Αυτό είναι για τον Στέλιο μας

Σαν σήμερα έφυγε από κοντά μας, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, ο κορυφαίος Έλληνας τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης. Όσοι φίλοι είναι από τη Νέα Ιωνία, θα θυμούνται εκείνη τη μέρα. Οι Άγιοι Ανάργυροι, απέναντι από το ιστορικό σχολείο 1ο Δημοτικό Σχολείο Νέας Ιωνίας, στην αναγγελία του θανάτου του χτυπούσαν πένθιμα. Κάποιοι δάσκαλοι δεν συγκρατήθηκαν και ανακοίνωσαν τον θάνατο του στο σχολείο. Στα καφενεία σιγή. Όλη η προσφυγούπολη σε μία απόλυτη σιγή. Στα σπίτια οι πατεράδες να κλαίνε. Οι γιαγιάδες να τραγουδούν πένθιμα τραγούδια και να ακούγεται το »Πατρίδα μ αραεύω σε». Σπαστές τούρκικες λέξεις να πετάγονται εδώ και εκεί αναμεμιγμένες με αναμνήσεις της γειτονιάς και συζητήσεις με το Στέλιο. Τα τηλέφωνα στα σπίτια να σπάνε. Η Νέα Ιωνία έχασε το αγαπημένο της παιδί. Το παιδί που τη τραγούδησε.

Εκεί στα στενά της Αλαίας, στον Άγιο Κωνσταντίνο στέκεται έρημο και παρατημένο το σπίτι του. Μία προτομή στην πλατεία Καζαντζίδη, απέναντι από τα »γκαζάκια», στο προπατζίδικο του Παντελίδη, στα καφενεία και τη ψαροταβέρνα επί της Αλαίας, θυμίζει τον μεγάλο βάρδο. Ο Στέλιος Καζαντζίδης αγαπήθηκε παράφορα γιατί τραγούδησε τον πόνο, τη χαρά, τον έρωτα, την αγάπη, το χωρισμό,τη φιλία, την εκμετάλλευση. Έδωσε φωνή στους εργάτες, τους αγρότες, τις μάνες, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, τους φυλακισμένους, τους αδικημένους. Τραγούδησε για την αδικία και τους ηρωικούς Μακρονησιώτες. Για τους κοινωνικά αποκλεισμένους και αυτούς που το αστικό κράτος απέκλεισε. Μας τραγούδησε το Γυάλινο Κόσμο. 

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η κυρά Γεσθημανή, η μητέρα του, (ή αλλιώς η Χατζίδαινα), είχε καταγωγή από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του, Χαράλαμπος Καζαντζίδης ήρθε από το Ορντού του Πόντου. Υπήρξε κομμουνιστής και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Οργανώθηκε στον ΕΛΑΣ και δολοφονήθηκε έπειτα από ξυλοδαρμό και καρτέρι που του είχαν στήσει αντικομμουνιστές, παρακρατικοί. Ο Στέλιος αναγκάστηκε έτσι να δουλέψει από μικρή ηλικία για να βοηθήσει στο σπίτι τη μητέρα του και το μικρό του αδερφό. ενώ και στο στρατό λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, πέρασε αρκετά από τους ανώτερους του ενώ σε ένα για άλλους απολιτικ τυχαίο γεγονός, για άλλους πιο υποψιασμένους σε ένα καψώνι που του έκαναν, τον έβαλαν στα μουλάρια στο στάβλο. Ένα μουλάρι χτύπησε τον Στέλιο και έτσι στερήθηκε τη δυνατότητα να κάνει παιδί. Υπάρχει μία φωτογραφία από τη Μακρόνησο όπου τραγουδάει με τους εξόριστους. Εκείνη την εποχή πολλοί »ανεπιθύμητοι» στρατιώτες έκαναν τη θητεία τους στη Μακρόνησο. Εργάστηκε στην οικοδομή, εργάτης στα εργοστάσια του Περισσού και της Ριζούπολης όπου ένα αφεντικό του τον άκουσε να τραγουδάει και του έκανε δώρο μία κιθάρα. Δάσκαλος του υπήρξε ο σπουδαίος Στέλιος Χρυσίνης. Τραγουδούσε σε μαγαζιά, τοπικά γλέντια ενώ το 1952 έκανε την πρώτη ηχογράφηση του στη Columbia στη Ριζούπολη. Πραγματοποίησε εμφανίσεις σε γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957 όπου και χώρισαν.

Η περίοδος 1957-1965 είναι η πιο γόνιμη του Στέλιου,περίοδο όπου μαζί με τη Μαρινέλλα αποτελούν το καλύτερο μουσικό δίδυμο που εμφανίστηκε στη χώρα μας μέχρι σήμερα. Συνεργάστηκε με όλους τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν το ελληνικό τραγούδι ((Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος). Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Δεν άντεχε τη κουλτούρα της »Νύχτας» και το πως λειτουργεί αυτή η σαπισμένη υποκουλτούρα ενώ πάλεψε και πέτυχε το να πληρώνονται όλοι οι καλλιτέχνες με ποσοστά από την πώληση των δίσκων τους, μετά από μία περίοδο όπου πολλοί μουσικοί εξαπατούνταν με προσυμφωνημένα συμβόλαια ανεξάρτητα από τις πωλήσεις που έκαναν. Έτσι μπορεί να έπαιρναν 2000 δραχμές για παράδειγμα για ένα δίσκο και η εταιρεία να έβγαζε τα 20πλάσια από τις πωλήσεις για τις οποίες ο τραγουδιστής και οι μουσικοί δεν είχαν μερίδιο. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του, επαφή που κι αυτή σταμάτησε όταν συγκρούστηκε και με τη »Μίνως». Έτσι ασχολήθηκε με μία άλλη αγάπη του, το ψάρεμα και έγινε ένας αρκετά καλός ψαράς μάλιστα.

Το 1987 επανήλθε με τον Τάκη Σούκα και άλλους καλλιτέχνες. Η διαμάχη του με τον Νταλάρα, τον Νικολόπουλο και τον πατριάρχη της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας Μάτσα ήταν γνωστή. Το κύκνειο άσμα του Στέλιου πριν φύγει από τη ζωή, ήταν ο προφητικός δίσκος »Έρχονται χρόνια δύσκολα», περίοδο στην οποία είχε αντιταχθεί στην είσοδο της χώρας στο Ευρώ και στις πολιτικές της ΕΕ και των ΗΠΑ στη Γιουγκοσλαβία με την επέμβαση του ΝΑΤΟ. Ποτέ δεν έπαψε να κατακρίνει με τον απλό λαϊκό και αθυρόστομο τρόπο του τη σόου μπιζ, τα κοινωνικά πρότυπα που αναδεικνύει.

Φίλος αδερφικός με τον Άκη Πάνου, η τελευταία τους συνάντηση έμεινε στην ιστορία. Ήταν η εποχή που ο Ακης Πάνου ήταν στις φυλακές Κορυδαλλού, έγκλειστος για το έγκλημα στην Ξάνθη, όπου είχε σκοτώσει τον άνδρα της κόρης του. Ωστόσο, η υγεία του Πάνου επιδεινώθηκε και έκανε θεραπεία. Ένα μεσημέρι, τον Φεβρουάριο του 1999 ο συνθέτης μεταφέρεται από το Γενικό Κρατικό της Νίκαιας στις φυλακές Κορυδαλλού από δύο αστυνομικούς και έναν γιατρό. Μερικά στενά πριν τις φυλακές το αυτοκίνητο κάνει μια στάση. Ο γιατρός, ξέροντας ότι στο ταβερνάκι του Κουμπούρα ήταν ο Στέλιος, μπαίνει μέσα και λέει στον στενό φίλο του Στέλιου, τον Κώστα Καταμπά: «Ξέρεις ποιον έχω μαζί μου; Τον Ακη Πάνου». Εκείνος πετάχτηκε έξω και μέσα στη μέση του δρόμου ο Καζαντζίδης και ο Πάνου άνοιξαν τα χέρια και αγκαλιάστηκαν σφιχτά, συγκινημένοι. Εκείνη τη στιγμή περνούσε το λεωφορείο της γραμμής. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου και οι επιβάτες φώναζαν: «Γεια σου Στέλιο», «γεια σου Ακη». Στο γλέντι που ακολούθησε μετείχαν και οι αστυνομικοί που τον συνόδευαν στη φυλακή. Τα τραγούδια του Καζαντζίδη, αυτά που τραγούδησε και έγραψε υπολογίζονται σε περίπου 4.000. Ο ύμνος της ΑΕΚ, είναι ένα από τα δημιουργήματα του ενώ στο νέο γήπεδο της ομάδας της προσφυγιάς, θα υπάρχει ειδική μνεία στο μουσείο για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Έφυγε νικημένος έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο σαν σήμερα, έχοντας στο πλευρό του, »το θησαυρό του» όπως έλεγε, τη γυναίκα του »Κυρά Βάσω».

Τιμούμε τη μνήμη του μεγάλου μας λαϊκού τραγουδιστή πάνω στον οποίο ακούμπησε η Ελλάδα του δεύτερου μισού 20ου αιώνα. Και όπως λέει και ο λαϊκός θρύλος κάποτε ρώτησαν το Στέλιο σε μια ταβέρνα ενώ καθόταν μεγάλη παρέα, ποια είναι η άποψη του για τους εκατομμυριούχους. Εκείνος με το γνωστό χαμογελαστό και συνοφρυωμένο ύφος του απάντησε: »Οι εκατομμυριούχοι δεν μου κάνουν. Ούτε αυτοί, ούτε τα εκατομμύρια τους. Για να γίνει κανείς εκατομμυριούχος, πρέπει να κλέψει το κράτος ή τον διπλανό του. Γι’αυτό δεν τους ήθελα ποτέ για φίλους.»

 

 
 
 

YOU MIGHT ALSO LIKE