«Joker» – Tου Πάνου Λιάκου
Το είδα στη δημοσιογραφική προβολή. Ήθελα να το δω και σε preview, να γράψω με πρωτόγονο συναίσθημα, να το έχω στις άκρες των δαχτύλων μου. Το Joker του Τόντ Φίλιπς είναι ένα αριστούργημα του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, που ανατρέχει στη μεγάλη παράδοσή του ανανεώνοντάς την, όμως, ταυτόχρονα.
Ο Τοντ Φίλιπς υπογράφει το σενάριο μαζί με το Σκοτ Σίλβερ και το αποτέλεσμα είναι ένα έργο που θέλει να αφηγηθεί την ιστορία του Τζόκερ μέχρι και τη στιγμή της δολοφονίας του πατέρα Γουέιν. Δεν σταματάει εκεί. Σκάβει πιο βαθιά. Στην ουσία δεν έχουμε μια ταινία στην κλασική κομιξάδικη παράδοση, παρά ένα ψυχολογικό δράμα. Ούτε εκεί σταματάει. Πολύ γρήγορα κατά τη διάρκεια του φιλμ γίνεται ξεκάθαρο ότι πίσω από όλο αυτό υπάρχει και μια πολιτική σκέψη. Σοβαρή. Ο κλισεδιάρης θα πει: »Μα αυτός ο σκηνοθέτης γύριζε χαζοκωμωδίες». Ποιος, λοιπόν, περισσότερο κατάλληλος για ένα τέτοιο σενάριο από εκείνον τον άνθρωπο που πρέπει να έχει την επαφή με τον κόσμο προκειμένου να γνωρίζει με τί γελάει και ποια είναι η ψυχολογική του κατάσταση τη μία ή την άλλη περίοδο.
Και ζούμε πια σε μια ιστορική περίοδο που λιγότερο ή περισσότερο αισθανόμαστε όλοι όπως ο Άρθουρ Φλεκ, που μεταλλάσσεται σε Τζόκερ. Αυτός ο άνθρωπος πάσχει από σοβαρή νευρολογική διαταραχή, έχει νοσηλευτεί και όσο εξελίσσεται το φιλμ μαθαίνουμε περισσότερα για το παρελθόν του, εξηγούμε κάποια πράγματα με βάση και το οικογενειακό πλέον ιστορικό του, μπαίνουμε μέσα στις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις του (η πρώτη από αυτές τις σκηνές, στην εκπομπή του Ρόμπερτ Ντε Νίρο συγκλονίζει και μπορεί να σας κάνει συνδέσεις με το Βασιλιά της κωμωδίας του Σκορσέζε. Ο Ντε Νίρο, με την ευκαιρία, δυνατός υποστηρικτικός εδώ, με κάποιες νότες αυτουπονόμευσης, ιδίως στον τρόπο που στήνεται στην εισαγωγή του κωμικού σόου στην πρώτη σκηνή).
Να σου δημιουργηθεί συμπάθεια για τον παραδοσιακό κακό του Μπάτμαν; Τον Άρθουρ θέλεις να τον αγκαλιάσεις. Σε στιγμές σε εκφράζει. Πόσες φορές ένιωσες και εσύ αόρατος; Και ζήτησες προσοχή, και δεν σου έδωσαν. Και τους είπες »παιδιά, είμαι κι εγώ εδώ», και σε προσπέρασαν. Και διψούσες, και νερό δεν σου έδωσαν. Και έκραξες για αγκαλιά, και εις μάτην. Ό,τι είχαν να σου απαντήσουν ήταν: »That’s Life». Κάποιος άλλος είπε: »άσ’ τον τον γελοίο, τον τρελό». Βγάλτε τον Άρθουρ, τον τάδε, τον δείνα στο γυαλί. Κι εκείνοι από πίσω κρυφογελούσαν εις βάρος του. Αυτοί είναι που δεν μπήκαν για μια στιγμή στη θέση του, αυτοί τον εξώθησαν, αυτοί τον δημιούργησαν.
Αυτός ο κρύος, αφιλόξενος κόσμος συνεχώς γίνεται αντιληπτός μέσω της σκηνογραφίας του φιλμ. Αν παίζει πολύ αυτό το ψυχολογικό δράμα με κάτι που θα έπαιζε και μια καθαρόαιμη ταινία δράσης, αυτό είναι ο ήχος. Από το πρώτο κιόλας λεπτό, όπως υποδεικνύεται από το σενάριο, ακούμε ειδήσεις. Η πόλη στα πρόθυρα του χάους, απεργίες και σκουπίδια στους δρόμους. Παντού υπάρχουν σκουπίδια, κάθε φορά που έχουμε εξωτερικά πλάνα, στη Γκόθαμ. Και άστεγοι. Είναι η Γκόθαμ; Πώς άραγε οι σεναριογράφοι μαζί με τη σκηνογράφο βρήκαν αυτή την ισορροπία στη σκηνογραφία ώστε να βγαίνει στους θεατές αυτό το μείγμα Γκόθαμ (φανταστικού) και Νέας Υόρκης (μέσα από ταμπέλες νοσοκομείων, λεπτομέρειες σε έγγραφα κ.λ.π);
Ο Χοακίν Φοίνιξ είναι από τους ηθοποιούς που η γενιά μας-και όχι μόνο, πιστεύω- λατρεύει. Είναι στην τσίτα για να πανηγυρίσει το Όσκαρ του, όπως με Ντι Κάπριο. Αυτός πρέπει να είναι εξωγήινος, παίδες. Δείτε στα κοντινά των πρώτων σκηνών, στις πρώτες στιγμές που εξοικειωνόμαστε με το ιδιότυπο γέλιο της ασθένειάς του (κι εκεί ακόμα, ανάλογα τη στιγμή έχει χρωματισμούς, άλλοτε κλαυσίγελος, άλλοτε περιφρόνηση κ.ο.κ). Τις συσπάσεις του. Τις παύσεις του και πώς μας ψαρώνουν-θεωρούμε ότι θα ξεσπάσει και δεν ξεσπά. Το σώμα του! Είναι σαν χορευτής, βάζει και μια δόση θηλυπρέπειας στο Τζόκερ, τόση όση για να δείξει την επιρροή από τη χρόνια συγκατοίκηση με τη μάνα του. Δεν θέλει μόνο σκληρή δουλειά, αυτός είναι ηθοποιός με τάλαντο μεγάλο
- 38
- 1215