brave (1997) στις οποίες συμμετείχε και ο φίλος του Johnny Depp και το The Score (2001) στο οποίο συμπρωταγωνιστούσε με τον Robert De Niro, η οποία  και ήταν η τελευταία του ταινία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από Διαβήτη Τύπου 2 και ζύγιζε περισσότερο από 100 κιλά. Πολύ από τον χρόνο του τον περνούσε στο Ράντζο Neverland του στενού του φίλου Michael Jackson. Πέθανε την 1η Ιουλίου του 2004.

  Ο Brando εκτός από γνωστός ηθοποιός ήταν και ακτιβιστής. Αγωνίστηκε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ σημαντικός ήταν και ο αγώνας του υπέρ των Ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Επίσης, ήταν εναντίον του Απαρτχάιντ που επικρατούσε στην Νότια Αφρική. Το 1963 συμμετείχε στην Πορεία προς την Ουάσιγκτον, μαζί με άλλους διάσημους ηθοποιούς της εποχής. Η πορεία αυτή είχε ως στόχο να προστατευτούν τα πολιτικά και οικονομικά δίκαια των Αφροαμερικάνων. Επίσης, κατά τη διάρκεια της Πορείας έβγαλε και την διάσημη ομιλία «I have a dream» ο Martin Luther King.

YOU MIGHT ALSO LIKE