The way we were – 1974 – Του Πάνου Λιάκου
Το The way we were του Σίντνεϊ Πόλακ είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια ακόμη δραματική ιστορία αγάπης. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει όταν σεναριογράφος αυτού του φιλμ είναι ο Άρθουρ Λόρεντς που έχει αποδείξει σε όλα τα μεγάλα του σενάρια ότι μπορεί να κινηθεί σε πολλά επίπεδα. Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα ώστε μια ταινία να βλέπεται και πολλά χρόνια μετά την πρώτη προβολή της. Να θυμίσουμε ότι ο Λόρεντς υπήρξε ο σεναριογράφος της »Θηλιάς» του Χίτσκοκ αλλά και του »The Turning Point» (πόσο βαθιά κατάφερε εκεί να διεισδύσει στη γυναικεία ψυχοσύνθεση) που του χάρισε και τη μοναδική του υποψηφιότητα από την Ακαδημία το 1978, χρονιά όπου ο Γούντι Άλεν ανανέωνε το είδος της ρομαντικής κωμωδίας.
Στην ιστορία μας τώρα. Ένα ρομάντζο. Δύο άνθρωποι με μεγάλες αντιθέσεις. Από τη μία η Κέιτι της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ- δυναμική κομμουνίστρια και από την άλλη ο αθλητικός αλλά αδιάφορος προς την ενεργό πολιτική Χάμπελ του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Το σενάριο ξεκινάει in medias res για να κάνει ένα φλας μπακ στα φοιτητικά χρόνια των δύο οπότε και η πρώτη τους επαφή (με όλες τις προστριβές, φυσικά). Εκείνος τώρα έχει γίνει αξιωματικός στο ναυτικό. Εκείνη προσπαθεί να τον κερδίσει. Θα περάσουν μέσα από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και την περίοδο των μαύρων λιστών του Μακάρθι. Η Κέιτι συνεχίζει να πιστεύει ότι »οι άνθρωποι είναι οι αρχές τους» ενώ ο Χάμπελ έχοντας πλέον γίνει σεναριογράφος του Χόλιγουντ αρχίζει να συμβιβάζεται με την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων. Αγαπιούνται αλλά είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Κι εμείς απολαμβάνουμε διαλόγους αλλά και τις περίτεχνες κινήσεις της κάμερας του Πόλακ (αρκεί να τη δείτε στις σκηνές πλήθους, σε χορούς επί παραδείγματι).
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είναι πράγματι λαμπερός- μπορούμε να καταλάβουμε το γυναικείο κοινό της εποχής που πάθαινε την πλάκα του μαζί του- αλλά την παράσταση κλέβει το δίχως άλλο η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ- όπως επισημαίνει και η Ακαδημία στις υποψηφιότητες για τον Α’ Γυναικείο ρόλο του 1974. Πώς φτιάχνει αυτή την ερωτευμένη, επαναστάτρια γυναίκα δεν περιγράφεται. Και μιας και είναι και μια μεγάλη τραγουδίστρια, ξέρει (και η ίδια αλλά και ο σκηνοθέτης την κατευθύνει ως προς αυτό) πώς να χρησιμοποιεί τη φωνή της για να επικοινωνεί το χαρακτήρα. Αυτή η απαλή χροιά των πρώτων ερωτικών στιγμών. Αν σας έχει ερωτευτεί ποτέ γυναίκα είναι τόσο μα τόσο αναγνωρίσιμη. Όπως και τα στυλωμένα μάτια, που έχουν μόνο ένα αντικείμενο (αυτό του πόθου) στο οπτικό τους πεδίο. Δύο νίκες πετυχαίνει η ταινία στα Όσκαρ του 1974, για το τραγούδι και τη μουσική της (ο Μάρβιν Χάμλις υπογράφει και την ίδια χρονιά κερδίζει και τρίτο αγαλματίδιο για τη μουσική στο »Κεντρί»!) που ακομπανιάρει τις συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές ενός ιδιαίτερου σεναρίου που συνδυάζει τα πολιτικά ζητήματα με την ιστορία του ζευγαριού. Το γλυκόπικρο φινάλε θα μπορούσε να είναι βγαλμένο απ’ την ίδια τη ζωή- για να φτουρήσουν δυο άνθρωποι μαζί δεν χρειάζεται να έχουν και βαθύτερες (πέραν των σεξουαλικών/ αισθηματικών) βάσεις; Κάποτε μας παίρνει χρόνια να το συνειδητοποιήσουμε αυτό.
Πάνος Λιάκος
- 30
- 714