Απελευθέρωση και Δεκεμβριανά – Του Αποστόλη Σερέτη

Με την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων τον Οκτώβριο του 1944 το ΕΑΜ βρέθηκε κυρίαρχο στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και πολιτικά, καθώς είχε αντικαταστήσει σχεδόν όλες τις δομές εξουσίας του προπολεμικού και κατοχικού κράτους με δικές του μορφές εξουσίας. Το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση έως τον Φεβρουαρίου 1945 έμεινε γνωστό σε διάφορες περιοχές της επαρχίας ως η περίοδος της «Εαμοκρατίας».

Η ηγεσία του ΚΚΕ συναίνεσε, για την ευρύτητα του ΕΑΜ, στην είσοδο στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Παράλληλα στο τέλος του Σεπτέμβρη υπογράφτηκε η συμφωνία της Καζέρτας, με την οποία ο ΕΛΑΣ έμπαινε κάτω από τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μην εισέλθουν ένοπλα σώματα του ΕΛΑΣ στην Αττική τη στιγμή της Απελευθέρωσης. Αυτό ήταν και το σημαντικότερο στοιχείο της συμφωνίας αυτής, για την οποία η ηγεσία του ΚΚΕ επικρίθηκε μάλλον άδικα, αν σκεφτεί κανείς πως η αποδοχή και η συνομολόγησή της αποτελούσε λογικό επακόλουθο της αποδοχής της Συμφωνίας του Λιβάνου. Ήταν γεγονότα που ήταν αναπόφευκτο να πάρουν άλλη τροπή λόγω συμφωνιών που είχαν υπογραφεί και οδηγούσαν αναγκαστικά την ηγεσία του ΚΚΕ σε αυτές τις αποφάσεις.  Μια κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, στην οποία προχώρησε το ΚΚΕ τον Σεπτέμβριο, εν όψει της Απελευθέρωσης, ήταν να συγκρουστεί με τα συγκροτημένα από τους Γερμανούς Τάγματα Ασφαλείας στην Πελοπόννησο. Ήταν μια κίνηση που μπορεί να κατανοηθεί όχι μόνο στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για τη διάλυση μιας αντίπαλης και επικίνδυνης δύναμης, αλλά και ως αποτέλεσμα της δυναμικής της σύγκρουσης που είχε γίνει ανεξέλεγκτη μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας από το τέλος του 1943. Οι Γερμανοί εκείνη την περίοδο αποφάσισαν να ξεκινήσουν μια αντικομουνιστική καμπάνια λόγω της μαζικότητας του ΕΛΑΣ που είχε πλήξει μεγάλο μέρος των κατοχικών στρατευμάτων και έπρεπε να διασπαστεί. Αυτό το πέτυχαν διότι  μια μερίδα της προπολεμικής στρατιωτικής ελίτ, είτε αντιβενιζελικής είτε βενιζελικής, ήταν αντικομουνιστές και πολλοί από αυτούς βρισκόταν σε επαφή με την τελευταία κυβέρνηση συνεργατών των Γερμανών υπό τον Ιωάννη Ράλλη. Επομένως είναι αυτονόητο πως μέσω της τακτικής αυτής των Γερμανών άρχισαν οι έριδες μεταξύ των αντιστασιακών και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ άρχισε να δέχεται κατηγορίες που αρκετές φορές ήταν ανυπόστατες.

Το ΚΚΕ τον Νοέμβριο, παρά τις κινήσεις της κυβέρνησης και των Βρετανών, παρέμενε αναποφάσιστο. Υπήρχε βέβαια μια τάση που εξέφρασε ο Άρης Βελουχιώτης και υποστήριξε, στο πλαίσιο  μιας σύσκεψης καπετάνιων που έγινε στις 17 και 18 Νοεμβρίου και έλαβε χώρα στη Λαμία. Ο Άρης Βελουχιώτης είχε υποστηρίξει ότι ήταν αναγκαία η ανάληψη πρωτοβουλίας στο στρατιωτικό πεδίο, αφού οι Άγγλοι και οι Έλληνες, πέραν της Αριστεράς, ωθούσαν προς ρήξη λόγω των πολιτικών τους επιλογών αλλά και της εκτέλεσης εντολών της κυβέρνησης Παπανδρέου από τους Άγγλους. Ο Σιάντος όμως δεν συμφώνησε και αποδοκίμασε έντονα και άμεσα τη θέση του Βελουχιώτη. Σε μια σύσκεψη στελεχών της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας, όπου μάλιστα τα κομματικά στελέχη φάνηκε με σαφήνεια ότι υποστήριζαν την στρατιωτική επιλογή, ο Σιάντος έδειξε ότι θεωρούσε τη σύγκρουση αναπόφευκτη. Δεν έλαβε όμως στρατιωτικά μέτρα. Η στρατιωτική κατάσταση δεν ήταν ευνοϊκή για το ΚΚΕ. Προκειμένου να εξασφαλίσει τη δυνατότητα αποφασιστικού πλήγματος, ο ΕΛΑΣ έπρεπε να συγκεντρώσει στην Αττική το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του ανά την επικράτεια. Κίνηση τόσο εκτεταμένη δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη ούτε ήταν δυνατή, καθώς ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα ούτε βέβαια το οδικό δίκτυο ήταν σε καλή κατάσταση»[1].

Την περίοδο που ο Σιάντος ήταν Γραμματέας, το ΚΚΕ διέθετε περίπου 400.000 μέλη κατά τη στιγμή της Απελευθέρωσης και είχε αποκτήσει επαφή με όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις επαρχίες της χώρας. Όπως προαναφέρθηκε στον τομέα της κομματικής οργάνωσης και συσπείρωσης, ο Σιάντος ήταν ιδιαίτερα πετυχημένος.  Αν και δεν ήταν ξεκάθαρο και προσδιορισμένο το ποσοστό της επιρροής του, ούτε μπορούσε να είναι σε συνθήκες κατοχής και πολιτικής κινητοποίησης, όπου ο καταναγκασμός και οι διεθνείς αλλά και εγχώριες πιέσεις διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο, εν τούτοις «…ήταν διακριτή μια κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων τάξεων, με το ΕΑΜ να εκπροσωπεί τις κατώτερες τάξεις των πόλεων, τους πρόσφυγες, τα κατεστραμμένα από τον πληθωρισμό μικροαστικά στοιχεία καθώς και νεότερες ηλικίες ενώ αντίθετα συναντούσε αντιστάσεις εκτός από τα ανώτερα στρώματα και από ένα μικρό μέρος των μεσαίων στρωμάτων, αλλά και στην Πελοπόννησο από ένα μέρος μικροϊδιοκτητών αγροτών…»[2].

Οι οργανώσεις ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ δυσανασχετούσαν, επειδή το ΕΑΜ, στο οποίο το ΚΚΕ είχε κυρίαρχο ρόλο, είχε εξασφαλίσει αναμφισβήτητη πολιτική κυριαρχία. Οι Άγγλοι εξάλλου, ενώ στην αρχή εφοδίαζαν με όπλα όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, στη συνέχεια εφοδίαζαν μόνο τις ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ. Μετά την απελευθέρωση, ο πρωθυπουργός της νέας εθνικής κυβέρνησης Γεώργιος Παπανδρέου διακηρύσσει: «μια πατρίδα, μια κυβέρνηση, ένας στρατός». Αυτό που έκανε ακόμα περισσότερο εμφανή τον παρεμβατικό ρόλο των Άγγλων στα εσωτερικά της Ελλάδας αλλά και την επιδίωξη τους να πάρουν τον έλεγχο της χώρας από το ΕΑΜ ήταν πως με υπόδειξη του Άγγλου διοικητή ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων Σκόμπυ, ο Παπανδρέου απαίτησε τον αφοπλισμό του στρατού του ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ όπως ήταν λογικό στην προσπάθεια του να διατηρήσει μια ισοδύναμη αντιμετώπιση από τον εξωτερικό παράγοντα αλλά και να διατηρήσει την δυναμική του ζήτησε γενικό αφοπλισμό όλων των αντάρτικων ομάδων, πρόταση όμως που δεν συνέφερε ούτε την κυβέρνηση ούτε την αγγλική πλευρά και έτσι απορρίφθηκε. Έτσι μετά την Απελευθέρωση ο Σιάντος εξέφρασε τη διαφωνία του απέναντι στη θέση της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου για διάλυση των ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ χωρίς την παράλληλη διάλυση της 3ης Ορεινής ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, καθώς διέβλεπε μια βίαιη αντιεαμική στάση σε συνδυασμό με αμνηστία στους πρώην συνεργάτες των Γερμανών.«…Σε τελεσίγραφο της κυβέρνησης Παπανδρέου δόθηκε προθεσμία ως τις 10 Δεκεμβρίου για τον αφοπλισμό όλων των ένοπλων δυνάμεων πλην μικρών τμημάτων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Επίσης εξαιρέθηκαν η Τρίτη Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος. Διαμαρτυρόμενοι για την εξαίρεση αυτή οι έξι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση στις 2 Δεκεμβρίου. Την επομένη το ΕΑΜ οργάνωσε συλλαλητήριο, το οποίο κηρύχθηκε παράνομο και πνίγηκε στο αίμα ενώ την ίδια μέρα ξεκίνησαν συμπλοκές μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στην Αθήνα και των βρετανικών δυνάμεων υπό το Στρατηγό Σκόμπυ. Σε συνδρομή της κυβέρνησης εναντίον του ΕΛΑΣ στάλθηκαν βρετανικές ενισχύσεις  που ανέβασαν το πλήθος των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα σε 80.000-90.000  από τους οποίους 15.000 στην Αθήνα, κατά τον Μ. Λυμπεράτο τις πρώτες και μόνο μέρες των Δεκεμβριανών. Στο πλευρό των βρετανικών δυνάμεων στρατεύτηκαν και η οργάνωση Χ και πρώην μέλη των ταγμάτων ασφαλείας…»[3].

Πιο συγκεκριμένα στις 2 Δεκεμβρίου η ηγεσία της αριστεράς, που είχε δεχτεί τελικά την συμφωνία για αφοπλισμό και οργάνωση εθνικού και ενιαίου τακτικού στρατού συμφωνία, κατήγγειλε τις ραδιουργίες των Άγγλων που όπως είδαμε και παραπάνω απέβλεπαν ουσιαστικά σε μονομερή αφοπλισμό σε βάρος του ΕΛΑΣ. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα έντονο διπλωματικό και διαβουλευτικό παρασκήνιο μεταξύ των εαμικών πολιτικών και της κυβέρνησης.«…Κατά τις απογευματινές ώρες της 28ης Νοεμβρίου, επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό ο υπουργός γεωργίας Ι. Ζεύγος και κατήγγειλε το σχετικό γεγονός, διατυπώνοντας συγχρόνως την  αξίωση για διάλυση και των μονάδων του Ιερού Λόχου και της ταξιαρχίας του Ρίμινι. Έτσι το ΕΑΜ αποδεσμεύτηκε, ενώπιον της άρνησης του Παπανδρέου, να λάβει τα δέοντα μέτρα, και τα πράγματα οδήγησαν σε ρήξη. Γι’αυτό, όταν κλήθηκε η κομμουνιστική Πολιτοφυλακή να παραδώσει στην υπό συγκρότηση νέα Εθνοφυλακή, η πρώτη αρνήθηκε και προκλήθηκε μια επικίνδυνη κατάσταση. Σε συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου που ακολούθησε την ίδια μέρα, όταν ο πρωθυπουργός ζήτησε επαναβεβαίωση της σχετικής απόφασης, οι εαμικοί υπουργοί αρνήθηκαν να υπογράψουν, υποβάλλοντας και τις παραιτήσεις τους (Σβώλος, Ζεύγος, Τσιριμώκος, Αγγελόπουλος, Ασκούτσης και Σαρηγιάννης). Η κρίση πια ήταν δεδομένη και οι συνέπειες της προοιωνίζονταν σκληρές.Στις 2 Δεκεμβρίου επίσης, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ πήρε 4 αποφάσεις. Αρχικά να απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις των Συμμάχων Μ. Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης και Αμερικής. Έπειτα να οργανώσει παλλαϊκή συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος την επόμενη Κυριακή, ώρα 11 π.μ., στην οποία θα μιλούσαν αντιπρόσωποι όλων των εαμικών κομμάτων. Αποφάσισαν να κηρυχθεί την Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου πανεργατική απεργία. Τέλος ξεκίνησαν την ανασυγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ…»[4].

Όλα έδειχναν πως η κατάσταση θα οδηγούσε σε εμφύλια σύγκρουση. Στις 3 Δεκεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, το οποίο είχε ήδη διακόψει κάθε δεσμό με το στρατηγείο του Σκόμπυ, οργάνωσε ένα τεράστιο ειρηνικό συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, κατά τη διάρκεια του οποίου κάποιες παραστρατιωτικές ομάδες καθώς και δυνάμεις της Αστυνομίας υπό την καθοδήγηση του Αχιλλέα Έβερτ, άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών χωρίς κάποιο λόγο. Η διαδήλωση ήταν ογκώδης και εκτεινόταν από τα Προπύλαια των Παλαιών Ανακτόρων και του Πανεπιστημίου, καθώς κι από τη Διεύθυνση της Αστυνομίας, στη γωνία των οδών Β. Σοφίας και Πανεπιστημίου.  Δυστυχώς από τα πυρά έπεσαν νεκροί 28 διαδηλωτές, αλλά αυτό που πλέον ήταν βέβαιο ήταν το ότι τίποτα πια δεν μπορούσε να ανακόψει την εμφύλια σύρραξη. Ήδη λεγόταν πως βρίσκονται υπό αντιπαράθεση οι ακόλουθες δυνάμεις: «…Από πλευράς κρατικής δύναμης η Ταξιαρχία Ρίμινι (2.500 άντρες), οι ανασυγκροτημένοι Ταγματασφαλίτες (1.500), οι αστυνομικοί και χωροφύλακες (10.200), η Εθνοφυλακή (1.000), η μηχανοκίνητη αγγλική Ταξιαρχία (2.500) και άλλοι 2.500 (γενικό σύνολο 20.700). Από πλευράς ΕΛΑΣ υπάρχουν διαθέσιμοι 13.500 άντρες, με κεντρικό πυρήνα τη δύναμη του Α΄ Σώματος στρατού (6.500), ενισχυμένο από 3.500 άντρες της ΧΙΙ ταξιαρχίας και άλλους 3.500 της ΙΙ Ταξιαρχίας. Ο ΕΛΑΣ, σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, πάντως ήλπιζε πως δε θα υπάρξει ένοπλη επέμβαση των Άγγλων…»[5].

Αδικοχαμένοι διαδηλωτές

Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ είχε διαλυθεί από το καλοκαίρι του 1944 όμως στις 30 Νοεμβρίου ξαναδημιουργήθηκε και αποτελούνταν από τον Σιάντο και τους στρατηγούς Μάντακα και Χατζημιχάλη. Η Κεντρική Επιτροπή εγκαταστάθηκε στη Μονή Κλείστωνστη Χασιά της Πάρνηθας. Από εκεί πάρθηκε η απόφαση να  εξαπολύσει την ένοπλη επίθεση ο ΕΛΑΣ στην Αθήνα, μια επίθεση η οποία ουσιαστικά θα ήταν αντεπίθεση. Αρχιστράτηγος ανέλαβε ο ίδιος ο Σιάντος κάτι το οποίο ήταν μια πολύ λανθασμένη απόφαση.Ο Σιάντος δεν διέθετε την απαιτούμενη στρατιωτική πείρα ούτε είχε την απόλυτη αποδοχή στους αντάρτες σε σχέση με τον Άρη Βελουχιώτη. Αυτό που έσπευσε να κάνει ήταν να μετακινήσει όσο το δυνατόν ταχύτερα τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ προς την Αθήνα. Με τη συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, είχε οριστεί όπως είπαμε και πριν οι αντάρτικοι σχηματισμοί να μην μπουν στην Αθήνα και να παραμείνουν σε απόσταση γύρω της. «…Μόνο ο ΕΛΑΣ Αθηνών (Α΄ Σώμα Στρατού) θα διατηρούνταν μέσα στη πρωτεύουσα. Υπήρχε λοιπόν ένα κενό από τα αθηναϊκά προάστια έως την Άμφισσα, το Δαδί και τη Λαμία, γυμνό από κάθε ελασίτικη μονάδα και τώρα που όλα οδηγούσαν σε σύγκρουση ο Σιάντος αγωνιζόταν να καλύψει βιαστικά το κενό. Έπειτα από διαταγή του, ένα σύνταγμα του ΕΛΑΣ, το 2ο της 2ης Μεραρχίας έφτασε στη Φιλοθέη.Παράλληλα στα Δεκεμβριανά είχαμε και την επανεμφάνιση της η οργάνωση Χ του συνταγματάρχη Γεώργιου Γρίβα η οποία είχε προμηθευτεί όπλα από τους Γερμανούς, πριν την απελευθέρωση. Η Χ είχε αναπτύξει έντονη δράση κατά του ΕΑΜ, τόσο στη διάρκεια της Κατοχής όσο και μετά την Απελευθέρωση και είχε το αρχηγείο της στο Θησείο…»[6].

Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι πως ο Σιάντος είχε καταλάβει πως αυτή η σύγκρουση θα ήταν διαφορετική από της άλλες. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε μόνο να αντιμετωπίσει τον κυβερνητικό στρατό και τις δυνάμεις της αστυνομίας αλλά και διάφορες δυνάμεις πρώην συνεργατών των Γερμανών όπως οι ταγματασφαλίτες και η οργάνωση Χ, ενώ πρόσθετος ήταν ο φόβος για άμεση στρατιωτική παρέμβαση των Άγγλων έπειτα και από την τελική ρήξη μαζί τους. Γι’ αυτό τον λόγο ο Σιάντος έκρινε σωστό να στείλει στην Μόσχα τηλεγράφημα αποσκοπώντας σε οποιαδήποτε παρέμβαση η βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης παραβλέποντας την Συμφωνία της Γιάλτας. Παρόλο αυτά «…στις 5 Δεκεμβρίου αποστέλλεται τηλεγράφημα από την ελληνική πλευρά προς την Σόφια για να διαβιβαστεί στη Μόσχα, που αναγγελλόταν η μάχη που άρχιζε στην Αθήνα. Ο Σιάντος σε αυτό το τηλεγράφημα περιέγραφε τις πρώτες συγκρούσεις, την εκκαθάριση των εστιών αντίστασης της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής και της οργάνωσης Χ…»[7].

Την ίδια μέρα τα αγγλικά τανκς ήδη κατευθύνονταν στην οδό Πατησίων, εναντίον τμημάτων του ΕΛΑΣ ενώ στην αντίπερα όχθη, τμήματα του ΕΛΑΣ είχαν καταλάβει εύκολα το τμήμα Χωροφυλακής Αχαρνών, ενώ βρισκόταν ταυτόχρονα σε εξέλιξη μάχη ενάντια στην έδρα της Ανώτατης Διοίκησης Χωροφυλακής Ελλάδας, στην οδό Πατησίων. Το 4ο  Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Αθήνας είχε καταλάβει νωρίτερα με ορμητική έφοδο το κτίριο και είχε αφοπλίσει την πολυάριθμη φρουρά του. Τις πρώτες μέρες της Δεκεμβριανής σύγκρουσης καθώς και λίγο αργότερα ο ΕΛΑΣ είχε σημαντικές επιτυχίες. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ, κυρίως ο Σιάντος εκτιμώντας πως ήταν σε θέση ισχύος τις πρώτες μέρες αλλά γνωρίζοντας πως οι αντάρτικες δυνάμεις δεν επαρκούσαν σε περίπτωση μεγαλύτερης εμβέλειας παρέμβασης των Άγγλων έστειλε  στις 6 Δεκεμβρίου τηλεγράφημα με το οποίο πρότεινε την ύπαρξη του θεσμού του αντιβασιλέα, γενικά αποστράτευση όλων των μαχόμενων δυνάμεων, την σύσταση νέας κυβέρνησης με ισοδύναμη αναλογία εξουσιών και το να επισκεφθεί τη χώρα διεθνής επιτροπή για να διερευνήσει τα αίτια της σύγκρουσης. Η βρετανική κυβέρνηση όμως απέρριψε τις προτάσεις του ΕΑΜ για ανακωχή καθώς δεν ικανοποιούνταν έτσι το σχέδιο της για ολική παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας ώστε να την έχει υπό τη δική της σφαίρα επιρροής. «…Οι Βρετανοί εισηγήθηκαν τη χρησιμοποίηση των Ταγμάτων Ασφαλείας εναντίον του ΕΛΑΣ, κάτι με το οποίο συμφώνησε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Στις 9 Δεκεμβρίου ο Τσόρτιλ τηλεγράφησε στον Σκόμπυ λέγοντας: «Στην Αθήνα και παντού το σύνθημα μας είναι όχι ειρήνη χωρίς νίκη»…»[8].

Αυτό το οποίο ήταν κοινό μυστικό και φαινόταν από τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη ήταν πως η κατάσταση για τον ΕΛΑΣ ήταν δραματική παρά τα πρώτα θετικά αποτελέσματα στις μάχες. Εκτός από το ότι ο Σιάντος δεν ήταν ο κατάλληλος για τη θέση του αρχιστράτηγου, το επιτελείο ήταν άπειρο και στις κρίσιμες στρατηγικές και στρατιωτικές αποφάσεις σχεδόν ανύπαρκτο. «…Μόνο επιτελάρχης υπήρχε, ο ταγματάρχης Λαγγουράνης, που ανήκε στην ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας, τον οποίο κράτησε κοντά του ο Σιάντος. Αυτό και μόνο το γεγονός αποδεικνύει άλλη μια φορά πως η απόφαση του ΚΚΕ να δώσει τη μάχη λήφθηκε τελευταία στιγμή, χωρίς να προηγηθεί κάποια προετοιμασία. Και φυσικά αφού δεν υπήρχε επιτελάρχης δεν υπήρχε και επιτελικό σχέδιο. Όλα έγιναν σπασμωδικά με σχεδιασμούς της τελευταίας στιγμής…»[9].

Η πιο σφοδρή σύγκρουση των Δεκεμβριανών ήταν η επίθεση του ΕΛΑΣ κατά του κτιρίου του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη. Από την αρχή το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ πίστευε πως εκεί θα δινόταν η πιο αποφασιστική μάχη μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Η κυβέρνηση το γνώριζε αυτό γι’ αυτό και δόθηκε βαρύτητα στην ενίσχυση της άμυνας των στρατιωτικών της δυνάμεων σε αυτό το σημείο. «…Η κυβέρνηση αμυνόταν σε ένα περιορισμένο θύλακα στο κέντρο της πόλης οριζόμενο από το κτίριο του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, στο Ζάππειο, τα Παλαιά Ανάκτορα και το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη βρισκόταν εγκατεστημένο στους στρατώνες της ομώνυμης συνοικίας (στο ύψος της σημερινής στάσης του μετρό Ακρόπολη). Από τη θέση αυτή ήλεγχε την είσοδο προς τη πλατεία Συντάγματος. Ο Σιάντος πίστευε πως το Σύνταγμα του Μακρυγιάννη ήταν το τελευταίο εμπόδιο πριν από την οριστική κυριαρχία στην Αθήνα αφού ο ΕΛΑΣ τις πρώτες μέρες είχε σημειώσει πολλές επιτυχίες παρά την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν και κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της πρωτεύουσας…»[10].

Οι επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν σφοδρότατες και αλλεπάλληλες καθώς ο ΕΛΑΣ ήταν κοντά στη τελική νίκη και στο να επικρατήσει στη μάχη της Αθήνας. Τις πρώτες μέρες της επίθεσης είχε καταλάβει το 4ο, 5ο , 6ο και 7ο φυλάκιο του Συντάγματος όμως στις 8 Δεκεμβρίου άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Εκείνη την μέρα έκαναν την εμφάνισή τους βρετανικά άρματα τα οποία αναχαίτισαν την επίθεση του ΕΛΑΣ, προκαλώντας μεγάλο πλήγμα στις δυνάμεις ενώ από τις 12 Δεκεμβρίου περιορίστηκαν και οι επιθέσεις στου Μακρυγιάννη μειώθηκαν καθώς με την είσοδο και των Άγγλων τα μέτωπα αυξήθηκαν και οι αντάρτες διασπάστηκαν στην Αθήνα.

Πλέον ο ΕΛΑΣ είχε να αντιμετωπίσει πολλά μέτωπα. Και θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος πως ο ΕΛΑΣ επιδιώκοντας κάποιες αιφνιδιαστικές επιθέσεις πέτυχε κάποια πλήγματα στους Βρετανούς κυρίως τη νύχτα 12 προς 13 Δεκεμβρίου όταν ισχυρές δυνάμεις του ΕΛΑΣ διεξήγαγαν επιχείρηση εναντίον των Βρετανών στους Στρατώνες Παραπηγμάτων. Οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν και υπέστησαν πολλές απώλειες. Τότε υπήρξε άλλος ένας παράγοντας που οι αντάρτες δεν είχαν τα μέσα να αντιμετωπίσουν και αυτός ήταν η αεροπορική δύναμη των Βρετανών. Έτσι μετά από τα πρώτα πήγματα που δέχτηκαν, ο Σκόμπυ έδωσε την εντολή για βομβαρδισμούς. «…Σύντομα βρετανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν εγκαταστάσεις του ΕΛΑΣ στον Λυκαβηττό και την ευρύτερη περιοχή. Στις 13 και 14 Δεκεμβρίου συμπτύχθηκαν στρατιώτες του Μηχανοκίνητου Τμήματος, της Γενικής Ασφάλειας και της Τροχαίας ενώ το Πολυτεχνείο εγκαταλείφθηκε από τον βρετανικό λόχο. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε καταλάβει μόνο τα αστυνομικά τμήματα Κολωνακίου και Πλάκας καθώς και τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών….Οι Βρετανοί ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τις δυνάμεις τους και την επιχείρηση ανακατάληψης του Πειραιά την ξεκίνησε η 5η Ινδική Μεραρχία ενώ μαζί με τις βρετανικές και ινδικές δυνάμεις τα αντιτορπιλικά «Ναυαρίνον» και «Σαλαμίς» βοήθησαν στην εκκαθάριση του Πειραιά με το πυροβόλα τους. Οι δυνάμεις των Βρετανών είχαν φτάσει τους 60.000 άνδρες. Στις 17 Δεκεμβρίου η λεωφόρος Συγγρού ελέγχθηκε και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν εγκατασταθεί στο εργοστάσιο Φιξ εξουδετερώθηκαν. Ελληνικά και βρετανικά πλοία βομβάρδιζαν περιοχές υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ ενώ αεροσκάφη της RAF πολυβολούσαν θέσεις των ανταρτών…»[11].

Έλεγχος σε πολίτες από Βρετανούς στρατιώτες

Ο Τσόρτσιλ εν τω μεταξύ είχε προγραμματίσει σύσκεψη των δύο πλευρών στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία όμως η αποτυχημένη απόπειρα ανατίναξης του ξενοδοχείου από τους αντάρτες, την οποία θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, μετέφερε τη σύσκεψη για τις 26 Δεκεμβρίου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο ΕΛΑΣ βρισκόταν σε μειονεκτική θέση και τα επιχειρήματα τα οποία θα έπρεπε να κατατεθούν όφειλαν να είναι συγκαταβατικά λόγω της ισχύουσας κατάστασης. «…Ο Σιάντος ως βασικός εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ πρότεινε και στις δύο συσκέψεις ,στις 26 και 27 Δεκεμβρίου, την τιμωρία των δωσίλογων, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από φιλοδικτατορικά μέλη της 4ης Αυγούστου και των κατοχικών κυβερνήσεων. Επίσης πρότεινε τη διάλυση της Χωροφυλακής και να παραμείνουν μόνο όσα στοιχεία της είναι υγιή, κάτι που θα κρινόταν από συμβούλια, καθώς και τη δημιουργία Εθνικού Στρατού με την επιστράτευση εθελοντικών σχηματισμών. Για τη σύνθεση της κυβέρνησης ο Σιάντος ζήτησε πρωθυπουργό κοινής αποδοχής και ποσοστό συμμετοχής του 40-50% και μόνο τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και τα Υφυπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών. Οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές ενώ ακολούθησε διαπληκτισμός του Πλαστήρα με τον Σιάντο…»[12].Οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και οι μάχες συνεχίστηκαν. Ο Τσόρτσιλ έφυγε εσπευσμένα εξαιτίας επίθεσης που δέχτηκε.

Οδόφραγμα με χαρακτηριστικές τις γροθιές των μικρών παιδιών

Αν η ηγεσία είχε ρεαλιστική αντίληψη των πραγμάτων δεν θα ήταν τόσο αδιάλλακτη στις διαπραγματεύσεις τους. Ο ΕΛΑΣ ήταν ήδη σε μειονεκτική θέση και οι όροι που πρότεινε θύμιζαν όρους νικητή σε ηττημένο. Η συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων το μόνο που προκάλεσε ήταν η ισοπέδωση των αντάρτικων δυνάμεων από τους Βρετανούς. Ένα ακόμα άσχημο αποτέλεσμα είναι ότι το ΚΚΕ που τότε είχε περίπου 400.000 μέλη θα απουσίαζε από την κυβέρνηση που σχημάτισε ο στρατηγός Πλαστήρας στις 3 Ιανουαρίου 1945 μετά από την εντολή του Σκόμπυ και του αντιβασιλέα Δαμασκηνού κάτι που πιθανώς να οδηγούσε σε καλύτερους συσχετισμούς δυνάμεων στο μέλλον, βέβαια αυτή είναι μια διαπίστωση εκ του ασφαλούς.

Μετά το ναυάγιο της συνάντησης οι μάχες ξεκίνησαν πάλι. Στις 27 Δεκεμβρίου αμέσως μετά τη παύση των διαπραγματεύσεων ξέσπασε η μάχη στου Ψυρρή. Στους στενούς δρόμους και τα σοκάκια είχαν ανεγερθεί οδοφράγματα τα οποία δυσκόλευαν την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των αρμάτων μάχης. Οι επιχειρήσεις ήταν πολύ σκληρές και διήρκησαν μέχρι την επόμενη μέρα με τελικούς νικητές τις βρετανικές δυνάμεις. «…Το πρωί της 29ης  Δεκεμβρίου ξεκίνησε η γενική επίθεση των βρετανικών δυνάμεων στις ανατολικές συνοικίες ενάντια στην 1η Ταξιαρχία σε όλα τα σημεία με συνεχώς αυξανόμενο αριθμό μηχανοκίνητων. Η τελευταία μεγάλη μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ ήταν στην Καισαριανή που ξεκίνησε τα χαράματα της 29ης Δεκεμβρίου με σφοδρό βομβαρδισμό της συνοικίας από πυροβολικό που βρισκόταν στο Γουδί, από τα βρετανικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα. Σύμφωνα με την έκθεση του Σιάντου για τα Δεκεμβριανά, η σύμπτυξη διατάχθηκε εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών και της αθρόας διαρροής μαχητών προς τον Υμηττό. Το 34ο Τάγμα της 2ης Μεραρχίας, το οποίο είχε εισέλθει στην Καισαριανή, συμπτύχθηκε και αυτό κανονικά χωρίς απώλειες και χωρίς να λάβει μέρος στην άμυνα των ανατολικών συνοικιών. Στις 31 Δεκεμβρίου η κατάσταση του ΕΛΑΣ κατέστη περισσότερο δυσχερής. Στις 3 Ιανουαρίου οι θέσεις του ΕΛΑΣ δέχτηκαν επιθέσεις σε όλη την Αθήνα. Βρετανικές δυνάμεις κατέλαβαν τα Τουρκοβούνια και το Ψυχικό και προχώρησαν στου Γκύζη. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συμπτύχθηκαν στην Καλογρέζα, στις φυλακές Αβέρωφ και στο Γαλάτσι. Και στον Πειραιά η κατάσταση για τον ΕΛΑΣ ήταν δραματική…»[13].

Στις 5 Ιανουαρίου του 1945 έγινε μία γενική επίθεση του Σκόμπυ, ο οποίος και πέτυχε να υπερφαλαγγίσει, από βορρά, την πρωτεύουσα και, συγχρόνως, να καταλάβει το κενό Φαλήρου-Μοσχάτου, αποκόπτοντας ουσιαστικά τον Πειραιά. Ήδη οι εγκλωβισμένοι ελασίτες  πέτυχαν να απαγκιστρωθούν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, από τις θέσεις τους και το πρωί της προηγούμενης μέρας άρχισαν να υποχωρούν προς τα βόρεια, με επίκεντρο τη Λαμία. Έτσι ο στρατηγός Σκόμπυ έσπευσε να εκδώσει την ίδια μέρα (5 Ιανουαρίου), ανακοινωθέν, με το οποίο αναγγέλλει θριαμβευτικά ότι οι μάχες στην Αθήνα και τον Πειραιά σταμάτησαν.

Το γεγονός που συνέβη εκείνο το διάστημα και αξιοποιήθηκε από το αστικό στρατόπεδο για να μειώσει την ευρεία αποδοχή του ΕΛΑΣ στο λαό εκείνες τις μέρες είναι οι ομηρίες. Όταν η κατάσταση έγινε δύσκολη για τον ΕΛΑΣ, τότε προχώρησε σε ομηρίες κάτι που ήταν αντίθετο με τις αρχές του ΕΑΜ και έδινε αφορμή στους αντιπάλους του για κατηγορίες. «…Οι όμηροι οδηγήθηκαν σε φάλαγγες έξω από την Αθήνα μέχρι την Θήβα και υπολογίζονται γύρω στους 4.000. Από την άλλη πλευρά κρατήθηκαν για 3 μήνες από την κυβέρνηση και τους Βρετανούς 10.000 όμηροι εκ των οποίων 3.500 οδηγήθηκαν στην έρημο, στο στρατόπεδο «Ελ Ντάμπα» και βασανίστηκαν για 3 μήνες μέχρι να ελευθερωθούν…»[14].

Στις 12 Ιανουαρίου επιτεύχθηκε συνάντηση του στρατηγού Σκόμπυ με εκπροσώπους του ΕΛΑΣ με σκοπό την αναζήτηση τρόπων τερματισμού των εχθροπραξιών. Κατά τις σκληρές διαπραγματεύσεις, που έγιναν, ο ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την Αττική και τη Θεσσαλονίκη και να εγκαταλείψει πολλές περιοχές στις οποίες είχε τον απόλυτο έλεγχο όπως τη Βοιωτία και την Εύβοια, τις επαρχίες Φαρσάλων, Δομοκού και Βόλου, καθώς επίσης και μεγάλο μέρος στη βόρεια Πελοπόννησο. «…Στις 2 Φεβρουαρίου 1945 ο Γιώργος Σιάντος επικεφαλής αντιπροσωπείας του ΕΑΜ ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με κυβερνητικούς εκπροσώπους της κυβέρνησης Πλαστήρα (Σοφιανόπουλο, Ράλλη, Μακρόπουλο) και πλήθος στρατιωτικών και πολιτικών συμβούλων στην βίλα Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα. Τελικά η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποδέχτηκε τη συμφωνία μετά από συζητήσεις 11 ημερών στις 12 Φεβρουαρίου και υπέγραψαν  από κοινού με την κυβέρνηση Πλαστήρα…»[15].

Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί η δήλωση στην οποία προέβη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Βάρκιζας ο ηγέτης του ΚΚΕ Σιάντος,  η οποία ήταν η εξής: «Αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της ειρήνευσης της χώρας και της αποκατάστασης των λαϊκών ελευθεριών. Δηλώνουμε και πάλι πως είμαστε διατεθειμένοι να συντείνουμε, με όλες μας τις δυνάμεις στην πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να μπει η χώρα στο δρόμο της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης, της ανοικοδόμησης και της προκοπής…»[16].

Η συμφωνία της Βάρκιζας  προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, αποκατάσταση πολιτικών ελευθεριών, αμνηστία των πολιτικών εγκλημάτων, λύση του πολιτειακού με δημοψήφισμα και διενέργεια εκλογών. Κάποια από τα καίρια άρθρα αυτής της συμφωνίας αξίζει να τα αναφέρουμε για να γίνει αντιληπτή η σημαντικότητά τους:

  • Άρθρο  1  –«Η κυβέρνηση θα εξασφαλίσει  την ελευθέρανεκδήλωσιν των πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων των πολιτών, καταργούσα πάντα τυχόν προηγούμενον ανελεύθερον Νόμον… Την απροσδόκητον λειτουργίαν των ατομικών ελευθεριών, ως του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι και της δια τύπου εκφράσεως των στοχασμών. Ειδικότερον η κυβέρνησις θα αποκαταστήση πλήρως τας συνδικαλιστικάς ελευθερίας».

  • Άρθρο  2 –«Η Συμφωνία προβλέπει την άρση του στρατιωτικού νόμου, επίσης ότι «θα ανασταλεί αμέσως καθ΄όλην την χώραν η ισχύς των άρθρων 5,10,12,20 και 95 του Συντάγματος. Όσον αφορά ειδικότερον το άρθρον 5 του Συντάγματος τούτο δεν θα ανασταλεί εις τας πόλεις Αθηνών και Πειραιώς μετά των προαστίων και συνοικισμών. Ειδικώς όμως διά τους μέχρι σήμερον συλληφθέντας, συνομολογείται ότι δεν ισχύει το άρθρον 5 του Συντάγματοςκαιότι ούτοι θα απολυθούν εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου… Οπαδοί του ΕΑΜ, ενδεχομένως συλληφθέντες και κρατούμενοι υπό άλλων οργανώσεων, θα αφεθούν τάχιστα ελεύθεροι».

  • Άρθρο 3-«Αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και περιουσίας τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος. Εξαιρούνται της αμνηστίας όσοι υπόχρεοι εις παράδοσιν των όπλων, τα οποία ανήκουν εις οργανώσεις του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Πολιτοφυλακής και του ΕΛΑΝ, δεν παραδώσουν ταύτα μέχρι της 15ης Μαρτίου».

  • Άρθρο    4   -«Άπαντες οι πολίται οι συλληφθέντες παρά του ΕΛΑΣ ή της Εθνικής Πολιτοφυλακής ή του ΕΛΑΝ, ανεξαρτήτως ημερομηνίας συλλήψεως, θα αφεθούν αμέσως ελεύθεροι. Όσοι τυχόν κρατούνται με την κατηγορίαν ότι είναι δοσίλογοι ή ένοχοι αδικημάτων θα παραδοθούν εις την δικαιοσύνην του κράτους, ίνα δικαστούν υπό των αρμοδίων κατά Νόμον δικαστηρίων».

  • Άρθρο   5-«Προβλέπεται η συγκρότηση εθνικού στρατού που «θα αποτελείται από οπλίτας των εκάστοτε στρατολογουμένων κλάσεων. Οι ειδικώς εκπαιδευθέντες εις τα νέα όπλα έφεδροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίται υπαρχόντων σχηματισμών θα παραμείνουν εν υπηρεσία. Ο Ιερός Λόχος θα παραμείνει ως έχει, εφ’ όσον ευρίσκεται υπό τας αμέσους διαταγάς του Συμμαχικού Στρατηγείου, συγχωνευμένος ευθύς κατόπιν εις τον Ενιαίον Εθνικόν Στρατόν».

  • Άρθρο 6 -«Αποστρατεύονται οι ένοπλες δυνάμεις Αντιστάσεως και συγκεκριμένως ο ΕΛΑΣ, τακτικός και εφεδρικός, το ΕΛΑΝ και η Εθνική Πολιτοφυλακή»

  • Άρθρο   7    -«Όσον αφορά την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και των Σωμάτων Ασφαλείας, αναγράφεται στη Συμφωνία ότι: «Κριτήρια της εκκαθαρίσεως θα είναι η επαγγελματική επάρκεια, ο χαρακτήρ και το ήθος, η συνεργασία μετά του εχθρού και η χρησιμοποίησις του υπαλλήλου ως οργάνου της δικτατορίας».

  • Άρθρο 8-«Μέσα στο 1945 θα διενεργηθεί εν πάση ελευθερία και γνησιότητα δημοψήφισμα το οποίον θα τερματίσει οριστικώς το πολιτειακόν. Θα επακολουθήσουν δε τάχιστα και εκλογαί Συντακτικής Συνελεύσεως διά την κατάρτισιν του νέου Συντάγματος τη χώρας»[17].

Έπειτα από 4 μέρες από την συμφωνία της Βάρκιζας στις 16 Φεβρουαρίου, ο στρατηγός Σαράφης και ο καπετάνιος Άρης Βελουχιώτης, με ημερήσια διαταγή τους, κάλεσαν τους ελασίτες να παραδώσουν τον οπλισμό τους. Αυτό προέκυψε έπειτα και από πιέσεις της πολιτικής ηγεσίας του ΕΑΜ στον Άρη Βελουχιώτη διότι αν οι αντάρτες έβλεπαν διαταγή του για παράδοση όπλων θα τηρούσαν τη συμφωνία λόγω του θαυμασμού και της αποδοχής που είχε σε αυτούς ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ.«…Την ίδια μέρα το απόγευμα επιβεβαιώθηκε και η επίσημη διάλυση του εαμικού κράτους στα Τρίκαλα, με την άφιξη στην Αθήνα της εκεί ηγεσίας του λαϊκού κινήματος και με την υπογραφή  της προηγούμενης μέρας του πρωτοκόλλου παράδοσης του οπλισμού του στον Άγγλο ταξίαρχο Άικεχεντ (100 κανόνια, 419 πολυβόλα, 48.973 τουφέκια και πιστόλια). Ο απολογισμός των θυμάτων της εμφύλιας συγκρούσεις υπολογίζεται σε 5.200 (συμπεριλαμβανομένων και των αμάχων), με 1.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες του ΕΛΑΣ και με συνολικές απώλειες του Στρατού 3.480 άντρες- αιχμάλωτοι Άγγλοι 1.000. Μία κίνηση που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στο πανελλήνιο ήταν όταν στις 2 Μαρτίου ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος πήγε στην Τρίπολη για να επιβάλλει την κρατική εξουσία. Ωστόσο κρυπτόμενος  πίσω από το πρόσχημα αυτό και παρά τις διαμαρτυρίες του Εισαγγελέα, απελευθέρωσε όλους τους κρατούμενους ταγματασφαλίτες και δωσίλογους, που κρατούνταν στις φυλακές, κατά παλιά εντολή του Υπουργού Π. Κανελλόπουλου, εν αναμονή της δίκης τους…»[18].

Η καταπάτηση αρκετών όρων της Συμφωνίας της Βάρκιζας όπως είδαμε παραπάνω και το μίσος που φούντωνε έδειχναν πως ακόμα και ο Σιάντος να μην ήταν στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας η τελευταία και πιο σκληρή φάση του εμφυλίου είχε δρομολογηθεί προ πολλού.«…Οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ αν δεν αποστρατεύθηκαν ακόμα βρίσκονταν εκτός ενεργού υπηρεσίας ή ήταν εξορία σε ξερονήσια. Αρκετοί αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας βρίσκονταν ανάμεσα στις γραμμές του κυβερνητικού στρατού…»[19].

Έτσι η έκθεση δράσης του Γ. Σιάντου στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (5-10 Απριλίου 1945), ενώ θεωρούσε τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» ως «συμφωνία ανάγκης», «ένα μίνιμουμ ελευθεριών για τη δράση», που «δίνει ένα νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη», χαρακτήριζε τη «Συμφωνία του Λιβάνου» ως «δεξιό λάθος», με χαρακτηριστικό «την υποτίμηση των δικών μας δυνάμεων και την υπερτίμηση των δυνάμεων του αντιπάλου». Η εισήγηση παρακάτω συμπλήρωνε: «Παρόμοιο και πιο μεγάλο λάθος ήταν η Συμφωνία της Καζέρτας. Παραδίδαμε τον ΕΛΑΣ στους Άγγλους. Σβήναμε την απαίτησή μας για τον Έλληνα αρχιστράτηγο. (Ήδη από το Λίβανο είχε ορισθεί ο Οθωναίος). Σπάσαμε τη συνοχή του ΕΛΑΣ. Εκτός από το Ζέρβα παραχώρησε περιοχή στον Τσαούς Αντών και την Αττική στον Σπηλιωτόπουλο, έτσι εμπόδισε τη δράση μας στην Αττική. Παρεμπόδισε το χτύπημα των Ράλληδων κλπ. Είναι κι αυτό επίσης ένα σοβαρό λάθος δεξιού χαρακτήρα. Ας μη ξεχνούμε ότι ο Σκόμπι με τη συμφωνία της Καζέρτας δικαιολόγησε το Δεκέμβρη την επέμβασή του». Οι σωστές αυτές εκτιμήσεις ακυρώνονται στην πράξη με την αμέσως παρακάτω διατύπωση: «Η αποδοχή μας να μπούμε στην κυβέρνηση του Παπανδρέου. Ποιο νόημα είχε; Το νόημά της φυσικά ήταν να συντελέσουμε να περάσει η Ελλάδα με ομαλό τρόπο στη δημοκρατική εξέλιξη με το ξερίζωμα του φασισμού, με την εκκαθάριση του στρατού, του κρατικού μηχανισμού κλπ. Κάναμε σωστά; Ναι. Αν και η αντίδραση είχε διαφορετικούς σκοπούς, είχαμε ολόκληρο κίνημα αντίστασης, θα κάναμε χρήση της δύναμής μας, για να πετύχουμε και κατοχυρώσουμε τα αιτήματά μας. Είχαμε τις δυνάμεις μας και μπορούσαμε να τις επιβάλουμε».(Έκθεση δράσης του Γ. Σιάντου στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ-παραπομπή). Για να κατανοήσουμε καλύτερα το σκεπτικό του Σιάντου πάνω στη Συμφωνία της Βάρκιζας πρέπει να παραθέσουμε τον λόγο που εκφώνησε στο 7ο συνέδριο του ΚΚΕ και είναι ο εξής:

«Σύντροφοι και συντρόφισσες,

Από τη συζήτηση που γίνηκε εδώ πάνω στην έκθεση δράσης της Κεντρικής Επιτροπής βγαίνει το συμπέρασμα, ότι το Συνέδριο ομόφωνα εγκρίνει τη δράση του κόμματος σ’ όλο αυτό το δεκάχρονο χρονικό διάστημα. Αυτό δείχνει, ότι μέσα σ’ όλο το κόμμα μας υπάρχει μια σιδερένια ιδεολογική ενότητα πάνω σε τόσα σοβαρά ζητήματα, πάνω στον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν τέτοια κοσμοϊστορικά γεγονότα, που είχαμε σ’ αυτό το δεκάχρονο διάστημα. Αυτό είναι μια σοβαρή απάντηση, ένας καταπέλτης στις ελπίδες και στα όνειρα με τα οποία τρέφονται: η αντίδραση, περιμένοντας να παρουσιασθούν διασπάσεις, σχίσματα και διαφωνίες μέσα στο κόμμα μας, από τις οποίες θα επωφεληθεί. Όλοι μας θυμόμαστε την τρομερή εκείνη επίθεση που δέχτηκε το κόμμα μας, ύστερα’ από τη συμφωνία της Βάρκιζας, με το σκοπό να τορπιλίσουν την ενότητά του. Όλη η αντίδραση τότε μίλησε για χρεωκοπία της πολιτικής του ΚΚΕ, για τη χρεωκοπία της καθοδήγησης και υπέδειχνε την αντικατάσταση της καθοδήγησης του κόμματος.

     Ποιοι τα έλεγαν αυτά; Όλη η αντίδραση. Την πήρε, όπως βλέπετε, ο πόνος κ’ ενδιαφερόταν να διορθώσει την πολιτική του κόμματος και να βρει καλύτερους ανθρώπους για την καθοδήγησή του. Χάρις στην ιδεολογική του ομοιογένεια, χάρις στη σιδερένια του ενότητα, το κόμμα μας κατόρθωσε πραγματικά ν’ αντιμετωπίσει αυτή την επίθεση, αυτό τον κίνδυνο και τώρα η αντίδραση έμεινε με τα όνειρά της, που παρουσιάζει πότε-πότε και στον τύπο της, λέγοντας πως ο Σιάντος μαλώνει με τον Ιωαννίδη, αυτός με άλλον κι ο Ζαχαριάδης με όλους. Σ’ απάντηση αυτών των ονείρων, έρχεται η ομοιογένεια και η ενότητα που αποδείχνεται σήμερα στο Συνέδριο αυτό πάνω σε τόσο σοβαρά ζητήματα που αντιμετωπίσαμε.

       Σύντροφοι, το κόμμα μας έγινε σήμερα μια πρώτης γραμμής πολιτική δύναμη του τόπου. Το ΕΑΜ κατάχτησε με τη δράση του, την πολιτική και ταχτική του, την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Πού βρίσκεται κυρίως η ικανότητα του κόμματός μας, από την οποία είχαμε αυτά τα αποτελέσματα; Στο γεγονός ότι είναι οπλισμένο με το μαρξισμό – λενινισμό – σταλινισμό, που το βοηθάει να βλέπει σωστά την πραγματική κατάσταση της Ελλάδας και να δίνει τις πιο σωστές λύσεις στα ελληνικά προβλήματα.

Βέβαια, υπάρχει ακόμα ο δογματισμός που υπογράμμισε η σ. Χρύσα και που εκδηλώθηκε ως τώρα σε πολλές κατά μέρος περιπτώσεις. Αλλά γενικά, ο δογματισμός καταπολεμήθηκε και η θεωρία των μεγάλων δασκάλων μας προσαρμόζεται κατά τον πιο κατάλληλο τρόπο στις ελληνικές συνθήκες και την πραγματικότητα. Αυτός είναι ο λόγος που τα συνθήματά μας γίνονται υπόθεση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Γιατί τα συνθήματά μας αυτά βγαίνουν από μια χημική ανάλυση, από μια ανατομία της κατάστασης στην Ελλάδα και ανταποκρίνονται στα συμφέροντα του λαού και της χώρας. Ακόμα, η ικανότητα του κόμματός μας φανερώνεται από το ότι κατορθώνει κάθε φορά, μέσα στη γενική κατάσταση. Να βρίσκει το επίκαιρο σημείο της στιγμής και να το βάζει στην πρώτη γραμμή της πραγματοποίησης. Ακόμα, ότι γίνηκε ικανό να οργανώνει και να βάζει στην πράξη τους πολιτικούς του σκοπούς και τα συνθήματά του και να προσαρμόζει την οργανωτική του πολιτική κάθε φορά ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση και το συγκεκριμένο πολιτικό καθήκον της στιγμής.

       Σύντροφοι, ακόμα ένα κάνει το κόμμα μας ικανό. Το γεγονός ότι τα στελέχη και τα μέλη του δε διστάζουν σε καμιά περίπτωση να κατανοήσουν τα λάθη τους, να τα κριτικάρουν και να τα εξαλείψουν. Εδώ ειπώθηκαν πολλά από τα λάθη αυτά, καθώς και οι αιτίες τους και συνέπειες που είχαν στη δράση μας και στα αποτελέσματα της δράσης μας. Θα αναφέρω μερικά ακόμα απ’ αυτά τα λάθη. Γεγονός είναι ότι σ’ εκείνη την 5η Ολομέλεια (1938), για την οποία μίλησε ο σ. Παρτσαλίδης, υπάρχει ένα σημείο όπου το κόμμα μας έπαιρνε διαφορετική θέση από τη θέση του σ. Ζαχαριάδη σχετικά με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Εκεί το ζήτημα έμπαινε έτσι: υπάρχει κίνδυνος επιδρομής του Μουσολίνι, ο λαός πρέπει να είναι έτοιμος να τον αντιμετωπίσει, αλλά το κράτος του Μεταξά είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Αυτή τη θέση μας τη διόρθωσε τότε η Κομμουνιστική Διεθνής, που μας είπε ότι, εφ’ όσον η χώρα σας κινδυνεύει από επιδρομή του ιταλικού φασισμού, το πρώτο καθήκον σας είναι να χτυπήσετε αυτή την επιδρομή. Όσον αφορά την κυβέρνηση Μεταξά, πρέπει να συνεχίσετε να ζητάτε όσο το δυνατό μεγαλύτερες δημοκρατικές ελευθερίες στη χώρα σας, γιατί θα την κάνει πιο ικανή να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της επιδρομής του ιταλικού φασισμού. Αυτό το αναφέρω για δύο λόγους: Πρώτο για να επαναλάβω, για μια ακόμα φορά, τον τρόπο με τον οποίο καθοδηγούσε η ΚΔ, όταν υπήρχε, τα τμήματά της, τρόπο που ανταποκρινόταν στα συμφέροντα της χώρας των ΚΚ και όχι κατά τον τρόπο που ήθελαν να την παρουσιάσουν οι αντιδραστικοί, πως, δηλ. δε σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά πώς να επιβάλλει στα τμήματά της να κάνουν κακό στη χώρα τους. Και δεύτερο, ότι το γράμμα του σ. Ζαχαριάδη, που έγινε ύστερα από δύο ολόκληρα χρόνια, ήταν σύμφωνο μ’ αυτή τη θέση της Διεθνούς, παρ’ όλο που ο σ. Ζαχαριάδης δεν είχε ιδέα απ’ αυτή την υπόθεση.

       Περνώ σε ένα άλλο ζήτημα. Το 1941 που βρισκόμαστε στην αναδιοργάνωση του κόμματός μας κι αντιμετωπίζαμε τις δυσκολίες που ανάφερα στην έκθεσή μου, αντιμετωπίσαμε και ένα ζήτημα που έχει μεγάλη σημασία. Υπήρχε μια αντίληψη σε πολύ καλούς συντρόφους, προ παντός της Μακεδονίας, ότι μια και η χώρα βρισκόταν κάτω από ξενική κατοχή, έπρεπε ν’ αφήσουμε κάθε μορφή πάλης στις πόλεις, γιατί η πάλη στις πόλεις ήταν ξεπερασμένη και να βγούμε όλοι στο βουνό, γιατί αυτή η μορφή πάλης ήταν τότε ενδεδειγμένη. Απ’ αυτή την αντίληψη ξεπήδησε εκείνο το πρόωρο αντάρτικο κίνημα της Δράμας, που κάποιος ανάφερε εδώ.

      Σύντροφοι, αναγκαστήκαμε τότε να παλέψουμε ενάντια σ’ αυτή τη θέση, γιατί αν επικρατούσε και αφήναμε τις πόλεις και μαζευόμαστε όλοι στο βουνό, είμαι βέβαιος ότι δε θα φτάναμε σ’ αυτό το σημείο όπου είμαστε τώρα. Όχι μόνο δε θα είχαμε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα τόσο μεγάλο και συνειδητό, όχι μόνο δε θα είχαμε καταχτήσει την πλειοψηφία του λαού, αλλά είναι ζήτημα αν θα υπήρχαμε και σαν κόμμα τέτοιο που είμαστε σήμερα. Πολεμήσαμε αυτή την άποψη σαν επικίνδυνη, οι σύντροφοι που την υποστήριζαν επείσθησαν, αρχίσαμε τη μαζική οργάνωση και δράση μέσα στις πόλεις, τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις. Έτσι εμφανίστηκαν πρώτα στην Αθήνα οι παλλαϊκές απεργίες για την επιβίωση, που έφτασαν κατόπιν κ’ ενάντια στην επιστράτευση κ’ ενάντια στην κάθοδο των Βουλγάρων. Στηριζόμενοι έτσι στο μαζικό κίνημα των πόλεων, κατορθώσαμε να οργανώσουμε το τεράστιο απελευθερωτικό κίνημα της υπαίθρου. Το ένοπλο κίνημα στην ύπαιθρο τροφοδοτήθηκε με στελέχη και πολλούς μαχητές από τις πόλεις, χτίστηκε απάνω στη βάση του κινήματος των πόλεων.

Σήμερα βλέπουμε πόσο μεγάλη σημασία είχε το να στρωθεί η δουλειά στους βασικούς τομείς, που παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Αν δεν κάναμε αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο να σταθούμε και να παλεύουμε στις πόλεις ύστερα’ από τη Βάρκιζα.

Ένα άλλο ζήτημα: Το ζήτημα των δυνάμεων της Μέσης Ανατολής το έθιξα, αλλά πολύ λίγο. Το τι σκοπούς είχε ο Γλίξμπουργκ και πώς ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτές τις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, είναι γνωστό και το απόδειξε ο ίδιος με τη διάλυση αυτών των δυνάμεων.

Σύντροφοι, στους λίγους κομμουνιστές και οπαδούς του ΕΑΜ και δημοκράτες που βρέθηκαν στη Μέση Ανατολή, ανήκει η μεγάλη τιμή για τη δουλειά που κάνανε για να διαφωτίσουν τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, να τις οργανώσουν και να τις διαμορφώσουν σε μια πρώτης τάξης δύναμη της λαϊκής δημοκρατίας. Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Αλλά’ όμως εδώ πρέπει να πούμε, ότι επειδή ήταν τέτοιες αυτές οι στρατιωτικές δυνάμεις, η αντίδραση επιδίωκε να τις εξαλείψει με κάθε τρόπο. Ξέρουμε ότι προτού ακόμα πάρουν την απόφαση να διαλύσουν το στρατό αυτό βίαια, πλήρωναν στρατιώτες για να λιποταχτούν. Οι σύντροφοι, που καθοδηγούσαν αυτές τις δυνάμεις και ξέραν περισσότερα πράγματα σχετικά με τις προσπάθειες του Γλύξμπουργκ να διαλύσει τις δυνάμεις αυτές, έπρεπε να έχουν υπόψη τους τον κίνδυνο που διατρέχουν. Αν τον είχαν πραγματικά υπόψη τους, δε θα έσπρωχναν τις δυνάμεις αυτές στο σημείο, ώστε να δώσουν πρόσχημα για να τις διαλύσουν βίαια. Αυτό ήταν μεγάλης ολκής αριστερό λάθος γι αυτούς τους συντρόφους. Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία που δείχνουν πως η αντίδραση είναι πολύ πιθανό να έριξε στη λούμπα –σε προβοκάτσια– τους συντρόφους μας με ανθρώπους, που έκαναν δήθεν το δικό μας, ενώ στην ουσία εκτελούσαν διαταγές των ανθρώπων του Γλύξμπουργκ. Εδώ για μια φορά ακόμα φαίνεται η τεράστια σημασία της επαναστατικής επαγρύπνησης, που όμως φαίνεται έλλειπε από τους συντρόφους μας της Μέσης Ανατολής…»[20].

Συμπερασματικά αυτό που θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει για τα Δεκεμβριανά είναι πως συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες για να φτάσουμε σε αυτή την σύγκρουση. Ο Στάλιν δεν προχώρησε στις απαραίτητες ενέργειες που επίτασσε ο προλεταριακός διεθνισμός εφαρμόζοντας τις σχετικές συμφωνίες, κάτι το οποίο αξιοποίησε η ιμπεριαλιστική Βρετανία για να συντρίψει τους Έλληνες αντάρτες τον Δεκέμβριο και να βοηθήσει στην εγκαθίδρυση της πολιτικής εξουσίας που θα ήταν υπό τον έλεγχο της. Η επέμβαση της Αγγλίας στα εσωτερικά της Ελλάδας σε συνδυασμό με την αποστασιοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης και η αμφιταλάντευση του ΚΚΕ για το αν θα πάει σε ένοπλο ή μη ένοπλο αγώνα οδήγησαν στα Δεκεμβριανά.  Ωστόσο αυτά όλα είναι υποθέσεις και ερωτήματα που προκύπτουν από μία θέση ασφάλειας. Τα ζητήματα αυτά δεν κρίνονται από τα πρόσωπα. Η Μεγάλη Βρετανία επιθυμούσε για να εξυπηρετήσει τους δικούς της επεκτατικούς σχεδιασμούς, έτσι κι αλλιώς την άμεση επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας με οποιοδήποτε κόστος. Μπορεί το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να είχαν τη καθολική στήριξη της πλειοψηφίας του λαού, ωστόσο παρά τα λάθη αυτό που πρέπει να λάβει υπόψιν του ο αναγνώστης, είναι το γεγονός πως τα μεγέθη των δύο στρατοπέδων ήταν εκπληκτικά δυσανάλογα. Μετά την επιτυχία απέναντι σε κατοχικά στρατεύματα Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων, τα Τάγματα Ασφαλείας ντόπιων συνεργατών με τον κατακτητή, ήρθε και η σύγκρουση με την υπερδύναμη Αγγλία. Ήταν ίσως η κορυφαία σύγκρουση με μία παγκόσμια ιμπεριαλιστική δύναμη του λεγόμενου προοδευτικού δυτικού κόσμου. Ωστόσο εκεί που πιστώνεται παραλείψεις η ΕΑΜική και κομματική ηγεσία, είναι το γεγονός πως οι προβλέψεις του Άρη Βελουχιώτη για τη μη τήρηση της συμφωνίας της Βάρκιζας από το αστικό στρατόπεδο ήταν απόλυτα ορθές. Το χρόνο που ακολούθησε της υπογραφής της συμφωνίας, ακολούθησε ένα άνευ προηγουμένου κυνηγητό και πογκρομ εναντίον κομμουνιστών, αντιστασιακών και δημοκρατικών πολιτών από πρώην συνεργάτες των κατακτητών, πολλοί από τους οποίους απελευθερώθηκαν με το διάταγμα του τότε υπουργού εσωτερικών Παναγιώτη Κανελλόπουλου το Μάρτιο του 1945 από τις φυλακές στη Τρίπολη. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ακύρωσε τη συμφωνία μετά από ένα χρόνο, ωστόσο ο χρόνος είχε χαθεί. Το δίδαγμα που πρέπει να αντλήσει ο λαός από τα Δεκεμβριανά και τα γεγονότα που τα ακολούθησαν, είναι πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμπιστεύεται τον ιμπεριαλισμό και να αντιληφθεί πως ενωμένος όταν έχει οργάνωση και ξεκάθαρο πολιτικό και οικονομικό σχέδιο μπορεί να αντισταθεί και να πετύχει το πιο σημαντικό. Να γίνει νοικοκύρης στο τόπο του. Τα Δεκεμβριανά θα αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο προς μελέτη και πηγή άντλησης συμπερασμάτων.

 

[1]                  Ελλήνων Ιστορικά, Δεκεμβριανά- Οι μάχες των 33 ημερών,τχ 7, σ.21

[2]                  ο.π.  σ.22

[3]                  Ν. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974:Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Οκτώβριος 1995, σ.451-457

[4]                  Φ.Ν. Γρηγοριάδης, Ιστορία του εμφυλίου πολέμου 1945-1949(Το δεύτερο αντάρτικο), Αθήνα 1980, τ. 1,σ.155

[5]                  Χρονικό του 20ου αιώνα, Εκδόσεις Δομική,1992 σ.689

[6]                  Σ.Ν Γρηγοριάδης, Τα φοβερά ντοκουμέντα: Δεκέμβριος 1944-Το Ανεξήγητο λάθος, τχ 2,  Αθήνα, σ.57

[7]                  Σ.Ν Γρηγοριάδης, Τα φοβερά ντοκουμέντα: Δεκέμβριος 1944-Το Ανεξήγητο λάθος, τχ 2,  Αθήνα, σ.69

[8]                  Ελλήνων Ιστορικά: Δεκεμβριανά- Οι μάχες των 33 ημερών,τχ 7, σ.57

[9]                  Σ.Ν. Γρηγοριάδης, Τα φοβερά ντοκουμέντα: Δεκέμβριος 1944-Το Ανεξήγητο λάθος, τχ 2, Αθήνα, σ.70

[10]                Ελλήνων Ιστορικά: Δεκεμβριανά- Οι μάχες των 33 ημερών,τχ 7, σ.84-85

[11]               Ελλήνων Ιστορικά: ο.π  σ. 98-107

[12]                Σ.Ν. Γρηγοριάδης, Τα φοβερά ντοκουμέντα: Δεκέμβριος 1944-Το Ανεξήγητο λάθος, τχ 2, σ.94-95

[13]               Ελλήνων Ιστορικά:Δεκεμβριανά- Οι μάχες των 33 ημερών,τχ 7,σ.113-120

[14]                Φ.Ν Γρηγοριάδης, Ιστορία του εμφυλίου πολέμου 1945-1949(Το δεύτερο αντάρτικο), Αθήνα 1980, τ. 2, σ.339

[15]               Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, τ.  Γ΄, σ.460

[16]               Το ΚΚΕ και ο συμμοριτοπόλεμος, Πολιτική και κοινωνική βιβλιοθήκη, εκδόσεις Δυτικός-Ανατολικός κόσμος,σ.6

[17]                Χρονικό 20ου αιώνα, Εκδόσεις Δομική 1992,σ.697

[18]                Χρονικό του 20ου αιώνα, Εκδόσεις Δομική, 1992 σ.697

[19]                Κομμουνιστική Επιθεώρηση, 1947, τχ 6,  σ.3

 

[20]                Κομμουνιστική επιθεώρηση, Ο τελικός λόγος του Γ. Σιάντου στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, τχ 5,2005

YOU MIGHT ALSO LIKE