Για την ουσία της θρησκείας – Του Λευτέρη Στάικου

Αν νομίζουμε πως έχουμε τελειώσει με την αλλοτριωμένη συνείδηση που λέγεται θρησκεία, μάλλον πρέπει να αναθεωρήσουμε. Οι δεκάδες αιώνες ύπαρξης και διαιώνισης της θρησκευτικής ψευδαίσθησης, δεν εξαλείφονται απλά με ένα λογικό χτύπημα στο ανορθολογικό περιεχόμενο της πίστης, γιατί ακριβώς καμία θρησκεία δεν αποδεικνύει λογικά τα περί ύπαρξης του θεού και των δημιουργημάτων του. Προϋποθέτει μόνο αξιωματικά την θεϊκή οντολογία, σαν τη καταστατική, άχρονη, υπεριστορική, υπέρτατη αρχή απ’ την οποία απορρέουν και ρυθμίζονται τα πάντα διαμέσου της θείας πρόνοιας. Όταν επομένως αρχίζει η συζήτηση γύρω από τον θεό, αυτόματα το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από το επιστημονικό στο δογματικό, καθώς η πίστη ερμηνεύεται αφ εαυτού της, χωρίς προσφυγή στην επαληθευτική αρχή, παρά στη βάση της ύψιστης μυστικιστικής σχέσης του υποκειμένου με το απόλυτο, που για τους ένθεους δεν μπορεί να κατανοηθεί λογικά, μα βιωματικά. Το να αντιμετωπιστεί λοιπόν η θρησκεία μετωπικά στο θεωρητικό πεδίο, καταλήγει σε μια απέλπιδα απόπειρα, ακριβώς γιατί η επιστήμη που είναι η αποκλειστική ικανή συνθήκη για την αποκάλυψη των νόμων που διέπουν την κίνηση της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης, εξοβελίζεται προκλητικά στον χώρο του «αισθητού». Το «υπεραισθητό» ή το «επέκεινα» που είναι για τους ένθεους ό,τι ήταν ο κόσμος των Ιδεών για τον ιδεαλιστή Πλάτωνα, προσλαμβάνεται βιωματικά, μέσω της αποκάλυψης του θείου Λόγου στο «αμαρτωλό» -ταυτόχρονα κατ’ εικόνα- υποκείμενο.

Το φιλοσοφικοεπιστημονικό υπόβαθρο του μαρξισμού, ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός, ολοκληρώνοντας τον υλισμό και καθαρίζοντάς τον από ιδεαλιστικές παρεκκλίσεις, προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει την πιο ακριβή ανάλυση της θρησκείας, ανάγοντάς την στην εξωτερική προβολή των αλλοτριωμένων κοινωνικών σχέσεων σε έναν φαντασιακό κόσμο, που συμπυκνώνει τόσο τις υλικές συνθήκες, όσο και τις ανάγκες και επιθυμίες του ιστορικού κοινωνικού ατόμου. Έτσι φερ’ ειπείν, οι θεοί των αρχαίων λαών ανταποκρίνονταν στις συνθήκες που επικρατούσαν στην αρχαία, χαμηλή ανάπτυξη της παραγωγής, της τεχνικής και των παραγωγικών δυνάμεων, όπως επίσης και στην επιθυμία τους να υποτάξουν, ένεκα της παραγωγής, τα ανεξήγητα κι ως εκ τούτου ανεξέλεγκτα φυσικά στοιχεία.

Ο θεός, αποτελεί συνεπώς το δημιούργημα, κι όχι τον δημιουργό. Είναι η χαμένη αυτοσυνειδησία που ζει στον κόσμο των πνευμάτων, προβάλλοντας μια εξιδανικευμένη ανθρώπινη αυτοεικόνα. Είναι η εξωτερικευμένη προβολή του συγκεκριμένου κοινωνικού ανθρώπου, η οποία αυτονομήθηκε, συστηματοποιήθηκε σε δόγμα, οργανώθηκε σε Εκκλησία και ενσωματώθηκε στις μάζες με τη μορφή όχι μόνο ερμηνευτικού εργαλείου του κόσμου, αλλά επίσης και με τη μορφή ηθικού-αξιακού κώδικα, παρουσιαζομένου σαν θεϊκή εντολή. Οι υλικές συνθήκες που αντανακλώνται στις αντίστοιχες ιδεολογικές μορφές σκέψεις γέννησαν τον θεό, και είναι αυτές που θα τον εξαφανίσουν όταν μεταβληθούν προς την κατεύθυνση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Η θρησκευτική φαντασίωση, το όνειρο στο οποίο υποτάχθηκε ο άνθρωπος εξαιτίας της μικρής ανάπτυξης των επιστημών που του δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίσει τις φυσικές και κοινωνικές νομοτέλειες, θα αποτελέσει στην κοινωνία του μέλλοντος, ένα ακόμα γνώρισμα της προϊστορίας του ανθρώπου. Μέχρι όμως την στιγμή της πραγμάτωσης της ιστορικής κίνησης και του αφανισμού των ιδεαλιστικών καταλοίπων που θα κληροδοτηθούν από την τελευταία ταξική κοινωνία, η θρησκεία θα εξακολουθεί να επηρεάζει μεγάλα κοινωνικά τμήματα, τα οποία θα εξωθούνται στην πολιτική παθητικότητα και αδράνεια, από φόβο μήπως δεν εξασφαλίσουν τη μεταθανάτια, αιώνια ζωή.

Η θρησκεία που φωλιάζει στους φοβικούς υποδοχείς των εκμεταλλευομένων τάξεων και ενισχύεται από την άγνοια και την αμάθεια γύρω από τις φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις, υποχωρεί αντικειμενικά, όσο προχωρεί η επαναστατική θεωρία και πράξη. Όσο επιβεβαιώνεται ο ενεργητικός ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα πάνω στη φύση και στην αποκάλυψη της ταξικής ουσίας της υπάρχουσας κοινωνίας, τόσο θα χάνει έδαφος η μεταφυσική ερμηνεία της δήθεν αμετάβλητης πραγματικότητας.

Επίσης, την ίδια στιγμή που ξεγυμνώνεται η κοινωνία και αποδεικνύεται ότι αυτή συνιστά μια ενότητα εσωτερικών αντιθέσεων που καθώς οξύνονται οδηγούν αναγκαστικά στο ποιοτικό άλμα, αποδεικνύεται ακόλουθα και ο ιστορικός ρόλος της θρησκείας ως αντιδραστικού ιδεολογικού μηχανισμού, που έστεκε σχεδόν πάντα δεκανίκι των εκάστοτε κυρίαρχων τάξεων, φροντίζοντας για την διατήρηση των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων, όπως και για την συγκάλυψη τους· το βασικό ιδεολογικό όπλο στην χριστιανική περίπτωση ήταν η εντολή  «αγαπάτε αλλήλους ». Να τονιστεί πως, όταν θρησκείες ή επιμέρους θρησκευτικά δόγματα έκαναν τις πρώτες εμφανίσεις τους, αυτό ποτέ δεν συνέβη επειδή το θεολογικό πνεύμα έφτασε σε μια ανώτερη βαθμίδα αυτογνωσίας, αλλά διότι συμβάδιζε με την ιστορική ανάδυση μιας τάξης, όπως π.χ. ο προτεσταντισμός αναδύθηκε ως εκφραστής των τότε επαναστατικών αιτημάτων της ανερχόμενης αστικής τάξης μέσα στους κόλπους του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όταν μια νέα τάξη καταλάμβανε την πολιτική εξουσία ανατρέποντας τις προηγούμενες παραγωγικές σχέσεις, η θρησκεία που ως τότε εξέφραζε προωθητικά τα υλικά συμφέροντα του επαναστατικού συλλογικού υποκειμένου, μετατρέπονταν σε αντιδραστική, συντηρητική δύναμη.

Οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού, σε πολλά έργα τους καταφέρονται εναντίον της θρησκείας γενικά, και του Χριστιανισμού ειδικά, ως της θρησκείας που προσιδιάζει καλύτερα στις εμπορευματικές σχέσεις. Για παράδειγμα, σημειώνει ο Μαρξ:  «ο χριστιανισμός με τη λατρεία του αφηρημένου ανθρώπου, αποτελεί την πιο κατάλληλη μορφή θρησκείας για μια κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών»ενώ στο Εβραϊκό Ζήτημα (ένα έργο της νεότητάς του) δήλωνε: «Ποια είναι η κοσμική βάση του Ιουδαϊσμού; Η πρακτική ανάγκη, η προσωπική χρησιμότητα. Ποια είναι η εγκόσμια λατρεία του Εβραίου; Το εμπόριο. Ποιος είναι ο εγκόσμιος θεός του; Το χρήμα. Ε λοιπόν, αν απελευθερωθεί από το εμπόριο και το χρήμα, δηλαδή από τον αληθινό και έμπρακτο Ιουδαίσμό, η σύγχρονη εποχή θα απελευθερωνόταν η ίδια»Αξίζει εδώ να επεξηγηθεί, πως όταν ο Μαρξ γράφει για «απελευθέρωση», δεν εννοεί την θεωρητική καταγγελία της εμπορευματική κοινωνίας στη σφαίρα της αφηρημένης νόησης, όπως δηλαδή υποστήριζαν οι νεοεγελιανοί, αντίθετα εννοεί, την πραγματική κατάργησή της, μέσα από την επαναστατική διαδικασία και την οικοδόμηση των νέων, σοσιαλιστικών σχέσεων.

Κάθε θρησκεία, όπως άλλωστε και κάθε αντικείμενο, φαινόμενο και προτσές, έχει εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις, με τις πρώτες να αποτελούν την αιτία ανάπτυξής τους. Τη στιγμή που προϋποθέτει αξιωματικά την άχρονη θεϊκή ύπαρξη, αδυνατεί να την εντοπίσει σε κάποια εξωτερική, αντικειμενική εκδήλωσή της, ενώ ακόμη, παρά το ότι θεωρεί τον θεό «εν σοφία» ποιητή των όλων και πανταχού παρών, βρίσκεται σε αμηχανία όταν καλείται να πείσει τους πιστούς, πώς και γιατί αυτός επιτρέπει τόση πανανθρώπινη δυστυχία, τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση. Για να λύσει αυτή την αντίφαση, επιστρατεύει την παράδοξη απόφανση «Άγνωστες οι βουλές», χωρίς ωστόσο να εξηγεί την φανερή αντινομία, πώς δηλαδή αφού οι βουλές είναι άγνωστες, μπορεί η θρησκεία να τις διατυπώνει, χαρακτηρίζοντάς τες. Ως προς τις εξωτερικές της αντιθέσεις, η θρησκεία βρίσκεται σε ανηλεή ανταγωνισμό με την υλιστική διαλεκτική επιστήμη και φιλοσοφία. Καμία θρησκεία δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στη σαρωτική αλλαγή που φέρει η γνώση των γενικών νόμων κίνησης της ύλης, γι’ αυτό προσπαθεί να προσαρμοστεί στις κάθε φορά νέες συνθήκες, χρησιμοποιώντας αλληγορίες και συμβολισμούς, για να καλύψει το ανυπόστατο των ερμηνειών της και το λογικό της έλλειμμα.

Πολύ συχνά, αποδίδει τις άλλοτε εγκληματικές της πολιτικές, στα «ανθρώπινα λάθη» των παλιών κληρικών, κάτι που δύσκολα πείθει. Στο μέτρο που είναι δυνατή μια τέτοια εκτίμηση, μπορούμε ίσως να είμαστε βέβαιοι ότι αν η Εκκλησία διατηρούσε την παρελθούσα εξουσία της, (βλ. Παπική εξουσία) θα κυνηγούσε άγρια τους πρωτοπόρους της σκέψης και της πράξης ακόμα και σήμερα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε παροντικό χρόνο στις θεοκρατικές κοινωνίες.

Το θρησκευτικό ζήτημα, είναι οπωσδήποτε ένα αντικείμενο πολυσύνθετο και δύσκολο στη διαχείριση, όχι γιατί δεν μπορούν να βρεθούν οι πηγές από τις οποίες εμφανίστηκε και αντλεί την επιβίωσή του στο σύγχρονο κόσμο, αλλά γιατί έχοντας ριζώσει στους αιώνες ως στοιχείο του εποικοδομήματος και ως παράγοντας πολιτιστικής συγκρότησης των κοινωνιών, είναι δύσκολο για τους κομμουνιστές να το εξουδετερώσουν στη συλλογική συνείδηση. Ακόμα δυσκολότερο γίνεται, απ΄τη στιγμή που θα πρέπει εμπλεκόμενοι σε αυτή τη προσπάθεια λογικής αποδόμησης, να «παίξουν» στο γήπεδο της μεταφυσικής και του ανορθολογισμού. Γι’ αυτό, η λύση του ζητήματος έρχεται υλιστικά, μέσα από την εξαφάνιση των όρων αναπαραγωγής της θρησκευτικής αλλοτρίωσης. Οδηγός μας είναι η θέση του Μαρξ: «Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου μπορεί γενικά να εξαφανιστεί μόνο από τη στιγμή που οι σχέσεις της καθημερινής πρακτικής ζωής θα εκφράζουν για τους ανθρώπους καθημερινά καταφανείς λογικές σχέσεις μεταξύ τους και προς τη φύση. Οι πηγές της θρησκείας δε θα βρεθούν στον ουρανό, αλλά εδώ στη Γη. Μόλις αυτή η διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, της οποίας η θρησκεία είναι αντανάκλαση, διαλυθεί, η τελευταία θα πεθάνει από φυσικό θάνατο». 

 

YOU MIGHT ALSO LIKE