Η ψήφος σου είναι σφαίρα – Του Λευτέρη Στάικου

Την περίοδο της κοντά δεκάχρονης κρίσης, ο ελληνικός λαός δοκιμάστηκε και δοκίμασε. Εμπιστεύτηκε πλανεμένος, διαφορετικές πολιτικές μερίδες της αστικής τάξης και βίωσε στο πετσί του με τον πλέον δραματικό τρόπο όλη τη βαρβαρότητα των απολύσεων, των μειώσεων, των περικοπών, των ευέλικτων μορφών εργασίας, των έκτακτων εισφορών, των φοροεπιβαρύνσεων, της αλλεπάλληλης μείωσης των δημοσίων δαπανών για την πρόνοια, του ξεπουλήματος της ακίνητης κρατικής περιουσίας, των κατασχέσεων, των συλλήψεων «επικίνδυνων» γιαγιάδων και άλλων πολλών. Την ίδια ώρα που οι εργαζόμενες μάζες, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, το μέσο νοικοκυριό μάτωναν για να τα βγάλουν πέρα, το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο αύξανε την κερδοφορία του, σε βάρος της εργαζόμενης τάξης, της οποίας η εκμετάλλευση και εντάθηκε εκθετικά.

Πλάι σ’ όλα αυτά, για να καλύψουν όσο μπορούν την ξετσιπωσιά που τις συνοδεύει, οι αστικές κυβερνήσεις προώθησαν δήθεν προοδευτικές μεταρρυθμίσεις υπέρ κοινωνικών ομάδων που ως προϊόντα των συνθηκών τους, είναι αξεδιάλυτα δεμένες στο άρμα της παγκοσμιοποίησης, της μετανεωτερικότητας και του μεταϋλισμού. Αρκετές δε, είναι και φορές που η μορφή παρουσιάστηκε σημαντικότερη του περιεχομένου ή που το φαινόμενο αντικατέστησε την ουσία. Ο αντικομμουνισμός τόσο των συντηρητικών, δεξιών, των «κεντρώων», όσο και των -πρώτη φορά- «αριστερών’, βγήκε από το κουκούλι του κι αποκαλύφθηκε χωρίς περιτυλίγματα ως αυτό που ακριβώς είναι: ωμή, αισχρή επίθεση στον φιλοσοφικοεπιστημονικό φορέα της πραγματικής αλλαγής, της αλλαγής που προσανατολίζεται σε μια νέα κοινωνία, με άλλους όρους λειτουργίας, σε έναν άλλο τύπο ανθρώπου. Οι αστικές δυνάμεις, τα φασιστικά μαντρόσκυλά τους και οι φιλισταίοι ροζ »αριστεροί» συνασπίζονται, όπως άλλωστε έκαναν ουκ ολίγες φορές σε κρίσιμες ιστορικές φάσεις και πότε με το μαστίγιο, πότε με το καρότο, επιμελούνται την πλέρια κατίσχυση της αντίδρασης πάνω στην δυνατότητα για ουσιαστική πρόοδο. Την εναλλαγή από το μαστίγιο στο καρότο, την επιβεβαιώνουμε κι εμπειρικά, ιδιαίτερα στις προεκλογικές περιόδους, οπότε και οι »Πόντιοι Πιλάτοι» πασχίζουν να ξεπλύνουν τα χέρια τους, μοιράζοντας ψίχουλα, αφότου πρώτα έχουν καταληστέψει ολόκληρο το ψωμί από τα χέρια εκείνων που το παρήγαγαν.

Στις απέλπιδες προσπάθειές τους, οι πολιτικοί επίτροποι της μπουρζουαζίας και τα επιτελεία τους, επιστρατεύουν επώνυμους λούμπεν, που δεν έχουν αναπτύξει δηλαδή ταξική συνείδηση, χρησιμοποιώντας τους σαν γέφυρες σύνδεσης με τις ανώνυμες λούμπεν μάζες που παρασύρονται ευκολότερα στη συνενοχή στο καπιταλιστικό έγκλημα, με την αδράνεια και κάποτε και με την εξαθλίωσή τους. Νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες επιδίδονται σε αγώνα δρόμου πάνω στο ταρτάν της εξαπάτησης, με βασικά οχήματα τα νεολαιϊστικα σποτ, τους τάχα ήπιους και αδογμάτιστους υποψήφιους, τα no politica παρασκευάσματα και το αριστοτεχνικό ξέπλυμα από τους επαγγελματίες τηλεαστέρες της showbiz.

Είναι μια ακόμα απόδειξη πως ένα εκμεταλλευτικό σύστημα που παράγει αθλιότητα εμπορευματοποιώντας οτιδήποτε ανθρώπινο, δεν μπορεί να αναπαραχθεί παρά μόνο εάν χρησιμοποιήσει τα ίδια σκουπίδια που αυτό δημιούργησε για να κρατά δέσμιους τους σκλάβους του. Η αξιοποίηση του μαζικοατομικού πολιτισμού και της χυδαίας κουλτούρας του θεάματος, εντάσσεται οργανικά κι αναπόσπαστα στην ιδεολογική ηγεμονία, στην κυριαρχία των ιδεολογικών μορφών σκέψης της άρχουσας τάξης που αντιστοιχούν στην υλική βάση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής. Ατομικισμός, κερδοθηρία, προχειρότητα, νευρώσεις, αλλοτριωμένες συνειδήσεις και πραγμοποίηση είναι ο,τι χαρακτηρίζει εννοιακά την εποχή μας.

Το αστικό κράτος νοούμενο ως εξουσία και μηχανισμός στην ενότητά τους, γνωρίζει ότι οι εκλογές είναι η νομιμοποιητική του βάση. Δικαιολογεί την οντολογία του, όταν εμπεδώνεται στις κυριαρχούμενες μάζες σαν δημοκρατικό, καθότι συσκοτίζεται η αληθινή του ουσία ως πολιτικής οργάνωσης της αστικής τάξης. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου που ταξιδεύει χρονολογικά από τον Χομπσιανό Λεβιάθαν ως τον Λοκ, κι από εκεί ίσαμε τον Ρουσσώ και από κει πάλι μέχρι τον Καντ, αναμειγνύεται με την εγελιανή σκέψη περί Έλλογου Κράτους που πραγματώνει το ηθικό πνεύμα και η τελική σύνθεση που προκύπτει είναι η θεωρητική απάρνηση του πολιτικού υποκειμένου, έστω κι αν τυπικά (μόνο τυπικά) η ιδιότητα του πολίτη είναι συνυφασμένη με το νεωτερικό κράτος. Άν όπως γράφει ο Χέγκελ »[το Κράτος] είναι το αντικειμενικό Πνέυμα, και [το άτομο] βρίσκει την αλήθεια του, την πραγματική του ύπαρξη, και το ηθικό του στάτους μόνον ως μέλος του» τότε αυτό συνεπάγεται την καθολική υποταγή του δεύτερου στην αφηρημένη γενική βούληση που εκφράζεται μέσα από το »ηθικό όλον» του Κράτους, και συγκεκριμένα, του αστικού κράτους.

Οι εκλογές ωστόσο, πέρα από φενάκη, συνιστούν και πεδίο ταξικής σύγκρουσης. Ακόμα και πάνω στο αντιδραστικό έδαφος του κοινοβουλίου ή των άλλων συμβουλίων, μπορούν να αναπτυχθούν ορισμένες τακτικές πάλης- οι έννομες- και να καταδειχθούν οι προδοτικές, αντεργατικές, αντιλαϊκές πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων. Μέσα από τις εκλογές, η εργατική τάξη οργανωμένη στο κόμμα της, βρίσκει το ρήγμα που λογικά σχηματίζεται μέσα στο σύστημα, εξαιτίας των εγγενών του αντιφάσεων, και διεισδύει για να συσπειρώσει τις μάζες εκείνες που λόγω της καθυστέρησης της ανάπτυξής τους δεν έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη της συντονισμένης δουλειάς μέσα από τις κομματικές γραμμές. Και πώς εννοείται ότι το καπιταλιστικό σύστημα μέσα από τις αντιφάσεις του γεννά το ρήγμα; Εννοείται υπό την άποψη ότι η αστική δημοκρατία για να αποκρύψει τον χαρακτήρα της ως αστικής δικτατορίας απέναντι στις εκμεταλλευόμενες μάζες, αναγκαστικά αποδέχεται τη συμμετοχή και των ανταγωνιστικών της κομμάτων, ειδάλλως δεν θα μπορούσε να υπάρχει σε αυτή τη μορφή (ενν. τη δημοκρατική).

Επομένως, πρακτικά, το σύστημα αρνείται τον φαινομενικό εαυτό του για να θεμελιωθεί σαν το αντίθετό του, δηλαδή από δικτατορία, να εδραιωθεί σαν δημοκρατία (πάντα στη μορφή), όπου η τυπική ελευθερία του εκλέγειν και εκλέγεσθαι προϋποτίθεται ως συνθήκη λειτουργίας της. Άν ακύρωνε το δικαίωμα στους κομμουνιστές να συμμετέχουν στις εκλογές, θα ακύρωνε το ίδιο το δίκαιό της, θα έπεφτε σε τόσο μεγάλη αντίφαση που δεν θα μπορούσε έπειτα να νομιμοποιηθεί στη μαζική συνείδηση. Το εργατικό κόμμα εκμεταλλεύεται την αντίθεση αυτή, οργανώνεται και με μοναδικό μοχλό κίνησης την τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα (κατώτερους μικροαστούς, μικροαγροτιά κλπ), συμμετέχει σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες ταράζοντας την εσωτερική αρμονία των νομοθετικών σωμάτων σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, όταν βέβαια πετυχαίνει την είσοδό του σε αυτά.

Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, και σε αυτές, και στις επόμενες εκλογές, στις βουλευτικές, αλλά και σε κάθε μελλούμενη, θα πρέπει να διεκπαιρεώσει τα καθήκοντά της. Κάθε μια ψήφος που είτε χάνεται λόγω αποχής, είτε αποπροσανατολίζεται και καταλήγει σε δυνάμεις που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο γίνονται δεκανίκια του συστήματος ή διαφορετικά, απλώς ακίνδυνα κανάλια διοχέτευσης της λαϊκής οργής και δυσφορίας, είναι μια σφαίρα που κινείται αντίρροπα απ’ ότι θα ΄πρεπε. Χαμένη ψήφος είναι αντίστροφο χτύπημα στο κίνημα.

Η σύνολη άρνηση του συστήματος, είναι μια συνεχής διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο, με εντάσεις, υφέσεις, υποχωρήσεις και επιταχύνσεις. Απαιτεί για να υλοποιηθεί θετικά, συνείδηση, οργάνωση, τακτική (ανα)προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και σωστή αξιολόγηση-αξιοποίηση των συγκυριών. Με άλλα λόγια, απαιτεί μια γερή προετοιμασία.

Η ταξική πάλη που κι αυτή όπως κάθε τί κινείται μέσα από τις αντιθέσεις της, αποκρυσταλλώνεται σε κάθε πτυχή της »θεαματικής» ζωής που θα μας έλεγε ο Ντεμπόρ. Το προλεταριάτο, ως το συλλογικό επαναστατικό υποκείμενο που βρίσκεται αντικειμενικά στη θέση του νεκροθάφτη της προϊστορίας αλλά και του δημιουργού ταυτόχρονα της πραγματικής Ιστορίας της ανθρωπότητας, θέτει για στόχο του την κλιμάκωση της πάλης ως το σημείο όπου δεν θα νοείται οπισθοδρόμηση. Ακολουθώντας τις αντικειμενικές συνθήκες που ορίζουν το ώριμο των υλικών προϋποθέσεων και την αδιέξοδη πολιτική κατάσταση, η εργατική τάξη απαλλοτριώνει τους απαλλοτριωτές κι εγκαθιδρύει την εξουσία της, που δεν είναι πια μια εξουσία της μειοψηφίας σε βάρος της πλειοψηφίας, αλλά ακριβώς το αντίστροφο. Κι αν ακόμη η επαναστατική διαδικασία δεν ευδοκιμήσει και η καπιταλιστική βαρβαρότητα παλινορθωθεί, τότε αυτό θα συμβεί γιατί, -όπως έγραψε ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη-: »οι προλεταριακές επαναστάσεις […] κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε κείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν χάμου τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία ν’ αντλήσει καινούργιες δυνάμεις από τη γή και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα […]».

Οι εκλογές, αποτελούν ένα μικρό, ενικό, αλλά διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι στην υπόθεση της ταξικής πάλης, όπως περιγράφηκε χοντρικά πιο πάνω. Οι ελεύθεροι μόνο να πουλούν την εργατική τους δύναμη εργαζόμενοι, οι φτωχοποιημένοι από τις νομοτέλειες της κίνησης που διαγράφει ο καπιταλισμός, όσοι γενικά δεν έχουν να χάσουν τίποτα παρά μόνο τις αλυσίδες τους, δεν καταλαβαίνουν τα ψευτοδιλλήματα-παγίδες εντός των οποίων προσπαθούν να τους περικλείσουν. Το αν θα βγει πρώτη δύναμη η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωβουλή και στα περιφερειακά-δημοτικά συμβούλια, ελάχιστη σημασία έχει, εφόσον κάθονται και οι δυο τους στο ίδιο τραπέζι κι εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα. Πραγματική σημασία έχει η ενίσχυση της γνήσιας, αυθεντικής λαϊκής αντιπολίτευσης, που μόνο αυτή έχει τη δύναμη να υψώσει ανάστημα μπροστά στους ιμπεριαλιστές της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, στο εγχώριο μονοπώλιο.

Εργαζόμενε, άνεργε, φοιτητή, συνταξιούχε, η ψήφος σου είναι σφαίρα. Μην τη σπαταλήσεις.

YOU MIGHT ALSO LIKE